«Το δίλημμα δεν είναι Δημοκρατία ή αστυνομοκρατία» στα ΑΕΙ υπογράμμισε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, στην παρέμβασή του κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, πλέον όμως, παρατήρησε χαρακτηριστικά, το «ως εδώ είναι κοινή και ομόθυμη κατακραυγή».
«Είναι ντροπή για την πολιτεία και εδώ που φτάσαμε, η φύλαξη των χώρων είναι πια δουλειά της αστυνομίας. Της ύστατης καταφυγής ως πολιτική επιλογη και μακάρι σε μερικά χρόνια η Αστυνομία να μη χρειάζεται», ήταν μία ακόμη χαρακτηριστική αναφορά του υπουργού για το αναγκαίο της αστυνομικής παρουσίας στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και την ίδρυση της ΟΠΠΙ.
«Κανείς δεν θέλει την Αστυνομία στα Πανεπιστήμια. Ούτε η ίδια η Αστυνομία, που δουλειά της είναι το οργανωμένο έγκλημα. Ούτε δουλειά μας είναι η παρακολούθηση τήρησης μέτρων Covid από τους πολίτες. Η ΕΛ.ΑΣ. είναι το ύστατο καταφύγιο όταν το σύστημα δεν δουλεύει. Είναι αναγκαστική πράξη όχι ιδεολογική επιλογή», τόνισε ο κ. Χρυσοχοΐδης, επισημαίνοντας ότι ουσιαστικά πλειοψηφία και αντιπολίτευση δεν διαφωνούν ως προς την αναγνώριση του προβλήματος ανομίας στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής του.
«Σε κανέναν δεν αρέσει ως θέμα αρχής η παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. στα Πανεπιστήμια. Πάμε λοιπόν στο διά ταύτα: πώς αλλάζουμε την κατάσταση. Υπάρχουν τέσσερις επιλογές:
α) Με ευθύνη του πρύτανη και σεκιούριτι που υπάγονται στις πρυτανικές αρχές
β) με ευθύνη του πρύτανη και αστυνομικές δυνάμεις που θα υπάγονται στον πρύτανη
γ) με ευθύνη του πρύτανη και αστυνομικές δυνάμεις που θα υπάγονται στην ΕΛ.ΑΣ. και
δ) με ευθύνη της αστυνομίας χωρίς την συνδρομή του πρύτανη.
Αυτό που κάνει το νομοσχέδιο είναι η τρίτη επιλογή για να φτάσουμε σταδιακά στην πρώτη. Αυτό που κάνουμε σήμερα εμείς είναι πρόταση που εφαρμόζει μια μεγάλη δημοκρατική χώρα όπως είναι ο Καναδάς. Στόχος είναι να πάμε στην πρώτη πρόταση αλλά δεν μπορεί αυτό να είναι το πρώτο βήμα», υποστήριξε μεταξύ άλλων ο κ. Χρυσοχοΐδης.
«Το δίλημμα δεν είναι Δημοκρατία ή Αστυνομοκρατία. Αστυνομία ή όχι στα Πανεπιστήμια. Αλλά αν όλοι μας θα συνεχίσουμε να κάνουμε τα στραβά μάτια σε κάθε πρύτανη που του κρεμούν ταμπέλες ή θα έχουμε το θάρρος να λύσουμε ένα θέμα που δεν αντέχεται άλλο. Η δημοκρατική μας συνείδηση δεν αντέχει άλλο αυτό τον ευτελισμό. Η απάντηση της κυβέρνησης είναι αυτονόητη. Δεν πρόκειται να κρύψει κάτω από το χαλί το συγκεκριμένο πρόβλημα».
Ο υπουργός δεν δίστασε να επιρρίψει ανοικτά ευθύνες στους πρυτάνεις για την ανομία στα πανεπιστήμια, λέγοντας πως είναι εθισμένοι στην απειλή της κακοποίησης την οποία και θεωρούν αναγκαίο κακό.
«Η πιο θλιβερή απόδειξη των παραπάνω, στη πρόσφατη βαρβαρότητα της ΑΣΟEΕ, είναι ότι το μάθαμε από ανάρτηση των ίδιων των εγκληματιών και όχι από καταγγελία των πρυτανικών αρχών», παρατήρησε και συνέχισε στην αναφορά του για τη στάση των πρυτάνεων:
«Η ευθύνη του πρύτανη να εφαρμόσει μόνος του τον νόμο είναι ένα σχέδιο που δυστυχώς δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα. Ο πρότερος βίος δεν είναι υπέρ. Γιατί θα πετύχει σήμερα εκεί που αποτυγχάνει επί δεκαετίες; Η συνήθειά τους να διευθύνουν ανεχόμενοι την ακραία βία δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιλογή.
»Σήμερα το να λέμε ότι μπορεί να γίνει αλλιώς υποτιμά την νοημοσύνη μας. Τα πανεπιστήμια απέτυχαν στην αντιμετώπιση της ανομίας με θύματα τους ίδιους. Υπάρχει τρύπα στο σύστημα δικαίου. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
»Η κατανόηση της πραγματικότητας δεν είναι ευχάριστη, αλλά υπάρχει βούληση να μπει τέλος στον παραλογισμό. Αυτό δικαιολογεί και το παράδοξο με την κοινή γνώμη. Η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών και η αντιπολίτευση διαφωνεί με τις ρυθμίσεις και η κοινωνία συμφωνεί γιατί ζει και καταλαβαίνει».
Αντίστοιχες διαφωνίες, σημείωσε ο κ. Χρυσοχοΐδης, εκφράστηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και για τις ρυθμίσεις κατάργησης του ασύλου ανομίας και για τις δημόσιες συναθροίσεις.
«Η κατάργηση του ακαταδίωκτου στα πανεπιστήμια βοήθησε να αντιμετωπιστούν όχι τόσο οι παραβατικές αλλά οι καθαρά εγκληματικές εστίες στο Μετσόβιο, Θεσσαλονίκη γιάφκες παραεμπόριο ορμητήρια. Καταργήθηκε στο άσυλο στους εγκληματίες. Ποιο άσυλο ιδεών πειράχθηκε; Τι έγινε εδώ και ένα χρόνο; Εμποδίστηκαν οι ιδέες, οι ναρκέμποροι και όσοι έκαιγαν λεωφορεία κάθε σαββατοκύριακο στο κέντρο της Αθήνας; Το ίδιο έγινε και με το νόμο για συναθροίσεις. Θεωρήθηκε casus belli. Η αντιπολίτευση και παλι μιλούσε για αντιδημοκρατικές πρακτικές, με χούντες και 1961. Και τι έγινε τελικά; Εμποδίστηκε κανείς να διαδηλώσει; Εμποδίστηκαν μόνο οι 50-100 να κλείνουν τους δρόμους. Και η ΕΛ.ΑΣ. άλλαξε το επιχειρησιακό δόγμα καθώς η διαχείριση είναι θέμα συνεννόησης και όχι καταστολής», τόνισε στη συγκεκριμένη αναφορά του.
Ο υπουργός παραδέχθηκε ότι τόσο τα ζητήματα της Παιδείας, όσο και τα εθνικά, αποτελούν ταυτοτικά, ιδεολογικά ζητήματα για κάθε πολιτική παράταξη. «Το ζήτημα είναι αν τις πολιτικές συγκρούσεις μπορούμε να τις κάνουμε γόνιμες. Όχι για να συμφωνήσουμε αλλά για να συνεννοηθούμε» εξήγησε, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι στα θέματα ασφάλειας σήμερα συμφωνούμε στα περισσότερα.
«Συμφωνούμε πως η κατάσταση δεν είναι καλή. Από άποψη ασφάλειας υποδομών έχουμε θέμα (πυρασφάλεια, εστίες καταγραφή, σχέδια προστασίας). Από άποψη ασφάλειας προσώπων νομίζω συμφωνούμε ότι εδώ και δεκαετίες υπάρχει υπερμετρη βία κατά καθηγητών και φοιτητών από ακραία στοιχεία που περιλαμβάνουν πολλές φορές και φοιτητές. Το ζήτημα δεν είναι να καταμετράμε επεισόδια αλλά να σκεφτούμε ότι στα πανεπιστήμια υπάρχει αμηχανία να πατήσεις κάποιες κόκκινες γραμμές σκέψης. Υπάρχει κανείς που το θέλει εδώ αυτό;», διερωτήθηκε απευθυνόμενος στους βουλευτές της αντιπολίτευσης για να καταλήξει:
«Στην ασφάλεια υποδομών, προστασία προσώπων, ελεύθερη διακίνηση ιδεών έχουμε μικρότερο ή μεγαλύτερο πρόβλημα και συμφωνούμε όλοι σε αυτή την διαπίστωση. Εκεί που δεν συγκλίνουμε είναι στο πώς, δηλαδή στον τρόπο που πρέπει όλα αυτά να αλλάξουν».