Η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί από το Προεδρικό μέγαρο | REUTERS/Axel Schmidt
Επικαιρότητα

Σιωπή μετά το ραντεβού των Μέρκελ – Ζέεχοφερ με τον Σουλτς

Χωρίς δηλώσεις, σε μια απόδειξη ότι έχουμε πολύ χρόνο ακόμη, ολοκληρώθηκε ο πρώτος γύρος συνομιλιών μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών - Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών
Protagon Team

Μετά από δύο και πλέον ώρες, η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες  και τους Σοσιαλδημοκράτες για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης συνασπισμού, ολοκληρώθηκε χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και χωρίς δηλώσεις.

Τη συνάντηση συγκάλεσε ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ και συμμετείχαν η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, ο Χορστ Ζεεχόφερ, επικεφαλής του CSU, και ο Μάρτιν Σουλτς.

Για «άγνωστο αποτέλεσμα» κάνει λόγο η εφημερίδα Bild, ενώ για «ασαφή έκβαση, καθώς οι συμμετέχοντες συμφώνησαν σε εμπιστευτικότητα» μιλά το περιοδικό Der Spiegel.

Σήμερα Παρασκευή θα ακολουθήσουν διαβουλεύσεις με τα ηγετικά στελέχη των κομμάτων.

Η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης θα πάρει αρκετό χρόνο, εκτιμούν γερμανοί αναλυτές, θέση που συμμερίζονται και στα κόμματα που θα την συναποτελέσουν – αν, φυσικά, ευοδωθούν οι συνομιλίες.

Oπως επισημάνθηκε στο ZDF, ο Στάινμαγερ δεν θα θέσει κάποια προθεσμία στους τρεις αρχηγούς, ωστόσο εάν η πρώτη συνάντηση αποτύγχανε, δεν θα όριζε νέα συνάντηση.

Ο Μάρτιν Σουλτς αποχωρεί και αυτός από το προεδρικό μέγαρο (REUTERS/Axel Schmidt)

Νωρίτερα την Πέμπτη, ο υπουργός Εξωτερικών και πρώην αρχηγός του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δήλωσε στη ZDF ότι το κόμμα του δεν βρίσκεται υπό πίεση χρόνου. «Κανείς δεν μπορεί να νομίζει ότι θα προχωρήσει γρήγορα. Και κανείς δεν μπορεί να περιμένει από το SPD, μετά την αποτυχία της Τζαμάικα να πει “υπέροχα, συνεχίζουμε”, μόνο για να διατηρήσει μια-δυο θέσεις στην κυβέρνηση», είπε.

Υπάρχουν πάντως και οι δεύτερες σκέψεις. Την Πέμπτη το Οικονομικό Συμβούλιο του CDU ζήτησε από την ηγεσία του κόμματος να εξετάσει την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας υπό την Ανγγελα Μέρκελ και να εγκαταλείψει τα σχέδια για «Μεγάλο Συνασπισμό», με το επιχείρημα ότι το SPD, προκειμένου να συμμετάσχει, θα επιβάλει πολύ υψηλά ανταλλάγματα στην κοινωνική πολιτική.