Με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ εγκρίθηκαν τα δύο Μνημόνια Συνεργασίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και του αντίστοιχου των ΗΠΑ, που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων με πομπώδη πρωτοσέλιδα (εδώ) στα οποία απάντησε με αναλυτική ανακοίνωσή του το υπουργείο Εθνικής Αμυνας.
Τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψήφισαν, με τις γνωστές καταγγελίες από το ΚΚΕ και τον επικεφαλής της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκο Βελόπουλο, περί «αμερικανόδουλων», και την εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει στη σπέκουλα -παρά τις διευκρινίσεις του Πενταγώνου- περί πιθανότητας «να βρεθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί ελληνικό προσωπικό σε μονάδες των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουκρανία και αλλού».
Το πρώτο μνημόνιο που εγκρίθηκε, είναι το «Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής εκπροσωπούμενου από τον Στρατό των ΗΠΑ και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφορικά με την απόσπαση/τοποθέτηση ελληνικού προσωπικού άμυνας στον Στρατό των ΗΠΑ».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «σκοπός του Μνημονίου Συνεργασίας είναι να καθορίσει τους όρους και να υλοποιηθεί η τοποθέτηση ελληνικού προσωπικού άμυνας σε μονάδες του Στρατού των ΗΠΑ στην Ευρώπη, για την κάλυψη επιχειρησιακών αναγκών και την απόκτηση εμπειρίας σε ένα περιβάλλον πολυεθνικής διαλειτουργκότητας. Η κύρωση του Μνημονίου Συνεργασίας κρίνεται επωφελής για την Ελλάδα, καθώς: α) Αναμένεται να ενδυναμώσει τη στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών σε επίπεδο Στρατού Ξηράς και να ενισχύσει την αμυντική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Β) Αναμένεται να προσφέρει πολύτιμη εμπειρία σε στελέχη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων μέσω της εξοικείωσης με την επιχειρησιακή οργάνωση και λειτουργία του Στρατού των ΗΠΑ».
Το δεύτερο είναι το «Μνημόνιο Συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως εκπροσωπείται από την Ελληνική Διοίκηση Ειδικού Πολέμου, και του Υπουργείου Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπως εκπροσωπείται από τη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ, με αντικείμενο την τοποθέτηση προσωπικού άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «σκοπός του Μνημονίου Συμφωνίας σε επιχειρησιακό επίπεδο είναι η απόκτηση τεχνογνωσίας από τη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ, με παράλληλη διασύνδεση με την Τμηματική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί και εθνική υποχρέωση της Ελλάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η κύρωση του Μνημονίου Συμφωνίας κρίνεται επωφελής για τη χώρα μας, καθώς: α) Η ελληνική πλευρά προσβλέπει στη συνεργασία μεταξύ των Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων της Ελλάδας και των ΗΠΑ για την απόκτηση εμπειρίας, που αφορά κυρίως σε επιχειρήσεις, ανάπτυξη, οργάνωση, δόγματα και τακτικές των δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων ως μέσο επίτευξης στρατηγικών στόχων. β) Η αμερικανική πλευρά προσβλέπει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ του προσωπικού των Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων των δύο κρατών».
Οι δύο συμφωνίες συμβάλλουν στην ενίσχυση του εθνικού συμφέροντος και στην αναβάθμιση του αξιόμαχου και της τεχνογνωσίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και δημιουργούν ασφαλείς και συμφέρουσες συνθήκες απόκτησης αυτής της εμπειρίας, ανέφερε ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γιάννης Κεφαλογιάννης, για να υπογραμμίσει ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια ταύτισης των Μνημονίων αυτών και δη αυτού που αφορά στις τοποθετήσεις σε μονάδες του στρατού των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με αποστολή δυνάμεων στην Ουκρανία, αποτελεί ένα λογικό σφάλμα και κυρίως ένα λογικό άλμα, χωρίς να είναι πουθενά καταγεγραμμένο, και βεβαίως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ».
Σε καμία περίπτωση τα δύο αυτά Μνημόνια δεν αποτελούν όχι κερκόπορτα, ούτε καν το πρώτο βήμα, για τη συμμετοχή οποιουδήποτε έλληνα αξιωματικού σε επιχειρήσεις πολεμικές, ειδικά στην Ουκρανία, ξεκαθάρισε ο κ. Κεφαλογιάννης, καθώς σε αμφότερα αναφέρεται ρητά ότι το τοποθετούμενο προσωπικό δεν θα συμμετέχει σε ασκήσεις, πολιτικοστρατιωτικές δράσεις ή/και σε υπηρεσιακές τοποθετήσεις, όπου πιθανολογείται ότι θα προκύψουν άμεσες εχθροπραξίες ή όπου έχει γίνει έναρξη αυτών.
Αναφέρεται επίσης ρητά, συμπλήρωσε ο υφυπουργός, ότι απαιτείται έγγραφη εξουσιοδότηση και των δύο κρατών, για την παρέκκλιση της αρχής αυτής. «Αυτό – εξήγησε- αποτελεί μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας, ότι η σύμπραξη, σε επιχειρησιακό επίπεδο, των δύο κρατών επ’ ουδενί τρόπω δεν συνεπάγεται τη συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών σε επιχειρήσεις αντιμετώπισης κρίσεων εχθροπραξιών».
Σε κάθε περίπτωση, για να συμμετάσχουν ελληνικές δυνάμεις σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, απαιτείται απόφαση ΚΥΣΕΑ, και όχι μια απλή υπογραφή ενός υπουργού Εθνικής Άμυνας και αυτή την αρχή δεν μπορεί να την υπερβεί κανένα Μνημόνιο.
Οπως και να έχει, επεσήμανε περαιτέρω, τα εν λόγω Μνημόνια αναφέρονται «σε έναν πολύ μικρό αξιωματικών, οι οποίοι θα συμμετέχουν σε συγκεκριμένες θέσεις» και όπως προκύπτει από την προϋπολογιζόμενη δαπάνη, από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αντιστοιχεί στην αξιοποίηση «μάξιμουμ σε τρία στελέχη».
Ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας τόνισε ακόμη πως η εξοικείωση των Ελλήνων αξιωματικών σε τεχνολογικά συστήματα και στρατηγικές επικράτησης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
«Γενικότερα οι συμμαχίες που συνάπτει η Ελλάδα είναι ίσως από τις βασικότερες και σημαντικότερες εκδηλώσεις, όσον αφορά την ισορροπία ισχύος», κατέληξε ο υφυπουργός στην τοποθέτησή του.
«Σε μια συγκυρία όπου ο πάγιος στόχος και προσανατολισμός τής ενίσχυσης των διεθνών μας συμμαχιών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία και επιτακτικότητα, λόγω και των διεθνών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας, αλλά και των ευρύτερων παγκόσμιων αποσταθεροποιητικών τάσεων, είναι σημαντικό να στηρίξουμε τέτοιες πρωτοβουλίες που ουσιαστικά ενισχύουν τις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, προσφέρουν εμπειρία και τεχνογνωσία στα στελέχη τους και συσφίγγουν περαιτέρω τις σχέσεις μας με τους συμμάχους μας», σημείωσε με τη σειρά του ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Ανδριανός.
Από την πλευρά της, η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Ραλλία Χρηστίδου, υποστήριξε ότι «ο λόγος που φέρνει η κυβέρνηση αυτές τις δύο Συμφωνίες προς ψήφιση στη Βουλή, δεν είναι η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, δια της απόκτησης εμπειρίας και τεχνογνωσίας από τα στελέχη που θα αποσπαστούν ή θα τοποθετηθούν, όπως θέλει να εμφανίζει. Αντιθέτως, οι λόγοι είναι πρόδηλα πολιτικοί, με στενό ορίζοντα και συμφέρον. Ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι να ψηφιστούν αυτές οι Συμφωνίες για να διαφημίσει την ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και να καρπωθεί τις ωφέλειες των αποτελεσματικότατων ενεργειών που έγιναν κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ενέργειες που οδήγησαν στη βελτίωση και στην επέκταση των αμυντικών στρατηγικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής», συμπλήρωσε και παρά τις διεκρινίσεις από το Πεντάγωνο, επέμεινε στη σπέκουλα που υπηρετούν και τα σχετικά πρωτοσέλιδα:
«Αυτό που μας θορυβεί εντόνως στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, είναι η πιθανότητα μέσα από αυτή τη Συμφωνία να βρεθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί ελληνικό προσωπικό σε μονάδες των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουκρανία και αλλού. Είμαστε λοιπόν κάθετα αντίθετοι -και το ξεκαθαρίζουμε αυτό- με μια τέτοια προοπτική, όπως και με τη συνεχιζόμενη αποστολή όπλων στην Ουκρανία».
«Το σημείο που εγείρει μεγάλη ασάφεια και προβληματισμό είναι η παράγραφος 35 και των δύο συμβάσεων, όπου προβλέπεται ρητώς η έγγραφη συμφωνία-γνώμη του μητρικού συμβαλλόμενου μέρους ή μέρους προέλευσης, όπως αναφέρονται αντίστοιχα στις δύο συμβάσεις, νοώντας αμφότερες το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ως προϋπόθεση συμμετοχής των στελεχών μας σε πολιτικοστρατιωτικές δράσεις», επισήμανε ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Δημήτρης Μπιάγκης και εκτίμησε με τη σειρά του και αυτός ότι «αφήνεται η δυνατότητα συμμετοχής Ελλήνων στρατιωτικών σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων, χωρίς καν η απόφαση αυτή να λαμβάνεται στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, κατόπιν ενημέρωσης και συζήτησης στο Κοινοβούλιο, αλλά εκχωρείται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας».
Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ ανέφερε ωστόσο τα δύο σχέδια νόμου έχουν θετικό πρόσημο για την εθνική άμυνα και την εμπέδωση των διεθνών συμμαχιών της χώρας.
«Από το 1952 που εντάχθηκε η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν δώσει γη και ύδωρ σε αυτούς που ευθύνονται για δεκάδες πολέμους και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, για αλλαγές συνόρων και διαμελισμούς κρατών, για εκατόμβες θυμάτων, αλλά και εκατομμύρια προσφύγων ιδιαίτερα στη γειτονιά μας», παρατήρησε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Νίκος Παπαναστάσης και προειδοποίησε ότι «τα προς ψήφιση νομοσχέδια-μνημόνια ενισχύουν την κυβερνητική πολιτική του αποπροσανατολισμού των ελληνικών δυνάμεων από την αποστολή τους, όπως την εννοεί και την απαιτεί ο λαός μας, δηλαδή την υπεράσπιση των συνόρων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Και βέβαια, όλα αυτά κρύβουν μέσα τους το σπέρμα και της σταδιακής διοικητικής υπαγωγής τμημάτων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη στρατιωτική, άρα και την πολιτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών».
«Μα τόσο αμερικανόδουλοι γίνατε τελικά; Ό,τι πουν οι Αμερικανοί; Θα στείλετε στην κρεατομηχανή της Ουκρανίας τα ελληνόπουλα;», είπε απευθυνόμενος στα έδρανα της πλειοψηφίας, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος και προσέθεσε: «Θα στείλει πρώτα το παιδί του ο πρωθυπουργός και μετά θα στείλει τα ελληνόπουλα. Πρώτα το παιδί του ο πρωθυπουργός και μετά τα ελληνόπουλα στην κρεατομηχανή της Ουκρανίας. Θα στείλουμε τα ελληνόπουλα να σφαχτούν από τους Ρώσους; Εμείς είμαστε με την ειρήνη. Δεν είμαστε με τον πόλεμο, ούτε με τη δουλεία του πολέμου. Εμείς λέμε “Όχι, τα ελληνόπουλα δεν θα πάνε στην Ουκρανία. Δεν θα αιματοκυλιστούν”. Εάν θέλουν οι Αμερικανοί να στείλουν τα δικά τους παιδιά, ας τα στείλουν. Αλλά οι στρατιώτες είναι του ελληνικού λαού παιδιά. Έξω από τα σύνορα δεν έχουν καμία δουλειά οι έλληνες στρατιώτες. Δεν έχουν».
«Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η σωστή πλευρά της ιστορίας είναι ασυζητητί και αβλεπεί οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Δύση», ανέφερε η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς Σία Αναγνωστοπούλου και υπογράμμισε ότι «πρέπει επειγόντως να γίνει συζήτηση για το τι γίνεται και τι θέση και τι στάση έχει η Ελλάδα στις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις», γιατί δεν είναι δυνατόν η Βουλή να είναι «εντελώς με κλειστά τα μάτια στο τι γίνεται και να διατυμπανίζει η κυβέρνηση ότι είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, χωρίς να μπορεί να ορίσει κανείς ποια είναι αυτή η σωστή πλευρά, χωρίς να έχει διαβουλευτεί κανείς για το ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας».
«Η χώρα ουδέν όφελος θα έχει επί της ουσίας από τα δύο αυτά μνημόνια. Αντιθέτως, αναφύονται πολλοί δυνητικοί κίνδυνοι, με πλέον σημαντικότερο όλων αυτόν της εμπλοκής μας στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο, μια εμπλοκή που πρέπει να αποφύγουμε με κάθε κόστος και τρόπο», είπε ο ειδικός αγορητής των “Σπαρτιατών” Αλέξανδρος Ζερβέας τονίζοντας πως ουδεμία εμπλοκή πρέπει να έχει η Ελλάδα στο «σφαγείο της ρωσο-ουκρανικής διενέξεως» (οπως αποκάλεσε τον πόλεμο του Πούτιν κατά της Ουκρανία) και «το πιο σημαντικό, ούτε ένα στέλεχος του ελληνικού στρατού να μην εμπλακεί στον πόλεμο αυτό».
«Η κυβέρνηση, με τις επιλογές της, εμπλέκει την Ελλάδα στη δίνη πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονται ήδη επί δύο χρόνια στην Ευρώπη. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχονται προς ψήφιση τα δύο μνημόνια συνεργασίας», ανέφερε ο ειδικός αγορητής της “Νίκης” Γιώργος Ρούντας και προσέθεσε: «Θεωρούμε αδιανόητο και ανεπίτρεπτο, να θέσουμε σε κίνδυνο τη ζωή των Ελλήνων στρατιωτών. Διαφωνούμε απολύτως με κάτι τέτοιο και θεωρούμε ότι δυστυχώς η κυβέρνηση θα δώσει άκριτα αυτήν την ευκολία».
«Εμείς είμαστε απέναντι σε όλες τις πρακτικές συμμετοχής της χώρας μας στην μηχανή του πολέμου. Είμαστε απέναντι στις συμπράξεις που κάνετε, για την τροφοδότηση πολέμων, είμαστε απέναντι στην κατάπτυστη πολιτική της ΕΕ, σε σχέση με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας», είπε η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου για να προσθέσει ότι η καταδίκη του επιθετικού πολέμου της εισβολής της Ρωσίας, σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιεί την τροφοδότηση ενός πολέμου που έχει θύματα απλούς ανθρώπους».
Η κυρία Κωνσταντοπούλου υπογράμμισε ότι η «σωστή πλευρά της ιστορίας» δεν είναι με καμία πολεμική μηχανή και με κανέναν στρατό. Υπογράμμισε δε ότι κατά το Σύνταγμα, οι Έλληνες πολίτες υπηρετούν στον στρατό και οι στρατιωτικοί το ίδιο, για την άμυνα της χώρας και όχι για τη συμμετοχή σε επιθετικούς πολέμους. Στο πνεύμα αυτό, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι εμπλέκει, κατά σύστημα, τη χώρα σε επιθετικούς πολέμους και απέχει από μια διεθνή πολιτική ηγεσίας, για την ειρήνη, και αυτό γίνεται ενώ η κυβέρνηση γνωρίζει ότι από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θησαυρίζουν αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες.