Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ δηλώνει ότι δεν είναι ευγνώμων για τον θάνατο που «αργά ή γρήγορα θα προσεγγίσω». | CreativeProtagon | REUTERS/Mario Anzuoni
Επικαιρότητα

Χάρβεϊ Καϊτέλ: Η ζωή μου, το σινεμά, οι φίλοι μου

Για τους χολιγουντιανούς μύθους Κόπολα, Σκορσέζε, Ντε Νίρο και τη συνεργασία του μαζί τους αλλά και για τον «ανδρικό, σοβινιστικό κόσμο της κακοποίησης» μίλησε στην Corriere della Sera ο αμερικανός ηθοποιός
Protagon Team

Με την ευκαιρία της άφιξής του στην Ιταλία για τις υποχρεώσεις του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σαρδηνίας, ο αμερικανός ηθοποιός Χάρβεϊ Καϊτέλ μίλησε στην Corriere della Sera. Ο Καϊτέλ έπαιξε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους σε επιτυχημένες χολιγουντιανές παραγωγές («Κακόφημοι δρόμοι» και «Ταξιτζής» σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε, «Θέλμα και Λουίζ» σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ, «Pulp Fiction» σε σκηνοθεσία Κουέντιν Ταραντίνο, και σε άλλες), έτσι απέκτησε δημοφιλία και κύρος στο αμερικανικό καλλιτεχνικό στερέωμα.

Στο ιταλικό Μέσο εξιστόρησε το πώς και το γιατί των ημερών του στο σινεμά, ιδίως την εποχή της νιότης του, όταν έπαιξε αφιλοκερδώς για τον Σκορσέζε, αλλά και άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.

Ο ιταλός συντάκτης γράφει ότι, 82 ετών πια, ο Καϊτέλ είναι απλός τύπος και μιλάει προσεκτικά, ζυγίζοντας τις λέξεις του. Υπέθεσε, βέβαια, ότι ο ηθοποιός ήταν κουρασμένος από τις δύο πτήσεις που έκανε σερί από το Λος Αντζελες μέχρι την Ιταλία, ωστόσο εξύμνησε την προθυμία του να απαντήσει στις φορτικές δημοσιογραφικές ερωτήσεις και να θυμηθεί τα παλιά. Τον χαιρέτισε με τη φράση «χαίρομαι που σε γνωρίζω, κύριε Γουλφ», μάλλον θέλοντας να του πει πόσο του άρεσε το «Pulp Fiction» όταν το είδε. Ο Καϊτέλ γέλασε ευγενικά και του είπε ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ήταν «μία λαμπρή ιδέα του Ταραντίνο» και ότι, ναι, άρεσε στον κόσμο.

Στην παρατήρηση ότι οι ρόλοι που υποδύθηκε ήταν «νευρωτικοί, βίαιοι, ανήσυχοι», ο Καϊτέλ, πάλι ευγενικά, απέφυγε να του πει ότι η δουλειά είναι δουλειά και δεν τη διαλέγεις, περιορίστηκε να δηλώσει ότι «οι ηθοποιοί πρέπει να πιστέψουν στον ρόλο». Το γενικό, φιλοσοφικού χαρακτήρα ας πούμε, σχόλιό του ήταν: «Εχω δει καλούς ανθρώπους να κάνουν κακά πράγματα και το αντίστροφο,  ο κινηματογράφος αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της ζωής».

Ο συντάκτης τού θύμισε στο «Θέλμα και Λουίζ» έναν πιο «καλό» ρόλο που είχε παίξει. Ο Καϊτέλ είπε ότι η ταινία του Σκοτ ήταν ευκαιρία για τις Σούζαν Σάραντον και Τζίνα Ντέιβις «να βάλουν τις καρδιές τους» στο φιλμ. Και καταφέρθηκε εναντίον του «ανδρικού, σοβινιστικού κόσμου της κακοποίησης». Ο αστυνομικός που ο ίδιος ερμήνευσε συμπάθησε τις κοπέλες, έτσι αντιπροσωπεύει για τον ηθοποιό το βάθος των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Οταν ήρθε στη συζήτηση η ώρα τού… προσκλητηρίου των παλιών φίλων, ο Καϊτέλ μίλησε για τον Σκορσέζε και τον Ντε Νίρο, για δύο καλλιτέχνες που ξεκίνησαν μαζί του από την αφετηρία: «Ημασταν νεότατοι. Ο Μάρτιν έψαχνε να βρει νεαρούς ηθοποιούς που θα ήταν πρόθυμοι να παίξουν τζάμπα. Ετσι κάναμε γυρίσματα μόνο τα Σαββατοκύριακα, αφού την υπόλοιπη εβδομάδα κάναμε διάφορες δουλειές, ήμασταν σερβιτόροι και λαντζέρηδες, με σκοπό να επιβιώσουμε. Ηταν η πρώτη του ταινία, λεγόταν “Ποιος μου χτυπάει την πόρτα”. Ετος 1968. Ημουν μόλις 28 ετών».

Και για τον Ντε Νίρο θυμήθηκε ότι η τυχαία συνάντησή τους ήταν αποκαλυπτική: «Ημασταν και οι δύο στο στούντιο, δεν ήξερα τίποτα για αυτόν, αμέσως όμως σκέφτηκα ότι ήταν μεγάλος ηθοποιός. Οταν μας παρουσίασαν, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο και αρχίσαμε τα γρυλίσματα και τις γκριμάτσες . Γελούσαμε. Ε, ήταν η εποχή του “Ταξιτζή”».

Για τον αμερικανό καλλιτέχνη το Χόλιγουντ «είναι εγγυημένη κουλτούρα από μόνη της» και μάλιστα «όχι μόνο για την Αμερική». Είπε στον Ιταλό ότι η καλιφορνέζικη βιομηχανία θεάματος έχει παραγάγει φιλμ που του αρέσουν. Προσέθεσε όμως ότι απαιτείται επανασχεδιασμός. «Εγώ πήγα εκεί από θεατρικές εμπειρίες στη Νέα Υόρκη, δεν ήταν εύκολη η κατανόηση κάποιων μηχανισμών».

Μικρά και νόστιμα