«Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, αγαπητή αναγνώστρια, αγαπητέ αναγνώστη, είναι ιερό. Ιερό καθίσταται αυτό που πληρώνεις με τη ζωή σου. Ιερό όπως οι επιλογές που φέρουν την ισχύ του αμετάκλητου, την ένταση της εμμονής, τη θαλπωρή της αγάπης, τον πυρετό της ανησυχίας, την ελπίδα της ποίησης. Η Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια είχε ξεκινήσει να συνθέτει αυτό το βιβλίο για να δώσει στη δουλειά της μια φυσιογνωμία οργανική και συνεκτική, αλλά τη δολοφόνησαν προτού μπορέσει να το ολοκληρώσει. Ηταν αρκετό ένα sms το οποίο ενδεχομένως να απεστάλη από μια βάρκα κοντά στην ακτή προς την κάρτα sim που ήταν συνδεδεμένη στον εκρηκτικό μηχανισμό που είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητο της Ντάφνι (…) Και το TNT απέδειξε την αξιοπιστία του. Σταμάτησε την Ντάφνι. Την κατακρεούργησε».
Αυτά σημειώνει ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, στον πρόλογο του βιβλίου της Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια, της 53χρονης δημοσιογράφου και μπλόγκερ από την Μάλτα που είχε φέρει στο φως σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς και δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι της πριν από δύο χρόνια ακριβώς, την 16η Οκτωβρίου 2017.
Πρόσφατα ο 40χρονος ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο οποίος από το 2006 ζει υπό αστυνομική προστασία λόγω όσων έχει αποκαλύψει για τη δράση της Καμόρα, ανέλαβε τον σχεδιασμό και τη διεύθυνση μιας νέας εκδοτικής σειράς του ιταλικού εκδοτικού οίκου Bompiani με στόχο να ακουστούν οι φωνές των ανθρώπων των οποίων κινδυνεύει η ζωή μόνο και μόνο επειδή λένε την αλήθεια, αλλά και των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο όνομα της ελευθερίας.
Το «Πες την αλήθεια ακόμα και εάν τρέμει η φωνή σου» της Γκαλίζια είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Le munizioni» («Τα πυρομαχικά») και ο Σαβιάνο ευελπιστεί να το διαβάσουν πρωτίστως όλες οι γυναίκες του κόσμου. «Γιατί η Ντάφνι υπήρξε ολοκληρωτικά γυναίκα, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται κάθε φορά που ασχολούμαι με τη ζωή της» σημειώνει στον πρόλογό του, αποσπάσματα του οποίου αναδημοσιεύτηκαν στη La Repubblica.
Υπήρξε ολοκληρωτικά γυναίκα γιατί κατάφερε να συμβιβάσει «την προστασία των παιδιών της και το θάρρος να τολμά ασταμάτητα». Γιατί «είδε την οικογενειακή ισορροπία να καταρρέει, ανακτώντας την πολλές φορές στη διάσταση του παραλόγου». Γιατί «αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις που την ήθελαν μια ακίνδυνη συντάκτρια άρθρων κοινωνικού περιεχομένου». Γιατί «υπερασπίστηκε ακόμα και το πάθος της για τους κήπους, τα λουλούδια και τους βολβούς, για τα λιπάσματα και τους φράχτες, πράγματα για τα οποία έγραφε και από τα οποία αντλούσε πόρους, χρηματικούς και πνευματικούς, για να συνεχίσει τις έρευνές της».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Γόμορρα», «πολλές γυναίκες έχουν την ικανότητα να μεταφράζουν τη συνήθεια του να υπόκεινται σε προκαταλήψεις και να αντιμετωπίζονται με δυσπιστία όχι σε μια αίσθηση ήττας και μνησικακίας αλλά σε έμπνευση για αλλαγή». Και η Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια ήταν σίγουρα μια τέτοια γυναίκα, μια γυναίκα που έχοντας ως όπλο μόνο το στυλό της τόλμησε να μιλήσει για το «σάπιο αίμα της οικονομίας» και να αντιμετωπίσει την «πιο βαθιά δίνη του ωκεανού στον οποίο εισέρχεται χρήμα βρώμικο, βρώμικο και πάλι βρώμικο από όλον τον κόσμο. Με τη δύναμη των επιθέτων, τις ρίψεις των ουσιαστικών, την αρμονία των ιδιωματισμών, χρησιμοποιώντας όλα τα πυρομαχικά του αλφάβητου» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σαβιάνο.
Κατά τη διάρκεια της μαχητικής καριέρας της η Γκαλίζια ερεύνησε εκτενώς και κατήγγειλε φαινόμενα διαφθοράς, νεποτισμού και ευνοιοκρατίας στα κυβερνητικά κλιμάκια της πατρίδας της, τους δεσμούς της μαλτέζικης διαδικτυακής βιομηχανίας του τζόγου με το οργανωμένο έγκλημα, το σύστημα παροχής ιθαγένειας μέσω επενδύσεων στη Μάλτα. Και τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ερευνώντας τα διαβόητα Panama Papers άρχισε να γράφει για ένα διεθνές κύκλωμα ξεπλύματος μαύρου χρήματος, κάνοντας λόγο ακόμα και για εμπλοκή της συζύγου του πρωθυπουργού της χώρας Τζόζεφ Μουσκάτ.
«Η Ντάφνι υποπτευόταν πως το μέτρο της πώλησης της μαλτέζικης ιθαγένειας που θέσπισε η κυβέρνηση Μουσκάτ θα μπορούσε να διευκολύνει αυτό το διεθνές δίκτυο ξεπλύματος χρήματος. Γιατί, όντως, ξεκινώντας από το 2014, χιλιάδες αλλοδαποί (μεταξύ των οποίων ρώσοι μεγιστάνες που πρόσκεινται στον Πούτιν) πήραν τη μαλτέζικη υπηκοότητα, χάρη σε ένα πρόγραμμα που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Εργατικών και προβλέπει τη χορήγηση της ιθαγένειας έναντι ενός εκατομμυρίου ευρώ» σημειώνει ο Σαβιάνο.
Και μας προτρέπει να φανταστούμε «μια γυναίκα μόνη της μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή της, με τις ατζέντες της γεμάτες σημειώσεις, στο χαράκωμά της. Γράφει τα άρθρα της και ως αντάλλαγμα κατηγορείται ότι δεν προασπίζεται την ομορφιά της Μάλτας, ότι παρουσιάζει μια στρεβλή εικόνα, ότι βλάπτει τον τουρισμό. Η Ντάφνι δέχεται απειλές, της καίνε την πόρτα του σπιτιού της, σφάζουν τα σκυλιά της και μετά έρχονται με μια πληθώρα αγωγών ούτως ώστε να της στερήσουν χρόνο και χρήματα, ούτως ώστε να την εκφοβίσουν».
Τα άρθρα της Ντάφνι, ωστόσο, ήταν τόσο αιχμηρά που ανάγκασαν τελικά τον μαλτέζο πρωθυπουργό να παραιτηθεί, παρότι αρνιόταν πεισματικά τις όποιες κατηγορίες. Τον Ιούνιο του 2017 διεξήχθησαν πρόωρες εκλογές στη χώρα τις οποίες κέρδισε εκ νέου ο Τζόζεφ Μουσκάτ. Η Ντάφνι συνέχισε, φυσικά, να ερευνά και να αρθρογραφεί έως την τελευταία ημέρα της ζωής της. Και την 16η Οκτωβρίου του 2017 ολοκλήρωσε το τελευταίο κείμενό της προειδοποιώντας πως «υπάρχουν διεφθαρμένοι πλέον οπουδήποτε και αν κοιτάξει κανείς. Η κατάσταση είναι απελπιστική».
Αφότου το ανάρτησε στο προσωπικό της μπλογκ μετέβη σε μια τράπεζα ώστε να πληροφορηθεί γιατί είχαν δεσμευτεί οι λογαριασμοί της. Λίγο μετά επέστρεψε στο γραφείο της για να πάρει το μπλοκ επιταγών του συζύγου της. Εφυγε σχεδόν αμέσως και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό της. Εβαλε μπρος και αναχώρησε. Προτού σημειωθεί η έκρηξη είχε προλάβει να διανύσει μόλις μερικά μέτρα.
Ο μεγαλύτερος γιος της Ντάφνι, ο Μάθιου, άκουσε τον εκκωφαντικό κρότο και έτρεξε προς το σύννεφο καπνού που είχε σηκωθεί στον αέρα ελπίζοντας να μην αντικρίσει το αυτοκίνητο της μητέρας του, ένα γκρι Peugeot με το οποίο την προηγούμενη ημέρα είχε πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Οταν έφτασε στη σημείο της έκρηξης είδε να καίγεται ένα αυτοκίνητο μάρκας Peugeot αλλά χρώματος λευκού. Δεν είχε αντιληφθεί, ωστόσο, ότι οι φλόγες είχαν αλλοιώσει το χρώμα του. Οταν, όμως, διέκρινε τα γράμματα και τους αριθμούς στην πινακίδα κυκλοφορίας, συνειδητοποίησε πως η μητέρα του ήταν νεκρή, πως την είχαν δολοφονήσει.
Εναν μήνα μετά τον θάνατο της Γκαλίζια συνελήφθησαν τρεις άνδρες ως πρακτικοί αυτουργοί της δολοφονίας και εξακολουθούν να κρατούνται, αναμένοντας να δικαστούν. Κανένας, ωστόσο, δεν γνωρίζει ακόμα ποιος έδωσε την εντολή για την εν ψυχρώ δολοφονία της ατρόμητης δημοσιογράφου η οποία πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή το πάθος της για την αλήθεια.
«Εάν κρατάς στα χέρια σου αυτό το βιβλίο, σημαίνει ότι (…) το TNT δεν ήταν τόσο αξιόπιστο όσοι ήλπιζαν οι δολοφόνοι, γιατί κατακρεουργώντας το σώμα της Ντάφνι απελευθέρωσαν το πνεύμα της. Στην ανάσα που παίρνεις καθώς διαβάζεις αυτές τις σελίδες, μια ανάσα που την αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα, εμπεριέχεται η νίκη της Ντάφνι: τα λόγια της λαμβάνουν το οξυγόνο σου, βγαίνουν από τις φλόγες και πορεύονται εκ νέου ελεύθερα» καταλήγει ο Σαβιάνο.