Ακούστε. Είμαι παραδοσιακός τύπος. Μπορεί να μου αρέσει τρελά αυτή η μανιταρόσουπα, που οι φίλοι μου οι χορτοφάγοι ονομάζουν μαγειρίτσα (τους την φτιάχνω κιόλας) και να εκστασιάζομαι με κάθε μπουκιά της θεσπέσιας θαλασσινής παραλλαγής του Γκίκα Ξενάκη αλλά τη μαγειρίτσα της Ανάστασης τη θέλω κανονική, με τη συκωταριά της και με τα ωραία της.
Είναι το πρώτο πιάτο με κρέας που τρώγεται μετά τη νηστεία της Σαρακοστής, εκτός από εντόσθια, περιέχει συνήθως και μπόλικα χορταρικά, είναι μαλακτική για το στομάχι, σκοπός της είναι άλλωστε να το προετοιμάσει για τα πλούσια και βαριά εδέσματα, που πρόκειται να καταναλωθούν τις επόμενες ημέρες.
Στο πατρικό μου δεν φτιάχναμε ποτέ μαγειρίτσα. Δεν άρεσε στους γονείς μου, τα εντόσθια πείραζαν τον πατέρα μου και τον αδελφό μου οπότε μετά την Ανάσταση τρώγαμε μια απλή σούπα κεφαλάκι κι αν είμαστε καλεσμένοι σε άλλο σπίτι, πηγαίναμε με την κατσαρόλα μας.
Η γιαγιά μου η Κωστάντω, όμως, έκανε την πιο νόστιμη μαγειρίτσα του κόσμου (και το πιο νόστιμο γεμιστό κατσικάκι στο φούρνο ανήμερα του Πάσχα). Τη δική της συνταγή φτιάχνω από τότε που αυτονομήθηκα, ένα Πάσχα φοιτητικό στη Γερμανία.
Έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα ακριβώς τα βήματα. Μέχρι και κλαδάκια έκοψα από το παρτέρι για να γυρίσω τα έντερα, όπως έκανε εκείνη, για να τα καθαρίσει καλά. Δεν το κάνω πια, υπάρχει πιο απλός τρόπος για να τα καθαρίσω. Επίσης όσο μεγάλη ποσότητα κι αν κάνω, δεν μένει ποτέ. Την τρώμε σαν πρώτο πιάτο στο πασχαλινό τραπέζι. Οπότε μη διστάσετε να κάνετε περισσότερη.