Την εποχή που λέγαμε «βάζω ρίμελ*» και εννούσαμε μάσκαρα στις βλεφαρίδες, και «κάνω χούβερ**», δηλαδή σκουπίζω με την ηλεκτρική σκούπα, στο σπίτι μας συχνά τρώγαμε «κουάκερ***», δηλαδή ένα χυλό με νιφάδες βρώμης, γάλα αραιωμένο με νερό, και λίγο αλάτι που είναι τροφή μαλακτική για ευαίσθητα στομάχια. Το τρώγαμε τα βράδια και όχι για πρωινό, όπως συνηθίζουν οι Αμερικανοί, το κουάκερ, λοιπόν, δεν έλειπε ποτέ από το ντουλάπι μας.
Μια Κυριακή που δεν περίσσευε το ψωμί, η μαμά μου είχε τη φαεινή ιδέα αντ’ αυτού να βάλει στον κιμά για τα μπιφτέκια μερικές κουταλιές νιφάδες βρώμης. Έγιναν πιο τρυφερά και πιο αφράτα, οπότε η συνταγή καθιερώθηκε στην κουζίνα της. Έτσι έμαθα να τα φτιάχνω κι εγώ. Αργότερα τους πρόσθεσα λίγο ξύδι και τριμμένη ντομάτα, που τα κάνει ακόμα πιο μαλακά και νόστιμα.
Είναι το πιο εύκολο φαγητό που μπορείς να φτιάξεις. Ακολουθώντας μάλιστα το σύστημα της εργαζόμενης – νοικοκυράς – μητέρας, ζυμώνεις περισσότερα μπιφτέκια, τα βάζεις να παγώσουν σε ένα δίσκο σε απόσταση το ένα από το άλλο, για να μη κολλήσουν μεταξύ τους, και τα ρίχνεις πάλι στην κατάψυξη, σε σακούλι τροφίμων. Βγάζεις όσα σου χρειάζονται κάθε φορά και τα ψήνεις, όπως είναι κατεψυγμένα, στο φούρνο ή στην ψηστιέρα. Γίνονται μια χαρά.
Υπάρχει καλύτερο φαγητό από μπιφτέκια και μια μεγάλη σαλάτα από δίπλα; Εντάξει, θέλεις και φέτα και πατάτες τηγανητές. Αλλά αυτό το τελευταίο είναι αμαρτία, οπότε καλύτερα να αποφεύγεται. Εν ανάγκη κάντες ψητές μαζί με τα μπιφτέκια. Τότε πρέπει να ρίξεις στο ταψί λίγο νερό και χυμό λεμονιού.
Δείτε ολόκληρο το κείμενο και τη συνταγή εδώ