Ο Πρωθυπουργός στο βιομηχανικό συνέδριο του ΣΕΒ | INTIMEnews
Επικαιρότητα

Bloomberg: Mητσοτάκης, ο Πρωθυπουργός που πετυχαίνει εκεί όπου οι αριστεροί λαϊκιστές απέτυχαν

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Ελλάδα είχε κολλήσει σε μια άσκοπη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιπάλων του, η οποία δηλητηρίασε την πολιτική σκηνή και καθυστέρησε την ανάκαμψη - γράφει σε άρθρο γνώμης ο Φερντινάντο Τζουλιάνο - και τώρα εναπόκειται στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μετατρέψει την «τεχνογνωσία» McKinsey (όπου είχε διατελέσει σύμβουλος) σε κάτι θετικό που να έχει διάρκεια για τον ελληνικό λαό
Protagon Team

Την πολιτική Μητσοτάκη για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και την υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων ώστε να επανέλθει η χώρα σε τροχιά ανάκαμψης, εκθειάζει σε άρθρο γνώμης το πρακτορείο Bloomberg, σημειώνοντας πως έπειτα από τέσσερα χρόνια αριστερού λαϊκισμού, «η Ελλάδα πήρε μία δόση “McKinsey Management”» (από την αμερικανική εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών -management consulting – όπου διετέλεσε σύμβουλος ο σημερινός Πρωθυπουργός).

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί τώρα να  αλλάξει τη χώρα του με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εάν πετύχει, θα είναι η απόδειξη μίας κλασικής δεξιάς οικονομικής ατζέντας που θα τα έχει καταφέρει εκεί όπου απέτυχε ο αριστερός λαϊκισμός των προκατόχων του, γράφει ο Φερνινάντο Τζουλιάνο που υπογράφει το άρθρο γνώμης στο Bloomberg.

Πρώην σύμβουλος στην McKinsey & Co, ο Μητσοτάκης έδωσε από έναν γαλάζιο φάκελο σε κάθε μέλος του υπουργικού του συμβουλίου με τις μεταρρυθμίσεις που περιμένει από αυτούς να ολοκληρώσουν, σε διαφορετική περίπτωση θα τους απομακρύνει από τη θέση τους.

Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες δυσκολίες – από το δυσθεώρητο χρέος μέχρι τη βαθιά φτώχεια- ωστόσο το ενδιαφέρον των επενδυτών αναθερμαίνεται: το ελληνικό Χρηματιστήριο είναι πάνω σχεδόν 50% φέτος και αναμένεται να είναι η χρηματαγορά με την καλύτερη επίδοση παγκοσμίως.

Ο Μητσοτάκης πήρε μία άνετη εκλογική νίκη τον περασμένο Ιούλιο και τα ηνία της χώρας χάρη σε ένα φιλοεπιχειρηματικό – αλλά και ισορροπημένο- οικονομικό πρόγραμμα. Αυτό από μόνο του ήταν ήδη μια μικρή «επανάσταση».

Το 2015, η Ελλάδα επέλεξε τον Αλέξη Τσίπρα  ως πρωθυπουργό παρά τις ανέφικτες δεσμεύσεις του σε ό,τι αφορούσε τους όρους του τρίτου προγράμματος διάσωσης.

Οταν ο Τσίπρας απέτυχε να κάνει αυτά που είχε υποσχεθεί – υποχρεώνοντας τη χώρα σε μία ακόμη αχρείαστη περίοδο ύφεσης-  οι ψηφοφόροι τον υποστήριξαν εκ νέου. Είναι ενθαρρυντικό, σημειώνει ο αρθρογράφος, να βλέπεις ένα έθνος που βίωσε τον λαϊκισμό, να επιλέγει τελικά να τον απορρίψει. 

Ο νέος Πρωθυπουργός  δεσμεύθηκε να επανεκκινήσει την οικονομία της Ελλάδας, προσελκύοντας ξένα κεφάλαια.

Η αναλογία αποταμίευσης είναι χαμηλή,  οπότε πρέπει να αναζητήσει στο εξωτερικό κεφάλαια για τη στήριξη νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων. Ο Μητσοτάκης περιόρισε τις κυβερνητικές δαπάνες και χρησιμοποίησε τους εξοικονομηθέντες πόρους για να μειώσει τον φόρο των επιχειρήσεων από το 28% στο 24%, ενώ παράλληλα μείωσε τους φόρους επί των μερισμάτων. Αυτά είναι παραδοσιακά εργαλεία της δεξιάς πολιτικής για την ενίσχυση της ανάπτυξης, αλλά αποτελούν και μέρος της προσπάθειας να φανεί στον κόσμο ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει πραγματικά.

Η Αθήνα εξακολουθεί να επιδιώκει να πείσει τους διεθνείς πιστωτές να μειώσουν τους δημοσιονομικούς της στόχους, αλλά μόνον αφού αποδείξει ότι η οικονομική της στρατηγική αποδίδει. 

Παράλληλα όμως, η κυβέρνηση προχωρά και σε μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις. Θέλει να αλλάξει το καθεστώς χρεοκοπίας-οικονομικής κατάρρευσης της χώρας (προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικές είναι οι παρεμβάσεις για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών) , ενώ σκοπεύει να αλλάξει τη φορολόγηση των ακινήτων (μέσω της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών) για να συγκεντρώσει περισσότερα έσοδα από τις ακριβές κατοικίες που μέχρι τώρα φορολογούνταν ως αγροτεμάχια.

Τέτοιες αλλαγές όμως, σημειώνεται,  αναμένεται να δημιουργήσουν δυσαρέσκεια σε αυτούς που θα χάσουν τα σπίτια τους ή που θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους. Ωστόσο η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη των ψηφοφόρων της, δεδομένου ότι η στήριξη στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει υψηλή. 

Ο αρθρογράφος πάντως κρούει και καμπανάκι προειδοποίησης, καθώς όπως σημειώνει, ο Μητσοτάκης  δεν έχει ανοσία στα λαϊκιστικά κελεύσματα: μιλά για ρυθμό ανάπτυξης 4% για το 2021, όταν οι ίδιοι οι σύμβουλοί του παραδέχονται ότι ο στόχος αυτός είναι υπεραισιόδοξος.

Εχει επίσης θέσει στόχο 100 δισ. ευρώ για τις ξένες άμεσες επενδύσεις την επόμενη τετραετία.

Η αλήθεια είναι ότι κάποιες ιδιωτικοποιήσεις όπως η πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, προσελκύουν έντονο ξένο ενδιαφέρον.

Το πρότζεκτ του Ελληνικού επίσης, είναι και πάλι στο δρόμο της υλοποίησης μετά το μπλόκο στην εμβληματική επένδυση από την κυβέρνηση Τσίπρα. Και πάλι όμως, το διάστημα 2015 – 2018 η Ελλάδα προσέλκυσε καθαρές ξένες επενδύσεις ύψους 10 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος – άρα ο τωρινός στόχος είναι εξαιρετικά φιλόδοξος.

Η Ελλάδα πλέον μπορεί αν κάνει περισσότερα με αυτόν τον πραγματισμό. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχε κολλήσει σε μια άσκοπη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιπάλων του, η οποία δηλητηρίασε την πολιτική σκηνή και καθυστέρησε την ανάκαμψη της χώρας.

Μία δόση  ουδετερότητας και νηφαλιότητας, όπως αυτή που χαρακτηρίζει τους συμβούλους μάνατζμεντ, μάλλον θα πείσει περισσότερο τους επενδυτές. Τώρα εναπόκειται στον Μητσοτάκη να μετουσιώσει την εμπειρία του ως στέλεχος της McKinsey σε κάτι θετικό που να έχει διάρκεια για τον ελληνικό λαό, καταλήγει το άρθρο του Bloomberg.