Ορισμένοι Βενετσιάνοι αρνούνται να πλησιάσουν το παλάτσο (στο κέντρο), ενώ άλλοι, που τόλμησαν να μπουν στο εσωτερικό του, έχουν αναφέρει ότι αισθάνθηκαν ανησυχία | Shutterstock
Επικαιρότητα

Βενετία: Βρέθηκε αγοραστής για το «στοιχειωμένο» παλάτσο;

Αρρώστιες, αυτοκτονίες, δολοφονίες, χρεωκοπίες και πολλά άλλα δεινά έχουν πλήξει κατά καιρούς τους ιδιοκτήτες του ιστορικού βενετσιάνικου αρχοντικού Κα' Ντάριο, που περιμένει σιωπηλό και σκοτεινό τον νέο του ιδιοκτήτη
Protagon Team

Το ιστορικό Κα’ Ντάριο στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας, γνωστό και ως «καταραμένο παλάτσο», είναι ίσως η πιο «ανατριχιαστική» κατοικία της Γαληνοτάτης, με ένα παρελθόν αντάξιο των πιο σκοτεινών ιστοριών μυστηρίου. Υποτίθεται ότι ο τελευταίος αμερικανός ιδιοκτήτης του, για τον οποίο δεν υπάρχει απολύτως καμία πληροφορία, επρόκειτο να το επισκευάσει. Αλλά παραμένει άδειο, σκοτεινό και σιωπηλό.

Τελικά βγήκε πάλι προς πώληση, στην τιμή των 18 εκατ. ευρώ, αφού η διεύθυνσή του είναι προφανώς περιζήτητη σε μεγιστάνες, που θα ήθελαν να το προσθέσουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Κατά πάσα πιθανότητα, δε, ο αγοραστής βρέθηκε και το ωραίο παλάτσο πουλήθηκε, μάλλον σε δημοπρασία.

Το πολυτελές παλάτσο ανακατασκευάστηκε το 1486 για να το κατοικήσει, μέχρι τον θάνατό του το 1494, ο συμβολαιογράφος, διερμηνέας και διπλωμάτης Τζοβάνι Ντάριο, γόνος βενετσιάνικης οικογένειας εμπόρων εγκατεστημένης στο Καστέλι Πεδιάδας στην Κρήτη, όπου και γεννήθηκε το 1414. Το 1464 ο Ντάριο εγκαταστάθηκε στη Βενετία, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει φήμη και πλούτη, αφού βοήθησε στην εξασφάλιση της ειρήνης της Ενετικής Δημοκρατίας με τους Οθωμανούς.

Κοντά στo Παλάτσο Βενιέρ ντέι Λεόνι, που στεγάζει το μουσείο Peggy Guggenheim Collection, και πλάι στο Κα’ Μπάρμπαρο, το Κα’ Ντάριο εκτείνεται σε πέντε ορόφους συνολικής επιφάνειας 1.000 τ.μ. και διαθέτει οκτώ υπνοδωμάτια και άλλα τόσα μαρμάρινα μπάνια με κιονοστοιχίες, πηγάδι και ένα μαυριτανικό σιντριβάνι σε έναν εσωτερικό κήπο 170 τ.μ., μεγάλες αίθουσες με περίτεχνη διακόσμηση από μπεζ pietra d’Istria (ασβεστόλιθος που εξορύχθηκε  στην Ιστρια της σημερινής Κροατίας), μια βεράντα στον τελευταίο όροφο και δύο εισόδους στο κανάλι.

Είναι ένα κτίριο που ανέκαθεν γοήτευε τους επισκέπτες της πόλης, γράφει στους Times ο Τζέιμς Ιμάμ, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στο Μιλάνο. Το 1908 ο Κλοντ Μονέ ζωγράφισε την πρόσοψη του παλάτσο Ντάριο, που φημίζεται για τα διακοσμητικά μωσαϊκά του από πολύχρωμο μάρμαρο. Και την επόμενη χρονιά ο αμερικανοβρετανός συγγραφέας Χένρι Τζέιμς έγραψε ότι το παλάτσο ήταν «φτιαγμένο από εξαίσια κομμάτια», παρομοιάζοντάς το με ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα που «θα ήταν μοιραίο να το αγγίξει κανείς». Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα, παρατηρεί ο Ιμάμ στους Times. Οι Βενετσιάνοι, ακόμη και οι κτηματομεσίτες, πιστεύουν ότι το κτίριο είναι στοιχειωμένο…

Ο θρύλος λέει ότι όλα άρχισαν αμέσως μετά τον θάνατο του Τζοβάνι Ντάριο, όταν χρεωκόπησε ο γαμπρός του Βιντσέντσο Μπάρμπαρο, ένας πλούσιος έμπορος μπαχαρικών, και στη συνέχεια τον μαχαίρωσαν. Ο Μπάρμπαρο είχε παντρευτεί την κόρη του Ντάριο, Μαριέτα, έναν χρόνο πριν. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Μαριέτα δεν άντεξε και αυτοκτόνησε. Το Κα’ Ντάριο, που ήταν προίκα της, πέρασε και έμεινε στους  Μπάρμπαρο για τους επόμενους τρεις αιώνες, αλλά σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για τα πάθη της οικογένειας εκείνη την περίοδο, εκτός από τον θάνατο ενός από τους κληρονόμους, του Τζάκομο Μπάρμπαρο, που έπεσε σε ενέδρα στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Οι Μπάρμπαρο πούλησαν τελικά το παλάτσο στις αρχές του 19ου αιώνα στον Αρμπίτ Αμπντόλ, έναν αρμένιο έμπορο διαμαντιών. Και τότε, σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα L’Unita, άρχισε μια σειρά αγοραπωλησιών που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Αμπντόλ έπεσε έξω και αναγκάστηκε να πουλήσει το παλάτσο στον άγγλο αρχαιολόγο Ρόντον Μπράουν, ο οποίος αυτοκτόνησε, αλλά προηγουμένως είχε πουλήσει το παλάτσο Ντάριο.

Οι νέοι ιδιοκτήτες του ήταν, κατά σειρά, ένας ούγγρος ευγενής, ένας πλούσιος Ιρλανδός και στη συνέχεια μια γαλλίδα κόμισσα, η οποία και το ανακαίνισε. Μαζί της έμεινε για μεγάλο διάστημα ο ποιητής Ανρί ντε Ρενιέ, ο οποίος αρρώστησε και πέθανε από μια σοβαρή ασθένεια η οποία ανάγκασε και την κόμισσα να εγκαταλείψει τη Βενετία. Ενας μεταγενέστερος αμερικανός ιδιοκτήτης, ο Τσαρλς Μπριγκς, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εκδιώχθηκε από τη Βενετία για μια ιστορία ομοφυλοφιλικών πάρτι και αυτοκτόνησε αργότερα στο Μεξικό.

Δημοπρασίες, δολοφονίες και «Καθαρά Χέρια»

Το 1970 ο κόμης Φιλίππο ντέλε Λάντσε, ο οποίος είχε αγοράσει το Κα’ Ντάριο σε δημοπρασία το 1968, βρέθηκε δολοφονημένος στα πόδια ενός κρεβατιού στο παλάτσο. Δολοφόνος του θεωρήθηκε ο σλάβος εραστής του Ραούλ Μπλάσιτς, αλλά δεν εντοπίστηκε ποτέ από τη Δικαιοσύνη, γράφει η Unita. Το ακίνητο πέρασε κάποια στιγμή και στην κατοχή του μάνατζερ του ροκ συγκροτήματος The Who, Κρίστοφερ «Κιτ» Λάμπερτ, ο οποίος αργότερα συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών και χρεωκόπησε επίσης.

Αλλά και ο μπασίστας του συγκροτήματος, Τζον Εντουιστλ, βρέθηκε νεκρός από καρδιακή προσβολή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο «Hard Rock Casino» του Λας Βέγκας, μία μέρα πριν την έναρξη της περιοδείας των The Who στην Αμερική. O Εντουιστλ έκανε διακοπές στο βενετσιάνικο παλάτσο και είχε επιστρέψει στις ΗΠΑ μόλις μια εβδομάδα πριν τον θάνατό του, στις 27 Ιουνίου 2022.

Οταν το ακίνητο πέρασε στην ιδιοκτησία του ενετού επιχειρηματία Φαμπρίτσιο Φεράρι και της αδελφής του Νικολέτα, αλλά ούτε οι νέοι ιδιοκτήτες γλίτωσαν από την «κατάρα». Η Νικολέτα σκοτώθηκε σε ένα μυστηριώδες ατύχημα και ο Φαμπρίτσιο καταστράφηκε οικονομικά, ενώ κατηγορήθηκε επίσης για επίθεση σε μοντέλο και συνελήφθη.

Ο Ραούλ Γκαρντίνι, ένας εξαιρετικά επιτυχημένος επιχειρηματίας, αγόρασε το κτίριο τη δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια όμως ενεπλάκη σε σκάνδαλο διαφθοράς και αυτοκτόνησε και αυτός το 1993 κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια».

Οι ντόπιοι λένε ότι το Κα’ Ντάριο είναι προ πολλού καταραμένο, επηρεάζοντας όποιον έχει ζήσει ποτέ εκεί. Υπάρχουν πολλές θεωρίες, όπως ότι είναι χτισμένο στη θέση ενός νεκροταφείου Ναϊτών Ιπποτών ή ότι όλα οφείλονται σε ένα τάλισμαν (φυλαχτό με μαγικές δυνάμεις), που είναι τοποθετημένο στην πόρτα του νερού του διπλανού μεγάρου. Μάλιστα, ορισμένοι Βενετσιάνοι αρνούνται να το πλησιάσουν, ενώ άλλοι, που τόλμησαν να μπουν στο εσωτερικό του, έχουν αναφέρει ότι αισθάνθηκαν ανησυχία.

Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου πολλά ονόματα VIP συνδέθηκαν με το Κα’ Ντάριο, μεταξύ των οποίων και του Γούντι Αλεν, ο οποίος παραιτήθηκε από την αγορά, όχι από δεισιδαιμονία αλλά –όπως ψιθυρίζεται– επειδή είχε ζητήσει μια κάπως υπερβολικά μεγάλη έκπτωση στην τιμή.

Οπως αναφέρει ο Ιμάμ στους Times, το 2006 μια αμερικανική εταιρεία αγόρασε το Κα’ Ντάριο για λογαριασμό των τελευταίων ανώνυμων ιδιοκτητών του. Και πριν από δύο χρόνια, η εταιρεία ακινήτων Dimora Italia, που εκπροσωπεί τον οίκο δημοπρασιών Christie’s στη Βενετία, ανέλαβε την πώλησή του, ενώ και το Romolini Immobiliare, ένα άλλο κτηματομεσιτικό γραφείο υψηλών προδιαγραφών της Τοσκάνης, συμφώνησε να βοηθήσει στην πώληση.

Η αναζήτηση αγοραστή, όμως, δεν υπήρξε πιο εύκολη από ό,τι το 1964, όταν ο τενόρος Μάριο ντελ Μόνακο, ο οποίος διαπραγματευόταν την αγορά του ακινήτου, παραιτήθηκε μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα: φαίνεται πως ήταν ότι αρκετό για να τον πείσει ότι το κτίριο ήταν στοιχειωμένο… Η Μάρτα Μπρουνελίνι, συνιδρύτρια του γραφείου Romolini, δήλωσε στους Times ότι το μέγεθος του παλάτσο αλλά και «η ιστορία που το συνοδεύει» έχουν κάνει δύσκολη την πώλησή του.

Την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, η αγγελία πώλησης του ακινήτου αφαιρέθηκε από τις ιστοσελίδες και των δύο κτηματομεσιτικών γραφείων και αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία με πιθανό αγοραστή, οι οποίες όμως διαψεύστηκαν.

Ο γενικός διευθυντής του Dimora, Αρνάλντο Φουζέλο, δήλωσε ότι η αγγελία αποσύρθηκε σε μια προσπάθεια να αποτραπούν οι αναφορές για τη φερόμενη κατάρα του κτιρίου. Παρά το γεγονός αυτό, όμως, δήλωσε βέβαιος ότι θα πουληθεί. «Η φήμη του δεν αποτελεί εμπόδιο» τόνισε. «Οι ενδιαφερόμενοι σχεδόν πάντα γνωρίζουν ήδη για το παρελθόν του κτιρίου».

Πάντως το μυστήριο φουντώνει, καθώς μια πρόσφατη διαδικτυακή διαφήμιση της Romolini δείχνει ότι το ακίνητο έχει όντως πωληθεί. Ο νέος ιδιοκτήτης, δε, παραμένει, όπως και ο προηγούμενος, άγνωστος, ενώ δεν έχει γίνει γνωστό ούτε το αντίτιμο της αγοράς. Με τη διατήρηση της ανωνυμίας ίσως σπάσει και η κατάρα…