Με μικρές αλλαγές –άρση εμποδίων– στους όρους της πάγιας ρύθμισης στην Εφορία, για χρέη άνω των 50.000 ευρώ, φιλοδοξεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να βάλει φρένο στον ανησυχητικό ρυθμό αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών που ξεπερνούν πια τα 107 δισ. ευρώ.
Μεταξύ άλλων, όπως αναφέρετ στο σχετικό ρεπορτάζ της η ΕΡΤ, η άρση της υποχρέωσης των οφειλετών να προσκομίζουν ειδική βεβαίωση από ανεξάρτητο εκτιμητή για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δόσεων της ρύθμισης σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας, για να μπουν στην πάγια ρύθμιση, καθώς επίσης η κατάργηση παροχής εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας από τους φορολογούμενους με οφειλές που ξεπερνούν τα 150.000 ευρώ.
Οπως αναφέρει η ΕΡΤ, η προωθούμενη διάταξη ορίζει ότι σε περίπτωση που οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ απαιτείται προσκόμιση στοιχείων (όχι ειδική βεβαίωση) από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή.
Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, πέραν των προαναφερθεισών προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίσει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
Απαράλλακτοι παραμένουν οι όροι που προβλέπουν ότι είναι απαραίτητη η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα και η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων της τελευταίας πενταετίας. Οι αλλαγές ισχύουν για τις ήδη χορηγηθείσες από τις 28/10/2023 ρυθμίσεις.
Τι ισχύει σήμερα
Με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς για την πάγια ρύθμιση, οι οφειλές στην Εφορία μπορούν να αποπληρωθούν από 2 σε έως 24 μηνιαίες δόσεις και σε έως 48 εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές.
Ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη αλλά σε καμία περίπτωση το ποσό της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 ευρώ.
Οι δόσεις επιβαρύνονται με επιτόκιο 4,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε 12 μηνιαίες δόσεις και 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 δόσεις.
Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15% και η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
Η ρύθμιση χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μιας φοράς,
καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
δεν υποβάλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους, εντός 3 μηνών το αργότερο από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους.
δεν εξοφλήσει ή τακτοποιήσει τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης του παρόντος, εντός τριμήνου από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους,
έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ για τους απλήρωτους φόρους δείχνουν ότι από το πραγματικό ληξιπρόθεσμο χρέος (ανέρχεται περίπου σε 82 δισ. ευρώ) μόλις το 5,7% (4,6 δισ. ευρώ) είναι ρυθμισμένο.