Ήταν τεράστια και υπέροχα, τα πιο μεγάλα πλεούμενα που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος, μέχρι που εμφανίστηκαν τα ακόμη μεγαλύτερα τάνκερ και τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Τα πρώτα υπερωκεάνια άρχισαν να διαπλέουν τον Ατλαντικό περίπου το 1840 και η ιστορία τους συνδέθηκε κυρίως με τη μεταφορά των μεταναστών από τις ευρωπαϊκές ακτές στην Αμερική, συμβάλλοντας και αυτά με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Και άκμασαν κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου, οπότε τα αεροπλάνα άρχισαν να αναλαμβάνουν τις μαζικές μεταφορές επιβατών πολύ πιο γρήγορα.
«Χρειάζεται χρόνος για να ανακαλύψουμε τι θα χάσουμε ή ότι θα μετανιώσουμε για κάτι που δεν είδαμε ποτέ», γράφει σοφά ο συντάκτης του Guardian , αλλά μερικά πράγματα που αγαπήθηκαν για τη γοητεία τους όσο ζούσαν, σε προκαλούν να το προσέξεις αυτό νωρίτερα. Ανάμεσά τους τα τρένα με τις ατμομηχανές, τα ιστιοφόρα και οπωσδήποτε τα υπερωκεάνια, τα οποία δοξάζει φέτος μία υπέροχη έκθεση που μόλις εγκαινιάστηκε στο μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου.
Η «Ocean Liners: Speed and Style» οργανώθηκε χάρη στη συνεργασία του V & A, του μουσείου Peabody Essex στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης και του νέου μουσείου ντιζάιν V&A Dundee στο Νταντί της Σκωτίας, το πρώτο V & A που θα ανοίξει εκτός Λονδίνου φέτος και θα εγκαινιαστεί με την έκθεση για τα υπερωκεάνια στις 15 Σεπτεμβρίου 2018.
Είναι η πρώτη διεθνής έκθεση αφιερωμένη στα ποντοπόρα πλοία. Μάλιστα, το γεγονός ότι καθυστέρησε τόσο πολύ να γίνει αποτελεί πραγματικά έκπληξη, δεδομένου ότι οι ναυτικές καταστροφές, οι ρομαντικές ιστορίες του καταστρώματος και η λαμπερή τέχνη των πόστερ των ναυτιλιακών εταιρειών είναι μέρος της λαϊκής κουλτούρας εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Η λέξη «στυλ» στον τίτλο της έκθεσης υποδηλώνει την art deco εσωτερική διακόσμηση και την κομψότητα των υπερωκεανίων στην ακμή τους τη δεκαετία του 1930, όταν βρετανικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά πλοία αντίπαλων ναυτιλιακών εταιρειών όργωναν τον Ατλαντικό με μέσες ταχύτητες μέχρι 31 κόμβους (36mph) μεταφέροντας στην πρώτη θέση τους διάσημους ηθοποιούς, μοιραίες γυναίκες, σελέμπριτι της εποχής και εκατομμυριούχους.
Η έκθεση δίνει έμφαση σε αυτή την περίοδο με κλιπ ταινιών, διαφημιστικό υλικό, πολύτιμα σερβίτσια, φορέματα υψηλής ραπτικής και θραύσματα διακοσμήσεων του πλοίου που έχουν σωθεί, αποδεικνύοντας ότι για κάποιους η ζωή στο πλοίο ήταν αξιολάτρευτη. Τι θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι άραγε πιο συναρπαστικό για ένα παιδί, από ένα πηδάλιο όσο το μπόι του, και τα αντίγραφα του μηχανοστασίου και του ασυρμάτου από τικ και ορείχαλκο που είχε εγκαταστήσει το «Υ/Κ Canberra» στον παιδικό σταθμό της πρώτης θέσης;
Και τι πιο δελεαστικό για τους γονείς του, από ένα πλούσιο μενού σε μια πολυτελή τραπεζαρία και την ευκαιρία να προσποιηθούν για λίγες ημέρες ή εβδομάδες ότι γεννήθηκαν πιο πλούσιοι από όσο ήταν πραγματικά, αποκομμένοι από την πραγματικότητα της στεριάς και τους ανθρώπους που τους γνώριζαν καλά; «Αυτή είναι ζωή!» φαντάζεται κανείς να λέει ο ένας επιβάτης στον άλλο την ώρα που απολαμβάνουν το κοκτέιλ τους και ενώ το Σαουθάμπτον, η Νέα Υόρκη ή το Κέιπ Τάουν, είναι ακόμη μέρες μακριά. Ωστόσο, η έκθεση εξετάζει προσεκτικά την τεχνολογία που το έκανε όλο αυτό εφικτό και τους μετανάστες στο Nέο Kόσμο (1,4 εκατ. Ευρωπαίοι έφυγαν για τη Βόρεια Αμερική το 1913), στους οποίους βασίστηκαν τα κέρδη των εταιρειών.
Πακτωμένοι στις φτηνές καμπίνες τους, ελάχιστοι από αυτούς θα μπορούσαν να βρουν την εμπειρία ελκυστική. Και όμως, πέρα από τις οροφές με τα βιτρό, τις βιβλιοθήκες και τα κουαρτέτα εγχόρδων στα ανώτερα καταστρώματα, τα πλοία, με τα οποία ταξίδευαν οι μετανάστες ήταν πολύ όμορφα, κατασκευασμένα έτσι ώστε να ταξιδεύουν γρήγορα ακόμα και σε δύσκολες θάλασσες. Δύο εκθέματα, πραγματικά καθηλωτικά, το τονίζουν ιδιαίτερα αυτό .
Ένα πιστό αντίγραφο του «Υ/Κ Βασίλισσα Ελισάβετ», μήκους 6,5 μ, αποκαλύπτει πόσο υπερήφανοι ήταν οι πλοιοκτήτες για τις γραμμές του πλοίου τους: το μοντέλο, που δημιουργήθηκε το 1940 και τοποθετήθηκε στα γραφεία της εταιρείας «Cunard’s Broadway», ήταν όπως έλεγαν το μεγαλύτερο, όπως και η πλήρης έκδοσή του. Η «Βασίλισσα Ελισάβετ» ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που κατασκευάστηκε ποτέ. Σε ένα άλλο σημείο της έκθεσης, ένας ολόκληρος τοίχος είναι αφιερωμένος σε μια κυματιστή μπλε θάλασσα, την οποία διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις μια σειρά από ψηφιακά υπερωκεάνια που βγάζουν καπνό από τα φουγάρα τους.
Η «γαλάζια κορδέλα» (blue ribbon), που δινόταν στο πιο γρήγορο ocean liner, ήταν ο στόχος των ναυπηγείων όταν κατασκεύαζαν ένα καινούργιο υπερωκεάνιο, αφού η ταχύτητα και κατ’ επέκταση η μείωση της διάρκειας του υπερατλαντικού ταξιδιού ήταν το ζητούμενο των επιβατών, ειδικά αυτών της 2ης και της 3ης θέσης που δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στη «Γη της Επαγγελίας».
Έτσι λοιπόν μέσα σε έναν αιώνα, από τις 25 ημέρες που διαρκούσε ο διάπλους του Ατλαντικού με τροχήλατο ιστιοφόρο το 1833, έφτασε τις 3 ημέρες και 22 ώρες το 1937. Πρωταθλητής της προσπάθειας υπήρξε το «Υ/Κ Μαυριτανία», που κράτησε την γαλάζια κορδέλα επί 23 ολόκληρα χρόνια (1910-1933).
Ας θυμηθούμε, τέλος, ότι εκτός από τις μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, υπερωκεάνια και άλλων χωρών, ανάμεσά τους και ελληνικά, έκαναν υπερπόντια ταξίδια, κυρίως με την γραμμή του Βόρειου Ατλαντικού, που εγκαινιάστηκε το 1907 και τη γραμμή της Αυστραλίας από το 1947, οι οποίες και οι δύο σταμάτησαν οριστικά το 1977.