-Επικοινωνείτε με τον Αισχύλο;
-Ναι, καθημερινά. Και είναι καλά. Ας λένε πως πέθανε…
Από αυτή τη μεγαλομανία, τη «μεγαληγορία» (που συνοδεύεται, λοιπόν, από άκρατη ρητορεία), αλλά και τη μοναξιά και τον μισανθρωπισμό και τη δόξα ξεκίνησε η κουβέντα μας με το σκηνοθέτη και ηθοποιό και δάσκαλο Βασίλη Παπαβασιλείου. Αφορμή (μόνον), η νέα παράστασή του στο Θέατρο Τέχνης «Relax… Mynotis», με συνοδοιπόρο επί σκηνής το βοηθό συμβολαιογράφου Σάββα (Γιάννος Περλέγκας), που παρεμβαίνει στη μεγαληγορία με ερωτήματα απλού ανθρώπου. Την ώρα που εκείνος ρητορεύει υπαγορεύοντας και την 35η διαθήκη του, με την οποία αφήνει μόλις 100 δραχμάς σε έναν από τους δεκάδες που θέλησε να ορίσει κληρονόμους του. Γιατί τα πράγματα οδηγήθηκαν μακριά και από την παράσταση, σε λιμάνια επιλεκτικής στάθμευσης.
Καλλιτέχνης και ο Βασίλης Παπαβασιλείου και μάλιστα με αρετές… ελβετικού σουγιά στην εκφραστική τέχνη του θεάτρου δεν τέμνει απλώς, αλλά ανατέμνει την Τέχνη και τους καλλιτέχνες, δοξασμένους και μοναχικούς, όχι μόνον επί σκηνής, αλλά και σε τούτη την κουβέντα, που κύλησε σαν νεράκι πάνω στην κόψη του σουγιά του, για να καταλήξει στην ακμή.
Η δόξα, λοιπόν. Η δόξα του καλλιτέχνη. Αυτή έπεσε πρώτη στο τραπέζι. «Είμαστε αχρήματος οικονομία, εμείς οι καλλιτέχνες, με εναλλακτικό νόμισμα που λέγεται δόξα», επιφέρει το πρώτο ρήγμα με την ακμή του σουγιά της σκέψης του. «Δεν μας τρομάζει εμάς η δραχμή. Είμαστε οι πρωταθλητές αυτής της κατηγορίας ανθρώπων στην οποία όλοι ανήκουμε: το Προσωρινάτο. Κατά το προλεταριάτο. Η Δύση μας έκανε όλους υπηκόους της εκφραστικής δημοκρατίας. Από τη στιγμή που σταματήσαμε να κατασκευάζουμε (με τα χέρια) παπούτσια ή σκούπες, περάσαμε στην έκφραση μέσω διαφόρων τρόπων και κυρίως δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μιλάμε για μια Επικράτεια Έκφρασης».
Σε αυτή την επικράτεια, με τη χρονομηχανή του στοχασμού του πηγαίνει πίσω, για να φτάσει, όπως θα διαβάσετε στις παραγράφους που ακολουθούν, στο μεγάλο μυθιστόρημα της φυλής και του κράτους. «Πριν από χρόνια κυκλοφορούσε ένας όρος που φαινόταν αθώος: πολιτιστική εκδήλωση. Πού να ξέραμε ότι θα είναι το σπέρμα που θα φυτρώσει η καλλιτεχνικής έκφραση και θα απλωθεί παντού. Έλεγες “ζωγράφος”, σου έλεγαν κάτι πιο γενικό. “Εικαστικός”. Κάτι πιο γενικό. “Δημιουργός”. Έτσι αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν οι δημιουργοί. Πάντα μέσα στη διαδικασία μετασχηματισμού του μοντέλου που λέγεται Καπιταλισμός. Θυμίζει καράβι που κάνει στροφή και επιλέγει που θα δέσει. Κατά τα άλλα, Κεφάλαιο σημαίνει ροή και επιλεκτική στάθμευση. Εμείς οι καλλιτέχνες κι εσείς, οι δημοσιογράφοι, είμαστε εκεί μέσα πρωταγωνιστές» (Παύση). «Σκεφθείτε πόσοι υποκαθιστούν πια στο Διαδίκτυο τον δημοσιογράφο».
Κι έπειτα η μνήμη. Του θεατρανθρώπου Αλέξη Μινωτή, ο βίος και η πολιτεία του οποίου τροφοδότησε το νέο θεατρικό εγχείρημα του Βασίλη Παπαβασιλείου. Αυτή η αίσθησή του ότι κάθε μέρα επικοινωνούσε με τον Αισχύλο (τον θεωρούμενο ως τον μεγαλύτερο από τους τραγικούς ποιητές). Η μεγαλομανία και μεγαληγορία. «Το είχα πει σε μια ραδιοφωνική μου εκπομπή όταν είχε χαρακτηρίσει το Λευτέρη Βογιατζή, τη Ρούλα Πατεράκη και μένα ερασιτέχνες. Είπα ότι είναι ο μεγαλύτερος μη θανών Έλλην ηθοποιός. Για να το λέει αυτός, έτσι είναι. Και ότι προσωπικά τον ευχαριστώ που άφησε λίγο τον Αισχύλο για να ασχοληθεί με το άτομό μου».
Ο Μινωτής, μου λέει, «ανήκε σε αυτόν τον παλιό κόσμο, όπου οι άνθρωποι έμπαιναν στην περιοχή της Τέχνης από την πύλη του Δέους. Στην Ελλάδα, η έλευση του Μινωτή συνέπεσε με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (25 χρόνια μετά το κλείσιμο του Βασιλικού Θεάτρου). Ήταν σαν η Πολιτεία να έλεγε, μέσω της πολιτικής της έκφρασης, “είσαι ένας θεσμός που χρειάζομαι” και να απέδιδε στους λειτουργούς αυτού του θεσμού την τιμή του Δημόσιου Λειτουργού. Η πορεία του Μινωτή σφραγίστηκε από τη σχέση του με αυτό το θεσμό».
Ας πιστέψουμε τον Φρίντριχ Σίλερ, ότι «Η Τέχνη είναι το δεξί χέρι της Φύσης, καθώς η δεύτερη μας έπλασε σαν όντα και η πρώτη μας έκανε ανθρώπους», αλλά και την στάση του απέναντι στο θέατρο, ότι δηλαδή είναι προέκταση του εκπαιδευτικού θεσμού. «Είναι μέρος του γενικότερου στοιχήματος καλλιέργειας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας», όπως προσθέτει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Και σε αυτό το στοίχημα παίξαμε κι εμείς, ως «νεωτερικό κράτος, όπως και άλλες χώρες των Βαλκανίων, ως αποκόμματα των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, κυρίως της Οθωμανικής».
«Αντιγράψαμε», παρατηρεί, «το γερμανικό μοντέλο, που διατύπωσε ο Λέσινγκ και υπερασπίσθηκε ο Γκαίτε. Καλός ο αιώνας της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά ήταν πιο κοντινός ο γερμανικός αιώνας, ο 19ος. Το χαρακτηριστικό ήταν πως οι Γερμανοί, εντός του καπιταλιστικού συστήματος (σ.σ.: που όριζε την οικονομική ανταποδοτικότητα σε κάθε διεργασία) έκαναν μιαν εξαίρεση των παραστασιακών τεχνών από το νόμο της αγοράς. Γι’ αυτό και υποστήριξαν θέατρα και ορχήστρες και καλλιτεχνικούς θεσμούς. Το αναγνωρίζει και ο Αντόρνο: πήραν τη σκυτάλη και διέσωσαν αυτό το σύστημα Τέχνης. Αλλιώς θέση θα υπήρχε μόνον για το μοναχικό διασκεδαστή και την πουτάνα». Αυτό, μου λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, είναι κάτι που στο γερμανικό μοντέλο υπόκειται στην λαϊκή κρίση. «Γνωρίζει ο Γερμανός ή ο Αυστριακός ότι από τους πόρους, ένα κομμάτι πηγαίνει στις Τέχνες, αλλιώς δεν θα υπήρχε φερ’ ειπείν η Όπερα της Βιέννης ή το Burgtheater».
Κι εμείς; «Εμείς, από την πλευρά μας, έχουμε τα πρώτα 200 χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, τα οποία προτείνω να θεωρηθούν ως πρόλογος και τώρα περνάμε στο πρώτο κεφάλαιο του αφηγήματος που μας περιμένει. Αυτός ο πρόλογος τα είχε όλα. Ήταν ένα τουρλού. Είχε και τον σοσιαλισμό των πισινών, εκ του πισίνα, πισίνες και είχε ένα βασικό στοιχείο: δεν εξαρτιόμασταν μόνον από εμάς – για να μην πω καθόλου. Ήδη διανύουμε, με μεγάλη χαρά, τη λεγόμενη δεκαετία της κρίσης, που αλλάζουμε ελληνικές κυβερνήσεις, παραπέμποντας πάντα σε αυτούς που λέγονταν Βαυαροκρατία».
Τι κάνουμε; «Αφού περνάμε τη φάση του Αγώνα, που είναι το προοίμιο, αυτός ο Αγώνας χάνεται και με την επέμβαση των ξένων δυνάμεων κερδίζεται (εντός χιλίων εισαγωγικών). Είπαμε “θα φέρουμε τον πιο δοξασμένο Έλληνα στην Ευρώπη” που λέγεται Ιωάννης Καποδίστριας. Και σε ενάμιση χρόνο λέμε “δεν μας κάνει”. Αλλά μας κάνει το νήπιο που λέγεται Όθων. Πρέπει δε να είναι νήπιο για να υπάρξει η τρόικα, δηλαδή η Αντιβασιλεία. Πάμε λοιπόν για την έξοδο από τη φάση του Αγώνα με τον κορυφαίο Έλληνα της εποχής του, τον οποίο καρατομούμε με πολύ χριστιανικό τρόπο και αυτό είναι το ιδρυτικό συμβόλαιο του Ελληνικού Βασιλείου».
Επεται συνέχεια. «Το νήπιο μεγαλώνει και εκδιώκεται και φέρνουμε έναν βασιλέα ώριμο, το Γεώργιο Α’, κ.λπ. κ.λπ. Στην εποχή του, του κάνουν δώρο τα Επτάνησα, έρχεται και η Θεσσαλία. Επειδή όμως τα έχει βρει ο Γεώργιος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο πρέπει να εκλείψει και να έρθει ο επόμενος, μέχρι τη γεωγραφική ολοκλήρωση του κράτους, με τα Δωδεκάνησα, το 1947. Όλα τα είχαν αυτά τα 200 χρόνια, όπως είπαμε. Αυτός ο πρόλογος του αφηγήματος, λοιπόν, τελειώνει με την καταστροφή της πρόσοψης της καπιταλιστικής δηθενιάς».
Ενας αξιωματούχος, επί κυβέρνησης Ζολώτα, είχε πει, όπως μου θυμίζει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, «Η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή καθεστώτος»… «Πολλοί θορυβήθηκαν, λέγοντας “είναι δυνατόν να χρειάζεται η Ελλάδα δικτατορία;”. Άλλο εννοούσε. Μιλούσε για την καταστροφή της καπιταλιστικής πρόσοψης. Μπήκαμε στην ΕΟΚ και στο τέλος συναντηθήκαμε με το πεπρωμένο. Τη χρεωκοπία. Φοβόμαστε και να την πούμε τη λέξη. Εκεί που η λέξη ξαστοχά κανένα πράγμα δεν υπάρχει, που λέει ο φιλόσοφος. Άρα δεν υπάρχει χρεωκοπία. Και το λέμε κρίση».
Η ακμή του (σκεπτόμενου) ελβετικού σουγιά του χαράζει το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, την ώρα που η κουβέντα μας ελευθερώνεται ως τα όρια παραστάσεων, συγγραφέων, θεατρικών τολμημάτων. Του μιλάω για τον «Αυτόχειρα» του Μιχαήλ Μητσάκη, που φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από το θάνατό του και μόνον ο Κώστας Παπακωνσταντίνου τολμά να τον ανεβάσει στη σκηνή (στο Vault, στον Βοτανικό). Με βλέμμα ονειροπόλο θυμάται ότι ο Μητσάκης κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο. «Η χώρα, από το 1845 και τον Ιωάννη Κωλέττη, βρίσκεται στον αστερισμό της Μεγάλης Ιδέας. Δεν αντέχει πεζογράφους ανατόμους, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Μητσάκης, και τους περισσότερους τους στέλνει στο τρελοκομείο». Μου θυμίζει εμβληματικές φράσεις μεγάλων ανδρών τούτης χώρας. Στέκεται στο «Η Ελλάς απέκτησε την ανεξαρτησία της ίνα αποδείξη ότι είναι ανίκανος να αυτοκυβερνηθεί». Από κει κάνει μακροβούτι στο σήμερα: «Ποια κρίση; Πέντε εκατομμύρια Έλληνες είναι όμηροι των τραπεζών. Θεωρώ ότι, όπως είχε πει ο Νίτσε, είμαστε κατώτεροι αυτού που ζούμε».
«Ευγενείς φύσεις και ψωνιούχα ιζήματα»
Ως Φωκίων Καπνίδης, τρόφιμος της χρονιάς για το άσυλο ΑΨΟΥ (Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικής Υστερήσεως), που εκφωνεί λόγο, με το προγενέστερό του «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», ο Βασίλης Παπαβασιλείου κέρδισε από πολλούς εύσημα για την «παράσταση της χρονιάς». Τι έμεινε από το «Σιχτίρ» του Φωκίωνα, τον ρωτώ. «Δεν νομίζω ότι τελείωσε. Είμαι σε φάση άνω τελείας», απαντά.
«Αισθάνομαι ότι πρέπει να τον ξαναβρώ τον Φωκίωνα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Είναι κάποια γιαπιά, εργοτάξια, που τρέχουν παράλληλα και τα τιτλοφορώ διλεκτικά: Πόθεν Αίσχος, Στο Πουθενά, Ληγμένα Τρόφιμα, Άνεμοι Μεταβλητοί και το περιεχόμενό τους μένει να φανεί ποιo θα είναι. Είμαι ένας Έλληνας –μην το πάρω κι επάνω μου, βέβαια– που έχει σχέδιο πενταετίας. Ρωτώντας τον εαυτό μου κι απαντώντας εκείνος: Προχώρα».
Κλείνει, μιλώντας και πάλι για τους καλλιτέχνες: «Πάντα θα είμαστε δημιουργοί του 50%. Το έργο μας είναι πάντα μια εκκρεμής πρόταση, που ζητά να συμπληρωθεί από τη δουλειά τη δική σας, του θεατή. Γι’ αυτό θεωρώ ότι αυτή η δουλειά προσελκύει αφενός τις πιο ευγενείς φύσεις και αφετέρου τα πιο ψωνιούχα ιζήματα της κοινωνίας».
* «RELAX… MYNOTIS», το νέο έργο του Βασίλη Παπαβασιλείου στο Θέατρο Τέχνης Καρολου Κουν (Φρυνίχου 14, Πλάκα)
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο 21.15 και Κυριακή στις 19.00
Τιμές: 15 € & 10 € (μειωμένο)
Τηλ. ταμείου: 2103222464 & 2103236732
Προπώληση: www.viva.gr