Με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών που θα γίνουν στη Βενεζουέλα την Κυριακή 28 Ιουλίου, η Washington Post, εφημερίδα που απηχεί όχι απλώς τις απόψεις της αμερικανικής διοίκησης, αλλά και των θεσμών του κράτους, έγραψε ότι ενδέχεται να επέλθει «το τέλος του καθεστώτος Μαδούρο».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί ποντάρουν στη μετάβαση σε κάποιου είδους διακυβέρνηση στο Καράκας η οποία θα είναι φιλικότερη προς αυτούς. Δεν απέχουμε πολλά χρόνια, εξάλλου, από την αυτοανακήρυξη ως προέδρου της χώρας του Χουάν Γκουαϊδό, προσώπου που αναγνωρίστηκε ως τέτοιος μόνο από τις ΗΠΑ και από άλλες πέντε χώρες (μεταξύ αυτών και η Ελληνική Δημοκρατία, το 2019). Οι εξελίξεις, όμως, δεν δικαίωσαν τον Γκουαϊδό, ούτε τους υποστηρικτές του.
«Ηρθε, επιτέλους, η ώρα να τελειώσει το καθεστώς Μαδούρο;» ξεκίνησε με ερωτηματική πρόταση η Post το ρεπορτάζ της, αναγνωρίζοντας τις «αναποτελεσματικές προσπάθειες» του παρελθόντος για ανάκτηση της εξουσίας από την αντιπολίτευση. «Το καθεστώς Μαδούρο γίνεται όλο και πιο αυταρχικό. Μια ολόκληρη γενιά διαμαρτυρήθηκε με μαζικές κινητοποιήσεις και υπέστη βάναυση καταστολή.
Οι πολίτες υπέστησαν εκφοβισμούς και επιθέσεις από δυνάμεις πιστές στον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος κυβερνά από το 2013, ύστερα από τον θάνατο του σοσιαλιστή δημαγωγού Ούγκο Τσάβες. Τώρα, έπειτα από μια δεκαετία οικονομικής καταστροφής και πολιτικής καταστολής, η Βενεζουέλα βρίσκεται στα πρόθυρα της αλλαγής».
Το μέσο της Ουάσινγκτον έγραψε ότι τα γκάλοπ δίνουν σοβαρό προβάδισμα στην αντιπολίτευση και προϊδεάζουν για τη νίκη της. Επικεφαλής της είναι ο παλαιός διπλωματικός Εντμούντο Γκονζάλες, 74 ετών, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία αφότου η υποψηφιότητα της Μαρίας Κορίνα Ματσάδο προσέκρουσε σε δικαστικά αναχώματα (κατηγορήθηκε για οικονομικές ατασθαλίες).
Το θέμα είναι ότι και ο ίδιος «ο τρομαγμένος Μαδούρο» προϊδέασε αναλόγως τον κόσμο, δηλώνοντας ότι «τυχόν νίκη της αντιπολίτευσης θα οδηγήσει σε αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο τον οποίο θα προκαλέσουν οι φασίστες». Η προειδοποίησή του ήταν ωμή: μίλησε περί «λουτρού αίματος», όπως έγραψε η Post, κάτι που ανάγκασε «τον αριστερό πρόεδρο της Βραζιλίας, Λούλα ντα Σίλβα, να του πει ότι πρέπει να σεβαστεί τις κάλπες».
Οι αντίπαλοι του Μαδούρο αισιοδοξούν ότι θα ανοίξει νέα σελίδα για τη χώρα, συνέχισε η Post. «Ο Μαδούρο κάθεται στην κορυφή του ερειπωμένου σοσιαλιστικού κράτους που έχτισε ο Τσάβες. Χρόνια κλεπτοκρατίας και κακοδιαχείρισης κατέστρεψαν τη βιομηχανία πετρελαίου της Βενεζουέλας και γενικά την οικονομία της. Οι κυρώσεις και η πανδημία δεν τη βοήθησαν επίσης.
Ετσι, σχεδόν 8 εκατομμύρια Βενεζουελάνοι, το ¼ του πληθυσμού, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα ως οικονομικοί μετανάστες. Για τους παραμένοντες εκεί η ψήφος κατά του καθεστώτος προσφέρει κάποια αχτίδα ελπίδας. Η Βενεζουέλα είναι πολιτικοστρατιωτική δικτατορία τύπου Ρωσίας και Ιράν, κυρίως όμως τύπου Κούβας, η οποία είναι ο ιδεολογικός σύμμαχός της».
Η αντιπολίτευση και οι Αμερικανοί που την υποστηρίζουν αναγνωρίζουν, ωστόσο, τις δυσκολίες: «Ακόμη και αν ο Μαδούρο ηττηθεί στις κάλπες, οι άνθρωποί του θα συνεχίσουν να ελέγχουν το δικαστικό σύστημα της χώρας, το νομοθετικό σώμα και τις ένοπλες δυνάμεις. Στο στρατόπεδο του Μαδούρο βρίσκονται οι περισσότεροι από τους επαρχιακούς κυβερνήτες και τους δήμαρχους της χώρας.
Η αντιπολίτευση προσδοκά κάποια διαδικασία διαπραγμάτευσης με τον Μαδούρο, έχοντας επίγνωση πλέον ότι το σημείο εκκίνησης της πορείας αλλαγής είναι ο ίδιος ο λαός της Βενεζουέλας. Αν οι εκλογές ανοίξουν τον δρόμο για την αποχώρηση του Μαδούρο, αυτό θα είναι μια σημαντική νίκη και για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν».
Η Post ολοκλήρωσε την αναφορά της στη Βενεζουέλα με τα λόγια ενός ανώνυμου «ανώτερου αξιωματούχου των ΗΠΑ», ο οποίος έβαλε τον πήχυ σε λογικό ύψος: «Πριν από έναν χρόνο οι αμφισβητίες της ικανότητας της αντιπολίτευσης έλεγαν ότι τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, ότι η αντιπολίτευση δεν θα ενωθεί ποτέ, το καθεστώς δεν θα επιτρέψει ποτέ εκλογές, κ.λπ. Νομίζω ότι το γεγονός πως φθάσαμε έως εδώ μιλάει από μόνο του. Λέει ότι η προσπάθεια άξιζε τον κόπο». Τα υπόλοιπα στις κάλπες της Κυριακής και, κυρίως, στα όσα θα τις ακολουθήσουν.