«Οι 52.472 Βενετσιάνοι που απέμειναν να ζουν στο ιστορικό κέντρο δεν γνωρίζουν πια εάν μπορούν να συνεχίσουν να είναι άνθρωποι ή εάν πρέπει να μεταμορφωθούν σε ψάρια».
Ο ιταλός δημοσιογράφος Τζαμπάολο Βιζέτι που υπογράφει το κεντρικό άρθρο του φύλου της La Repubblica που μετρά τις πληγές της υδάτινης συμφοράς που έπληξε τη Γαληνοτάτη και τους κατοίκους της την περασμένη Τρίτη, σίγουρα δεν αστειεύεται αλλά ούτε υπερβάλλει. Γιατί μετά τη δεύτερη χειρότερη πλημμυρίδα στην ιστορία της, η Βενετία κατέληξε να αποτελεί στην κυριολεξία μια υδάτινη ή μάλλον μια βυθισμένη πολιτεία.
Η τραγική κατάσταση που επικρατεί στην πόλη γίνεται αμέσως αντιληπτή, διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα των ιταλικών εφημερίδων, δύο ημέρες μετά την πρωτοφανή θεομηνία. Την ώρα που η Repubblica εκπέμπει «SOS» με φόντο την πλημμυρισμένη πλατεία του Αγίου Μάρκου, η Giornale διερωτάται «Ποιος πνίγει τη Βενετία;», η Corriere della Sera κάνει λόγο για μια «Ανήμπορη Βενετία» ενώ το «Manifestο» διαπιστώνει «Πόσο στενόχωρη είναι η Βενετία».
Είναι στενόχωρη γιατί στα μάτια των κατοίκων της μοιάζει με τον «Τιτανικό που βυθίζεται και καταπίνεται σιγά σιγά. Ο κόσμος συνεχίζει να θέλει να φωτογραφηθεί μπροστά της, συνεχίζει να χορεύει και κανένας δεν κάνει κάτι για να αποτρέψει το ναυάγιο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βιζέτι. Οι κατεστραμμένες γόνδολες και τα ξεβρασμένα πλοιάρια, τα πλημμυρισμένα ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια της πόλης, τα γεμάτα λάσπη κοσμηματοπωλεία, οι πολυτελείς μπουτίκ με τις σπασμένες βιτρίνες, οι περίφημες βενετσιάνικες μάσκες που παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά και εξακολουθούν να επιπλέουν διάσπαρτες στην πόλη, επιβεβαιώνουν την ανείπωτη καταστροφή.
Και το ότι η Βασιλική του Αγίου Μάρκου στέκει ακόμα επιβλητική στη θέση της δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να καταρρεύσει στο μέλλον, δεδομένου ότι η εκκλησία «εκείνη τη βραδιά έφτασε ένα βήμα πριν την Αποκάλυψη. Τα κύματα έσπασαν τα παράθυρα και στην κρύπτη χύθηκαν 165 εκατοστά νερό. Οι ζημιές που έπληξαν τις κολόνες που στηρίζουν την εκκλησία είναι ανεπανόρθωτες», προειδοποίησε εκπρόσωπος της εταιρείας συντήρησης του εμβληματικού ναού.
Ο ιταλός δημοσιογράφος ολοκληρώνει τον τραγικό απολογισμό του κάνοντας λόγο για «την τελευταία παράσταση της Βενετίας-Disney που είναι καταδικασμένη σε θάνατο» και υποστηρίζοντας πως «η απευθείας μετάδοση της κηδείας της αποτελεί ένα προφητικό θέαμα» που μας προσφέρει μια εικόνα του κόσμου μετά το τέλος του κόσμου. Αναφέρεται, προφανώς, στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής η οποία, αναμφίβολα, συμβάλλει στην επιδείνωση των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον διάσημο ιταλό φιλόσοφο και πρώην δήμαρχο της Βενετίας, Μάσιμο Κατσάρι, για το γεγονός ότι η Γαληνοτάτη είναι σήμερα πλημμυρισμένη, την ευθύνη δεν τη φέρει τόσο η φύση αλλά μια σειρά από διαδοχικές κυβερνήσεις της Ιταλίας που κατασπατάλησαν τα χρήματα που προορίζονταν για την ολοκλήρωση του «Mosè» («Μωυσής» στα ελληνικά), ενός συστήματος δεκάδων πτυσσόμενων υδατοφρακτών τοποθετημένων στις τρεις υδάτινες εισόδους της Βενετίας που κατασκευάζεται εδώ και πολλά χρόνια με στόχο την προστασία της πόλης από την πλημμυρίδα.
Πρώτη φορά, μας πληροφορεί η Corriere della Sera, για την κατασκευή ενός προστατευτικού τείχους στις τρεις εισόδους του λιμανιού της Βενετίας «με πόρτες οι οποίες θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν ώστε να ρυθμίζεται η ροή των υδάτων σε περίπτωση ανάγκης», είχε μιλήσει ένας Αουγκουστίνο Μαρτινέλο το 1672 στον τότε Δόγη της Βενετίας. Επρόκειτο, φυσικά, για μια υπερφιλόδοξη ιδέα η οποία παρέμεινε στα χαρτιά για περισσότερους από τρεις αιώνες.
Δεκαεννέα, ωστόσο, χρόνια μετά την καταστροφική πλημμυρίδα του 1966, την χειρότερη στην ιστορία της πόλης, οι Βενετσιάνοι και οι υπόλοιποι Ιταλοί άρχισαν να επανεξετάζουν το ενδεχόμενο κατασκευής ενός πτυσσόμενου τείχους. Και παρά τις αρχικές ενστάσεις, το 1985, το έργο παρουσιάστηκε με κάθε επισημότητα, με τους αρμόδιους να εμφανίζονται εξαιρετικά φιλόδοξοι, δηλώνοντας πως η άφιξη της πλημμυρίδας θα προβλέπεται τουλάχιστον πέντε ώρες νωρίτερα ενώ οι υδατοφράκτες, ύψους πέντε μέτρων ο καθένας, θα υψώνονται μέσα σε λιγότερο από μια ώρα. Την επόμενη χρονιά το έργο εγκρίθηκε από τον πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι ο οποίος δήλωνε «πως οι εργασίες για την άμυνα της Βενετίας» θα ολοκληρώνονταν σε λιγότερο από μια δεκαετία.
Από τότε έχουν περάσει 33 χρόνια, «σχεδόν τόσα όσα πέρασε ο Μωυσής και ο λαός του κατά την ατέρμονη πορεία τους στην έρημο», αναφέρει χαρακτηριστικά η Corriere, ενώ σήμερα εκτιμάται πως το έργο θα παραδοθεί, εκτός απροόπτου, την 31η Δεκεμβρίου του 2021.
Εως τώρα έχουν δαπανηθεί περί τα επτά δισεκατομμύρια ευρώ ενώ η κατασκευή του έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 94%. Για το υπόλοιπο 6% απαιτούνται 200 εκατομμύρια ευρώ τα οποία αναμένεται πως θα εγκριθούν άμεσα. Πλέον, ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι ειδικοί αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του έργου.
Οι πολιτικοί μηχανικοί προειδοποιούν ότι υπό συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες οι υδατοφράκτες θα είναι ιδιαίτερα ασταθείς και, κατ΄επέκταση, περιορισμένης χρησιμότητας ενώ οι περιβαλλοντολόγοι υπογραμμίζουν τον κίνδυνο, λόγω της λειτουργίας του «Μωυσή», να μετατραπεί η λιμνοθάλασσα της Βενετίας σε βάλτο.
«Το 2003, όταν επανεξετάστηκε το έργο, υπολόγισαν πως η στάθμη της θάλασσας θα αυξανόταν, λόγω της κλιματικής αλλαγής, κατά μόλις 22 εκατοστά μέσα σε έναν αιώνα. Υπέθεταν πως θα έθεταν το τείχος σε λειτουργία έξι φορές τον χρόνο. Υποτίμησαν τα πάντα: σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις η στάθμη της θάλασσας θα αυξηθεί κατά 90 εκατοστά και εάν λειτουργούσε ήδη το τείχος, το 2018 θα έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία είκοσι φορές. Ετσι, ωστόσο, δίχως να ανακυκλώνονται και να οξυγονώνονται τα ύδατα, η λιμνοθάλασσα θα γίνει τέλμα», εξήγησε ο Αρμάντο Ντανέλα, μέλος της περιβαλλοντικής οργάνωσης AmbienteVenezia. «Πλέον εργασίες έχουν σχεδόν τελειώσει», εξακολουθούν, όμως, να δηλώνουν οι πολιτικοί.