«Κεφτεδάκια με πατάτες έχω σήμερα, παιδί μου. Δεν πρόλαβα να κάνω κάτι καλύτερο». Αυτή τη φράση – κλειδί θυμάμαι να την λέει η γιαγιά μου, το καλύτερο τηγάνι της οικογένειας, που έκανε δύο εκδοχές κεφτέδων ή μάλλον τρεις:
- Σκέτα κεφτεδάκια
- Όσα περίσσευαν (σπανίως όταν μας φιλοξενούσε τα καλοκαίρια) ξαναμπαίνανε στο τηγάνι με κουρκούτι άσπρο ή κόκκινο. Που σημαίνει: στο τηγανόλαδο(!) έριχνε λίγο αλεύρι, αλατοπίπερο και λίγο νερό, ανακάτευε μέχρι να πήξει και έτοιμη η αυτοσχέδια σαλτσούλα. Έριχνε κατόπιν και τα κεφτεδάκια, για την ακρίβεια τους κεφτέδες, γιατί ήταν σχετικά μεγάλοι και πλακουτσοί, άφηνε να πάρουν 2-3 βράσεις, να ζεσταθούν και να μαλακώσουν και έτοιμο το φαγητό.
- Η τρίτη εκδοχή ήταν ντοματένια. Αν είχε, έριχνε στη σάλτσα λίγο ντοματοπελτέ διαλυμένο σε ένα φλιτζανάκι του καφέ νερό. Αυτό ήταν όλο. Και το χρώμα από ροζ μέχρι βαθύ κόκκινο, ανάλογα με την ποσότητα του πελτέ και τα κέφια της.
Το «δεν πρόλαβα να κάνω κάτι καλύτερο», λοιπόν, έχει συνδεθεί στη μνήμη μου με φαγητό πεντανόστιμο. Και δεν ήταν μόνο τα κεφτεδάκια. Ένα σωρό ωραία φαγητά, θυμάμαι, αυτής της κατηγορίας, που ικανοποιούσαν και το μότο της γιαγιάς «δεν πετάμε τίποτα, παιδί μου, είναι αμαρτία». Η γιαγιά μου ήταν πολυάσχολη γυναίκα, σπάνια έκανε πολύπλοκα φαγητά (μόνο στις γιορτές) αλλά ό,τι μαγείρευε ήταν τρελά νόστιμο.
Εξάλλου έκανε και το δικό της βούτυρο (είχε κατσίκα), το γιαούρτι, τους τραχανάδες, τον πελτέ, το κρασί της (είχε και αμπέλι ορεινό). Έπινε απαραιτήτως ένα ποτηράκι κρασί το μεσημέρι και ένα το βράδυ. Το θεωρούσε τρόφιμο. Εμένα πάλι δεν μου άρεσε καθόλου, μου φαινόταν πολύ αψύ εκείνο το κρασί, οξειδωμένο. Τελευταία όμως με έκπληξη ανακάλυψα ότι ήταν σαν αυτά που είναι σήμερα της μόδας σε όλο τον κόσμο, τα λεγόμενα πορτοκαλί κρασιά!
Μη φανταστείτε ότι η γιαγιά μου η Κωστάντω ήταν καμιά χαρούμενη χοντρούλα. Όχι. Μια αυστηρή, ψηλή και αδύνατη μαυροφορούσα ήταν (ενίοτε έσπαγε τη μαυρίλα με μπλε ή καφέ), που με τα χρόνια άρχισε να γέρνει προς τα εμπρός. Είχα βέβαια και μια γιαγιά χαρούμενη, κοντούλα και χοντρούλα. Τη γιαγιά Γιαννούλα. Εκείνη δεν μαγείρευε τόσο ωραία, είχε όμως άλλες χάρες. Σκάρωνε τα πιο ωραία παραμύθια του κόσμου.
Ξέφυγα όμως με τις αναμνήσεις. Για να ξαναγυρίσουμε στους κεφτέδες, η φράση-κλειδί συνεχίζεται και από τη μαμά μου, που εν τω μεταξύ έχει εμπεδώσει την ανάγκη της υγιεινής διατροφής και έχει καταργήσει τα τηγάνια. Φτιάχνει, λοιπόν, ακόμη και τα κεφτεδάκια της στον φούρνο και οφείλω να ομολογήσω ότι είναι εξαιρετικά. Τραγανά απ’ έξω και αφράτα μέσα. Δαγκώνεις και χαίρεσαι. Με ένα τέταρτο κιμά, ένα αυγό, 4-5 φρυγανιές και 3-4 πατάτες βγαίνουν 3 μερίδες. Είναι πάλι καιρός για οικονομία, σας θυμίζω.