Τελικά δεν το γλίτωσα· τον άρπαξα τον κορονοϊό κι ας είναι καλά η επιστήμη που μας έδωσε το κατάλληλο φάρμακο. Μπορεί να μου ανέβηκε ο πυρετός, να πονοκεφάλιασα επίσης δυο μέρες με σώμα ολόκληρο να πονάει σαν να με είχαν σπάσει στο ξύλο, αλλά η γεύση και η όσφρηση δεν πειράχτηκαν.
Ισα-ίσα· μπορεί για λίγες μέρες να μου κόπηκε εντελώς η όρεξη αλλά η επιθυμία για νοστιμιές μεγάλωσε. Από τα πρώτα πράγματα που λιμπίστηκα, τι νομίζετε ότι ήταν; Τα γιουβαρλάκια φίλες και φίλοι μου. Και επειδή χρόνο είχα να τα ονειρευτώ, έφτιαξα με το μυαλό μου τη συνταγή στην εντέλεια.
Μόλις μπόρεσα, λοιπόν, να βγω από το σπίτι, έτρεξα στον Κοτρώτσο που εκτρέφει δικά του μοσχάρια στο βουνό εδώ κοντά· μου έδωσε ωραίο κιμά και κάτι κόκκαλα άλλο πράμα για ζωμό, γυρνώντας πέρασα και από τη μανάβισσα για άνηθο και μαϊντανό, αλλά ξέχασα την τελευταία στιγμή να κόψω από τη γλάστρα φρέσκο δυόσμο· σας συνιστώ όμως να μην την πατήσετε όπως εγώ. Θυμηθείτε, τα πιο νόστιμα γιουβαρλάκια θέλουν και μπόλικο δυόσμο.
Πρώτα-πρώτα, έβαλα σε μια μεγάλη κατσαρόλα τα κόκκαλα με μπόλικο νερό να βράσουν (εξαντλητικά). Επίσης έβαλα σε ένα μπολ με νερό ένα φλιτζανάκι του καφέ ρύζι καρολίνα, αφού το ξέπλυνα καλά, και το άφησα να φουσκώσει.