H υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη είναι αντικειμενικά η πιο σοβαρή (πολιτική) κρίση που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης — για όλους τους σχεδόν αυτονόητους λόγους. Οχι μόνο γιατί δεν είναι εισαγόμενη, αλλά και γιατί αφορά τη σχέση της κυβέρνησης και του ιδίου με το κεντρώο ακροατήριο το οποίο διαμορφώνει τις ισορροπίες σε κάθε εκλογική αναμέτρηση —εκείνο το μέρος δηλαδή του εκλογικού σώματος που στήριξε τον κ. Μητσοτάκη και έφερε το κόμμα του κοντά στο 40% στις εκλογές του 2019, συμπεριλαμβανομένων όσων ψήφισαν για πρώτη φορά τη Νέα Δημοκρατία και «Δεξιά».
Για την ουσία της υπόθεσης, σε αντίθεση με τις εικασίες, τις διαρροές και τις φήμες (όπως τα περί Κινέζων, Ουκρανών, Αρμενίων και άλλων τέτοιων γραφικών ή και όχι) που κυκλοφόρησαν το Σαββατοκύριακο για τους λόγους της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ από την ΕΥΠ (και προκάλεσαν και ανταλλαγή «πυρών» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση), κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν αρχικά ότι βάσει του νόμου δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθούν –και ως εκ τούτου δεν θα αποκαλυφθούν– δημόσια όλες οι λεπτομέρειες της υπόθεσης.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι αποτελεί απόφαση της κυβέρνησης πως ο μόνος δρόμος μετά από αυτό το μείζον γεγονός είναι η θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος, η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης (για όσο καιρό χρειαστεί) και παράλληλα βέβαια η πλήρης ενημέρωση του κ. Ανδρουλάκη από τα αρμόδια θεσμικά όργανα.
Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται και η άμεση αποδοχή της πρότασης για Εξεταστική στη Βουλή. Και πάλι ωστόσο το θέμα απαιτεί ειδικό χειρισμό. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στη δήλωσή του τη Δευτέρα προειδοποίησε ότι μια Εξεταστική θα πρέπει να λειτουργήσει «υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει. Γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση. Ούτε, πολύ περισσότερο, να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της εθνικής συμβολής της ΕΥΠ και υπονόμευσης πτυχών της εθνικής ασφάλειας», προσέθεσε χαρακτηριστικά. Θα ειπωθούν δηλαδή πράγματα, αλλά κάποια δεν θα τα μάθουμε. Πάντως, η κυβέρνηση συναίνεσε και στο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ προς τον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα να ανοίξει η Ολομέλεια νωρίτερα για να συζητηθεί η υπόθεση –τώρα ο «καβγάς» είναι ότι η Κουμουνδούρου ζήτησε να ανοίξει η Βουλή «άμεσα», ενώ αυτή θα ανοίξει στις 22 Αυγούστου.
Πότε το έμαθαν;
Σε ό,τι αφορά τον χρόνο που ενημερώθηκαν τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, για την επιχείρηση παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, από το Μέγαρο Μαξίμου υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε ενημέρωση. Αν υπήρχε δεν θα είχε δοθεί ποτέ έγκριση για κάτι τέτοιο, όπως εξάλλου ανέφερε και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης στη δήλωσή του –«αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!»
Η παρακολούθηση, όπως ανέφεραν αρμόδιες πηγές, έγινε γνωστή μόλις την περασμένη Πέμπτη, μολονότι οι καταγγελίες και οι αναφορές κυκλοφορούσαν μέρες πριν. Ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε άμεσα και έλαβε την παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντος, ο οποίος κατά τα φαινόμενα δεν είχε ενημερώσει κανέναν από τους πολιτικούς του προϊστάμενους, μολονότι η παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή είναι ένα θέμα που θα έπρεπε να το γνωρίζουν.
Στη συνέχεια, ο κ. Δημητριάδης υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους πολιτικής ευθιξίας (ανέλαβε την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» όπως ανέφερε στη δήλωσή του ο Πρωθυπουργός) με δεδομένο ότι η ΕΥΠ υπάγεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ο ίδιος ήταν ο γενικός γραμματέας. Η «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» πάντως είναι μια κάπως διαφορετική εκδοχή από την «τοξικότητα» που ήταν η πρώτη εξήγηση των κυβερνητικών πηγών λίγες ώρες μετά την παραίτηση την περασμένη Παρασκευή.
Τι ισχύει με το Predator;
Στο ερώτημα που διατυπώνεται για τον αν η παρακολούθηση από την ΕΥΠ συνδέεται με την απόπειρα παρακολούθησης μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator, την οποία αρχικά κατήγγειλε ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης η κυβέρνηση ξεκαθάρισε δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, παραπέμποντας στη σχετική έκθεση της ΑΔΑΕ (που τελικά ανακάλυψε και την παρακολούθηση της ΕΥΠ την περασμένη εβδομάδα). Προσέθεσαν δε από την κυβέρνηση, μέσω πηγών, ότι το ποιος επιχείρησε να παρακολουθήσει τον κ. Ανδρουλάκη (μέσω Predator) παραμένει αναπάντητο και πρέπει να απαντηθεί.
Για τις λεγόμενες «νόμιμες επισυνδέσεις», που είναι ό νέος όρος που μπήκε στη ζωή μας, και αφορά τις παρακολουθήσεις που κάνει η ΕΥΠ με άδεια εισαγγελέα μέσω των παρόχων κινητής τηλεφωνίας, από την κυβέρνηση επέμειναν ότι αυτό συμβαίνει στη χώρα μας επί όλων των κυβερνήσεων για τους γνωστούς λόγους που άπτονται ζητημάτων εθνικής ασφάλειας. Υπενθύμισαν επ’ αυτού όσα προβλέπονται σε νόμο του 2008 καθώς και ότι με νέα διάταξη του 2018, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ορίστηκε ότι αρκεί για μια «επισύνδεση» η έγκριση του εισαγγελικού λειτουργού που είναι αποσπασμένος στην ΕΥΠ και καταργήθηκε η ανάγκη να υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών.
Οι «αυστηρότερες δικλίδες» που θα περιληφθούν στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που προανήγγειλε ο Πρωθυπουργός, θα περιλαμβάνουν σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές και την κατάργηση της διάταξης του 2018 που ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και περιόριζε την έγκριση της άρσης απορρήτου μόνο στην απόφαση του εισαγγελικού λειτουργού που είναι αποσπασμένος στην ΕΥΠ. Θα επανέλθει έτσι η δικλείδα ασφαλείας να υπάρχει σύμφωνη γνώμη και από εισαγγελέα εφετών.
Γιατί η ΕΥΠ υπό τον Πρωθυπουργό;
Το ερώτημα που ετέθη από την αρχή –και επανήλθε μετ’ επιτάσεως μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ– αφορά το γιατί η κυβέρνηση υπήγαγε την ΕΥΠ στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, γίνεται πιο δύσκολη για την κυβέρνηση. Διότι το αρχικό σκεπτικό που προέβλεπε την υπαγωγή της ΕΥΠ στο Γραφείο του Πρωθυπουργού σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του ΚΥΣΕΑ και τη δημιουργία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας υπό τον Πρωθυπουργό, μπορεί να απέδωσε αποτελέσματα στην περίπτωση πχ. της υβριδικής επίθεσης Ερντογάν στον Εβρο το 2020, αλλά είναι αυτή που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση στην παρούσα πολιτική κρίση.
Στο σύγχρονο περιβάλλον των πολλαπλών προκλήσεων, αυτό που υποστηρίζουν στην κυβέρνηση είναι ότι η εθνική ασφάλεια δεν αφορά μόνο ένα υπουργείο, όπως πχ. το Δημόσιας Τάξης στο παρελθόν, καθώς πέρα από την εσωτερική ασφάλεια, οι υπηρεσίες ασφαλείας στα σύγχρονα κράτη στηρίζουν με τη δράση τους τους τομείς της κυβερνοασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής (όπως πχ. φάνηκε στον Εβρο).
Υπενθυμίζουν ως προς αυτό ότι η ΕΥΠ υπαγόταν και στο παρελθόν στον Πρωθυπουργό, την περίοδο από το 1985 ως το 1992, προσθέτοντας ότι από το 2015 το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η ΕΛΑΣ έχουν τη δική τους υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικής ασφάλειας που ονομάζεται ΔΙΔΑΠ (Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών). Παράλληλα σημειώνουν ότι σε πολλές χώρες της Δύσης, όπως πχ. στη Γερμανία (γραφείο Καγκελαρίου) και στην Πορτογαλία συμβαίνει το ίδιο, ενώ στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, ο Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός αντίστοιχα έχουν την ευθύνη για τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Σε ό,τι αφορά την ίδια την ΕΥΠ, η κυβέρνηση εμφανίζεται ανοιχτή σε προτάσεις για την περαιτέρω θεσμική της θωράκιση, προαναγγέλλοντας το άνοιγμα μιας ευρύτερης διαδικασίας -παράλληλα με τη διερεύνηση της υπόθεσης- υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια στην αναγκαία επιχειρησιακή της λειτουργία.
Πέραν της προσθήκης του εισαγγελέα εφετών στη διαδικασία άρσης απορρήτου από την ΕΥΠ, η κυβέρνηση, όπως ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, προτείνει τέσσερα πεδία αλλαγών. Σε αυτά περιλαμβάνονται η «θωράκιση του πλαισίου νομίμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα», η «ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας», η «αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ» και, τέλος, οι «αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της».
Μένει να φανεί το αμέσως επόμενο διάστημα ποια θα είναι η συγκεκριμένη μορφή που θα λάβουν αυτές οι εξαγγελίες και -παράλληλα- αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης (κυρίως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ) θα θελήσουν να καταθέσουν προτάσεις που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στις αλλαγές που προανήγγειλε η κυβέρνηση ή αντίθετα θα επιλέξουν να σταθούν απέναντι με δεδομένο το κλίμα δυσπιστίας που υπάρχει αυτή τη στιγμή.