Η Βικτόρια Χίσλοπ, διάσημη ανά τον κόσμο συγγραφέας, είναι εδώ και λίγες ημέρες και επίσημα Ελληνίδα. Πολιτογραφήθηκε με Προεδρικό Διάταγμα και με ΦΕΚ, ορκίστηκε σε ειδική τελετή παρουσία του γενικού γραμματέα Ιθαγένειας του υπουργείου Εσωτερικών Αθανασίου Μαρλέμπα, συνάντησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου (εδώ) και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό (εδώ).
Γεννημένη το 1959 στο Μπρόμλεϊ της Αγγλίας, έγραψε μεταξύ άλλων το περίφημο «Νησί», με καμβά τη Σπιναλόγκα στην Κρήτη και έκτοτε ξεκίνησε μια υπέροχη φιλία της με τη χώρα μας την οποία προβάλλει σταθερά μέσα από τα έργα της —εξ ου και η τιμητική της πολιτογράφηση.
Η ίδια όμως αντιλαμβάνεται αυτόν τον δεσμό της με την Ελλάδα όχι ως μια τυπικότητα. Σε συνέντευξή της στο «Βήμα της Κυριακής» και στη Μαριλένα Αστραπέλλου, η Χίσλοπ λέει μεταξύ άλλων: «Θα είμαι πολύ περήφανη που θα έχω ελληνικό διαβατήριο. Για το βρετανικό δεν αισθάνομαι πλέον αντίστοιχη υπερηφάνεια»…
Η ίδια περιγράφει τη σχέση της με την Ελλάδα και τους Έλληνες και πώς πολλά τα είδε υπό άλλο πρίσμα μέσα από την τραυματική εμπειρία του lockdown και της πανδημίας.
Στην ερώτηση τι σημαίνει για την ίδια ότι έλαβε τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια για την ανάδειξη της σύγχρονης Ιστορίας και του πολιτισμού μας, η Χίσλοπ δίνει μια χειμαρρώδη απάντηση που ξεκινά από την Ελλάδα, περνάει από το Brexit και φτάνει ως τον Μπόρις Τζόνσον που τον χαρακτηρίζει ως τον χειρότερο πρωθυπουργό της Βρετανίας εδώ και μισό αιώνα.
«Ηταν ένα τεράστιο δώρο», λέει και συνεχίζει: «Για να είμαι ειλικρινής, το είχα ονειρευτεί, αλλά όπως συμβαίνει με πολλά όνειρα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γινόταν πραγματικότητα. Πολλές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζηλεύει τους έλληνες φίλους απλώς επειδή είναι Ελληνες. Αυτό μάλλον ακούγεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Είναι σημαντικό για εμένα που κάνω αυτό το βήμα. Γιατί εκτός από το ότι με φέρνει πιο κοντά στην Ελλάδα, με ανακουφίζει που με βοηθάει να πάρω και κάποια απόσταση από τη δική μου χώρα. Από το δημοψήφισμα για το Brexit του 2016 και μέχρι σήμερα αισθάνομαι να απομακρύνομαι από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η COVID-19 ήταν και εξακολουθεί να είναι χαοτικός. Μα, να βάζουν σε καραντίνα όσους επιστρέφουν από την Κρήτη, όταν μόνο χθες τα νέα κρούσματα ήταν 3.000 (στις 10 Σεπτεμβρίου) και η Ελλάδα είχε λιγότερα από 200 την ίδια ημέρα; Δεν υπάρχει καμία λογική. Ο Μπόρις Τζόνσον είναι ο πιο άχρηστος πρωθυπουργός που έχει περάσει από τη χώρα, τουλάχιστον στη διάρκεια της δικής μου ζωής, ένας άνδρας ο οποίος ήθελε εξουσία χωρίς την ευθύνη που τη συνοδεύει και οδηγεί τη Βρετανία στον γκρεμό με μαθηματική ακρίβεια. Θα είμαι πολύ περήφανη που θα έχω ελληνικό διαβατήριο. Για το βρετανικό δεν αισθάνομαι πλέον αντίστοιχη υπερηφάνεια».
Στην ερώτηση αν υπάρχουν άλλοι τρόποι με τους οποίους θα ήθελε να συνδεθεί με την Ελλάδα απαντά:
«Νομίζω ότι για την ώρα η υπηκοότητα είναι αρκετή. Αλλά θα αναζητήσω τρόπους να επιστρέψω με κάποιον τρόπο το δώρο, όσον αφορά την προώθηση του πολιτισμού της Ελλάδας. Γι’ αυτό εξάλλου μου δόθηκε η υπηκοότητα, και αυτό θα συνεχίσω να κάνω με όποιον τρόπο μπορώ».
Η ίδια αποκαλύπτει ότι εξακολουθεί να έχει ένα διαμέρισμα στα Πατήσια.
…«Δεν είναι δικό μου, το νοικιάζω! Είναι σε μια όμορφη και ζωντανή πλατεία στα Κάτω Πατήσια. Ετσι μπορώ να πηγαίνω με τα πόδια από την Πατησίων στο Σύνταγμα, γιατί το περπάτημα είναι κατά την άποψή μου ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσει κανείς την Αθήνα. Το γεγονός ότι έχω ένα μέρος για να μένω με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαι μέρος της πόλης, και όχι απλά κάποια που την επισκέπτεται. Αυτό κάνει μεγάλη διαφορά».
Όσο για τη σχέση της με τα ελληνικά, η ίδια λέει:
«Διαβάζω όση ποίηση μου επιτρέπουν τα ελληνικά μου (ο Καβάφης είναι ο ποιητής που αγαπώ περισσότερο, είμαι σε θέση να εκτιμήσω τη δουλειά και το συναίσθημα που αναδύεται από αυτήν). Τα ελληνικά μου βελτιώνονται, αλλά δεν είναι ακόμη αρκετά καλά ώστε να μου επιτρέψουν να διαβάσω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, οπότε εξακολουθώ να διαβάζω μεταφρασμένο τον Καζαντζάκη, για παράδειγμα. Φιλοδοξώ να είμαι σε θέση να διαλέγω ένα βιβλίο και να το διαβάζω ολόκληρο».