Την «ξεχασμένη» στις ΗΠΑ τέχνη της διαμαρτυρίας φέρνουν ξανά στο προσκήνιο δύο εκθέσεις που γίνονται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Σμιθσόνιαν, στην Ουάσινγκτον.
«Οι καλλιτέχνες απαντούν: Η αμερικανική τέχνη και ο πόλεμος του Βιετνάμ, 1965-1975» είναι μία μεγάλη έκθεση με έργα καλλιτεχνών από μία εποχή που η Αμερική «κινδύνευε να χάσει την ψυχή της και οι αμερικανοί καλλιτέχνες προσπαθούσαν να σώσουν τη δική τους, αποκηρύσσοντας έναν πόλεμο που τον θεωρούσαν ρατσιστικό», γράφει ο κριτικός τέχνης των New York Times, Χόλαντ Κότερ.
«Από όλες τις εκθέσεις για τη δεκαετία του ’60, που έχω δει τελευταία, αυτή είναι η καλύτερη, που αντανακλά την εποχή της, και σχετίζεται με το παρόν», λέει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος.
Εξίσου σημαντική είναι η δεύτερη έκθεση που την συμπληρώνει, με τον τίτλο: «Τίφανι Τσανγκ: Βιετνάμ, το παρελθόν είναι πρόλογος». Πρόκειται για μία άποψη της εποχής του πολέμου μέσα από τα μάτια Βιετναμέζων, που βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του ’60, ελάχιστα μουσεία θα τολμούσαν να κάνουν τέτοια έκθεση.
Η αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ ξεκίνησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ελάχιστοι το γνώριζαν. Ομως το 1965, όταν ο Λίντον Τζόνσον έστειλε στρατό στη Νοτιοανατολική Ασία, οι περισσότεροι Αμερικανοί έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτό το σημείο του πλανήτη. Το ίδιο και οι καλλιτέχνες.
Ανάμεσα στους πρώτους που αντέδρασαν, ήταν ο Λίον Γκόλαμπ, στη Νέα Υόρκη, που διαδήλωνε στους δρόμους κατά του πολέμου και ζωγράφιζε σκληρές σκηνές από τον πόλεμο. Το ίδιο και ο Γουόλι Χέντρικ, στο Σαν Φρανσίσκο, βετεράνος του Πολέμου της Κορέας, που έγινε οπαδός του κινήματος των μπίτνικ, και από το 1957 κιόλας, άρχισε να ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες σε μαύρο χρώμα, τους οποίους ονόμασε «Βιετνάμ», αντικατοπτρίζοντας «την αμερικανική ψυχή».
Στην έκθεση παρουσιάζεται και ο Ιάπωνας Ον Καβάρα, που είχε τραυματιστεί κατά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα, ο οποίος, το 1966, ζωγράφισε μία σειρά από πίνακες με ημερομηνίες, που έδειχναν ένα ρολόι να μετρά αντίστροφα. Λίγο νωρίτερα, είχε ζωγραφίσει το τρίπτυχο που παρουσιάζεται στο μουσείο, με πίνακες σε κόκκινο χρώμα να γράφουν «Ενα πράγμα», «1965» και «Βιετνάμ».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ήταν της μόδας να είσαι «cool», η ποπ και ο μινιμαλισμός κυριαρχούσαν στην καλλιτεχνική σκηνή. Καθώς όμως, ο πόλεμος άρχισε να γεμίζει τις οθόνες και τα πρωτοσέλιδα, άφησε τη σφραγίδα του και στην τέχνη. Πίνακες με βομβαρδιστικά στο σχήμα εντόμων της Νάνσι Σπίρο, με φαλούς με τα χρώματα της αστερόεσσας της Τζούντιθ Μπέρνστιν, με καρτούν που θύμιζαν κάτι από Γκερνίκα του Πικάσο, σε πιο ποπ εκδοχή του Πίτερ Σαούλ.
Ακόμα και αυτοί που μέχρι τότε, δεν καταπιάνονταν με πολιτικά ζητήματα στην τέχνη τους, ένωσαν τις φωνές τους με το κίνημα διαμαρτυρίας, όπως ο Φίλιπ Γκάστον με τα ειρωνικά του σκίτσα για τον Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο μινιμαλιστής Νταν Φλάβιν δημιούργησε ένα από τα πιο «αποκρουστικά» έργα τέχνης της εποχής. Από εγχειρίδιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με ιατρικές συμβουλές, πήρε μία φωτογραφία στρατιώτη του οποίου είχε διαλυθεί το κάτω μέρος του προσώπου, από σφαίρα, και έγραψε δίπλα «Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, κύριε».
Μία ομάδα καλλιτεχνών πήρε μία φωτογραφία του αμερικανικού στρατού, με πτώματα σφαγμένων γυναικών και παιδιών σε χαντάκι του Μάι Λάι, της έβαλε τον τίτλο «Και μωρά; Και μωρά» και την έκανε πόστερ μοιράζοντάς την σε 50.000 αντίτυπα για να διαδώσει την πραγματικότητα ενός μισητού πολέμου.
Στη δεύτερη έκθεση παρουσιάζονται βίντεο με μαρτυρίες Βιετναμέζων, που έζησαν τη φρίκη του πολέμου στο Βιετνάμ και αργότερα μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Ανθρωποι χωρίς πατρίδα, που εξιστορούν στην κάμερα αυτά που πέρασαν, άλλοι με θυμό και άλλοι με τη θλίψη αποτυπωμένη στη φωνή τους. Είναι η συγκινητική στιγμή, που συναντώνται το προσωπικό με το πολιτικό.