To εξώφυλλο του Economist αναπαριστά με χρωματικούς τόνους, ξεκινώντας από το κρύο βαθύ γαλάζιο και φθάνοντας στο θερμό βαθύ κόκκινο, την αύξηση της θερμοκρασίας στη Γη στο πλαίσιο της βιομηχανικής ανάπτυξης, από το 1850 μέχρι την εποχή μας.
«Το 1900 η καύση των ορυκτών ορυκτών καυσίμων», γράφει, «παρήγε περί τα δύο δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Το 1950 οι βιομηχανικοί ρύποι ήταν τρεις φορές περισσότεροι, σήμερα σχεδόν είκοσι φορές περισσότεροι».
Το αφιέρωμα του βρετανικού εντύπου στην κλιματική αλλαγή (εδώ, με συνδρομή) έρχεται τη χρονική στιγμή που όλος ο κόσμος δονείται από τα οικολογικά μαθητικά συλλαλητήρια και έχει ένα κεντρικό θέμα: διερευνά αν ο καπιταλισμός τoυ 21oυ αιώνα είναι συμβατός με την προστασία του περιβάλλοντος.
«Για ορισμένους», όπως σημειώνει με έμφαση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αυτονόητη: δεν είναι. Συνεπώς εκείνοι θέτουν ως προϋπόθεση της περιβαλλοντικής σωτηρίας της Γης την ανατροπή του καπιταλισμού και του αναπτυξιακού μοντέλου του. Ομως ο Economist, που δημιουργήθηκε για να υπερασπίζεται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και την ελεύθερη αγορά, έχει διαφορετική άποψη, εννοείται: «Η αγοραία ανταγωνιστικότητα, με τα σωστά κίνητρα και με την καθοδήγηση του κατάλληλου πολιτικού προσωπικού, είναι ο ιδανικός παράγων για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης». Πώς και έτσι;
«Επειδή εμείς φρονούμε ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να αποβεί αιτία θανάτου της οικονομικής ελευθερίας, αλλά και να προκαλέσει πολλά δεινά. Αν ο καπιταλισμός θέλει να ζήσει, πρέπει να βελτιωθεί πολύ».
Το περιοδικό προτείνει τα παρακάτω μέτρα, τα οποία απηχούν κάπως και τις απόψεις του Κροίσου Μπιλ Γκέιτς, τουλάχιστον ως προς το σκέλος για τους αθώους που κινδυνεύουν από την υπερθέρμανση –και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους-, όπως είναι οι αφρικανικοί πληθυσμοί: «Πρέπει να δράσουμε. Οι πλούσιες χώρες πρέπει να συντρέξουν τις φτωχές, οι οποίες συνέβαλαν ελάχιστα στην κλιματική επιβάρυνση, αλλά ήδη πληρώνουν τις συνέπειες».
Για τον Economist απαιτούνται πολλές έρευνες σχετικά με τη δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής ενέργειας και νέων καυσίμων, αλλά και νέων φυτών, ανθεκτικών στην ξηρασία και στις πλημμύρες. Χρειάζονται επίσης φόροι για τους ρύπους αλλά, ταυτοχρόνως, και κίνητρα. Και ο ρόλος των ανεπτυγμένων χωρών είναι κομβικός: με διακρατικές συνεργασίες, σε διεθνές επίπεδο, «πρέπει να αποδείξουν ότι είναι ικανές να μεταμορφώσουν το σύστημα της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας χωρίς να εγκαταλείψουν τις αξίες από τις οποίες γεννήθηκε η κεφαλαιοκρατία».