Χας Χάλπερ, ο ρομαντικός μποέμ της Νέας Υόρκης που είχε τραγικό τέλος | Instagram
Επικαιρότητα

Ζωγράφιζε καρδιές, πήδηξε από τη γέφυρα του Μπρούκλιν

Η ρομαντική ιστορία ενός νεοϋορκέζου μποέμ «καλλιτέχνη του δρόμου» είχε τραγικό φινάλε
Protagon Team

Ολες οι μεγαλουπόλεις της Γης έχουν τους μποέμ τους, όσο μακριά και αν βρίσκονται αυτές από το Παρίσι, όσο και αν εκείνοι δεν σκαμπάζουν γρυ γαλλικά. Είναι μάλλον υπερευαίσθητοι άνθρωποι, με καλλιτεχνικές τάσεις, εύθραυστοι περισσότερο παρά επικίνδυνοι για τους άλλους, τους πολλούς, τους συνηθισμένους. Αν η κατά τόπους δημοκρατία τηρεί τα στοιχειώδη όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα, οι μποέμ δεν κινδυνεύουν από τη νόμιμη βία – η παράνομη, βέβαια, είναι άλλη υπόθεση όπως θα δείξει και η ιστορία μας.

Οπωσδήποτε τέτοιοι τύποι δεν αντέχουν τον ρυθμό της αστικής ζωής, κουτσοβολεύονται όμως στο περιθώριο που η ίδια η απρόσωπη και θορυβώδης κοσμοπλημμύρα αφήνει στον οιονδήποτε για να κοντοσταθεί, να αποτραβηχτεί και ίσως να βρει τον τρόπο να χαλαρώσει. Αυτές τις στιγμές της ρωγμής οι μποέμ τις κάνουν παγωμένο χρόνο, τις μετατρέπουν σε ολόκληρο βίο, έτσι νιώθουν συγχρόνως και αποσυνάγωγοι και βασιλιάδες.

Με αυτό το δώρο που χαρίζει στον εκκεντρικό άνθρωπο μόνο η αστικοποίηση έπαιξε και ο νεοϋορκέζος ζωγράφος και «καλλιτέχνης του δρόμου» Χας Χάλπερ. Το 2014 μάλιστα βρήκε τον τρόπο να ανταποδώσει στην τεράστια πόλη και στην ανθρωπομάζα της τη χάρη που του έκαναν: άρχισε να σχεδιάζει με κιμωλία καρδιές εδώ και εκεί στα πεζοδρόμια του Μανχάταν.

Για αυτές τις καρδιές του επί των πεζοδρομίων, τις προορισμένες να σβήσουν από τις αδιάφορες σόλες και τα βρομόνερα, ο Χάλπερ υπερηφανευόταν, έλεγε ότι είναι μαγικές, επειδή «όταν έχεις τις μαύρες σου, τις κοιτάς και σου φτιάχνουν το κέφι», αλλά και επειδή «όταν είσαι στα επάνω σου, τις κοιτάς και σε κάνουν να νιώθεις ακόμη καλύτερα, υπέροχα». Αυτά είναι ακριβώς τα λόγια του καλλιτέχνη, μπορεί αφελή, μπορεί και φιλοσοφημένα, όπως τα μετέφεραν στο ρεπορτάζ τους για τον συγκεκριμένο ζωγράφο οι New York Times.

Με όλα αυτά τα ρομαντικά κατά βάση, ο Χάλπερ έγινε αγαπητό πρόσωπο σε μερικές γειτονιές όπως το Σόχο και το Ιστ Βίλατζ. Οι κάτοικοι και οι διαβάτες εκτίμησαν τις καρδιές του, την αντισυμβατικότητά του. Περισσότερο και από αυτόν τον ίδιο κιόλας. Διότι μία ημέρα που η δική του καρδιά συννέφιασε παρά τη θερινή αιθρία, στις 11 Ιουνίου για την ακρίβεια, ο Χάλπερ έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε από τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Ηταν, βέβαια, σάλτο μορτάλε. Δεν πρόλαβε να γίνει καν 42 χρόνων.

Η ιστορία του, όπως είναι λογικό, συγκίνησε. Ας πούμε ότι οι άλλοι, οι πολλοί, οι συνηθισμένοι Νεοϋορκέζοι κοντοστάθηκαν και αυτοί για λίγο και χαλάρωσαν προτού ξαναμπούν με φόρα στον ντορό. Και γυρνώντας με ανακούφιση στο μαγγανοπήγαδο της ζωής τους όλοι τους θα σκέφτηκαν ότι αποκλείεται να έχουν το τέλος του Χάλπερ.

Τα στοιχεία που έφεραν οι ΝΥΤ στο φως δείχνουν ότι ο Χάλπερ ετοίμαζε μία ατομική έκθεση έργων του σε στεγασμένο χώρο αλλά στάθηκε άτυχος. Οι πίνακές του καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια μίας επίθεσης που δέχθηκε από έναν κακοποιό μέσα στο διαμέρισμά του στο Λόουερ Ιστ Σάιντ. Αυτό το συμβάν τού στοίχισε πολύ, και δύο ημέρες μετά εθεάθη να τριγυρίζει ανυπόδητος στο Σόχο, μάλιστα χωρίς να ζωγραφίζει πια καρδιές στα πεζοδρόμια.

Στη ζωή του ο Χάλπερ εργάστηκε με τον συνηθισμένο τρόπο, των πολλών, ελάχιστον καιρό, κατά διαστήματα, χωρίς να μένει πολύ στην ίδια δουλειά. Πού και πού ζούσε στον δρόμο σαν άστεγος ή κοιμόταν σε παγκάκια και σε καναπέδες γνωστών του. Οι δικοί του άνθρωποι, η οικογένειά του, τον τελευταίο χρόνο είχαν πληρώσει για λογαριασμό του το ενοίκιο του διαμερίσματός του. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια και στη Νέα Υόρκη είχε πάει κάποτε για να σπουδάσει σε εβραϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα.