Η περίφημη αγορά Μποκερία, στο μέσον περίπου της Λα Ράμπλα στη Βαρκελώνη, είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία για σέλφι στον κόσμο, ένα φαινόμενο της κοινωνικής δικτύωσης που έχει μεν φέρει πλούτο στην πόλη, αλλά με μεγάλο κόστος για τους ντόπιους.
Το εμβληματικό «Pinotxo Bar», για παράδειγμα, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Μποκερία εδώ και 80 χρόνια, αλλά μετά από μια σφοδρή οικογενειακή διαμάχη, το δικαστήριο αποφάσισε στις 21 Μαρτίου ότι οι νέοι ιδιοκτήτες δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν το όνομά του και υποχρεώθηκαν να το καλύψουν αμέσως, τόσο στην ταμπέλα όσο και στις τέντες του μπαρ, αναφέρει η El Pais.
Το πρόβλημα ανέκυψε όταν ο 89χρονος Ζοάν Μπαγιέν, περισσότερο γνωστός ως Χουανίτο, ο πιο διάσημος μπάρμαν της Βαρκελώνης, συνταξιοδοτήθηκε και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον πάγκο του μπαρ μετά από 75 χρόνια, τον περασμένο Δεκέμβριο.
Ο ανιψιός του, Ζόρντι Ασίν, ο οποίος δούλευε επί χρόνια στο πλευρό του μαζί με τη σύζυγό του και τον γιο τους Διδάκ Ασίν, περίμενε ότι θα τους μεταβίβαζε την επιχείρηση. Επεσαν, όμως, έξω, γιατί στα τέλη Ιανουαρίου και εντελώς αναπάντεχα ο Μπαγιέν πούλησε το μπαρ σε μια αντίπαλη επιχείρηση.
Ο Μπαγιέν μεταβίβασε την οικογενειακή επιχείρηση στον όμιλο Restaurante Egipcio SLU, που διαθέτει διάφορα καταστήματα στη Βαρκελώνη, μεταξύ των οποίων και το «Bar Central» μέσα στην αγορά. Το τίμημα που καταβλήθηκε δεν έχει αποκαλυφθεί. Ωστόσο, η αξία των έξι πάγκων της Μποκερία που καταλαμβάνει το «Pinotxo Bar» έχει υπολογιστεί σε 8 εκατ. ευρώ, γράφει στους βρετανικούς Times ο ανταποκριτής της εφημερίδας στη Μαδρίτη, Ντέιβιντ Σάροκ.
Κατά συνέπεια, στις τσέπες του Μπαγιέν έχουν μπει «αρκετά εκατομμύρια ευρώ», όπως ανέφεραν πηγές της αγοράς, ενώ μέσα σε μια νύχτα ο ανιψιός του βρέθηκε χωρίς δουλειά. Και τώρα ο Ασίν παλεύει να αποδείξει ότι έχει μερίδιο στο μπαρ, το οποίο πέρυσι δέχτηκε 1,1 εκατ. επισκέπτες. Οπως γράφει η El Pais, ο Ασίν πιστεύει ότι αυτό που έκανε ο ηλικιωμένος μπάρμαν «είναι αδικαιολόγητο ή μπορεί να τον έβαλαν» να αποκλείσει τον ανιψιό του από την οικογενειακή επιχείρηση, σύμφωνα με τον δικηγόρο του.
Περισσότερα από 80 χρόνια πριν, η μητέρα του Μπαγιέν, Καταλίνα, ανέλαβε ένα μικρό μπαρ στην Μποκερία. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και η επιχείρηση κατάφερε να αποκτήσει συνολικά έξι περίπτερα για να επεκτείνει τον χώρο του μπαρ, που οφείλει τον τίτλο του στο όνομα του σκύλου της Καταλίνα, ενός πολυαγαπημένου στοιχείου της αγοράς. Τα συμβόλαια ήταν όλα στο όνομα του συζύγου της Καταλίνα. Οταν πέθανε, τον κληρονόμησαν ο Ζοάν και η αδελφή του Μαρία.
Ο Ζοάν Μπαγιέν δεν έχει παιδιά, η αδελφή του όμως απέκτησε δύο, τον Ζόρντι και τον Αλβέρτ Ασίν. Στην Μποκερία υπήρχε η δυνατότητα ενοποίησης πάγκων, αρκεί να ανήκαν στον ίδιο ιδιοκτήτη. Ο Ζοάν και η Μαρία είχαν συνολικά έξι πάγκους και η Μαρία αποφάσισε να βάλει και τους δικούς της στο όνομα του αδελφού της, ώστε να μεγαλώσουν το «Pinotxo Bar». Το 2001, ο Μπαγιέν και οι ανιψιοί του Ζόρντι και Αλβέρτ Ασίν ίδρυσαν μια εταιρεία για τη διαχείριση της επιχείρησης. Καθένας κατείχε το ένα τρίτο. Οταν ο Αλβέρτ πέθανε, έμειναν θείος και ανιψιός με 50% ο καθένας.
Ο Ζορντί Ασίν και ο γιος του Διδάκ σχεδιάζουν να συνεχίσουν τη λειτουργία του «Pinotxo Bar», αν και υποθέτουν ότι δεν θα μπορέσουν να το κάνουν στους πάγκους που έχει πουλήσει ο Μπαγιέν. Ακόμα κι έτσι, όμως, η αξίωση του ενάγοντα είναι να ασκήσει δικαστική προσφυγή διαβεβαίωνοντας ότι αυτοί οι πάγκοι ήταν, στην πράξη, ιδιοκτησία της εταιρείας, και ήταν στο όνομα του Μπαγιέν, επειδή τον περασμένο αιώνα, για να γίνει ενοποίηση περιπτέρων μέσα στην αγορά ήταν υποχρεωτικό να είναι όλα μόνο σε ένα όνομα.
«Οι προσωπικές ζημιές και η ζημίες στην εικόνα λόγω της απώλειας της τοποθεσίας της οικογενειακής επιχείρησης στη “Mercat de la Boqueria” είναι ανεπανόρθωτες και οι οικονομικές ζημιές που προκλήθηκαν τεράστιες» δήλωσε στην El Pais ο δικηγόρος του Ασίν, Μαρίο Σολ Μουντανόλα.
Να σημειωθεί ότι οι ντόπιοι, που κάποτε ψώνιζαν στην ιστορική αγορά τα ψάρια και τα λαχανικά τους, έχουν «εκδιωχθεί» από τους «γίρις» (guiris, υποτιμητικός όρος για τους ξένους). Το 2020, ο Μπαγιέν είχε δηλώσει, μάλιστα, ότι η αγορά είχε πέσει θύμα της δικής της επιτυχίας: «Οι κάτοικοι της πόλης δεν έρχονται πλέον στην αγορά. Νιώθουν άβολα να ψωνίζουν σε μια αγορά γεμάτη τουρίστες. Ο τουρισμός ενθαρρύνθηκε πολύ και αυτό ήταν καταστροφικό. Επιπλέον, μεταξύ των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων δεν υπάρχει πια η ενότητα που υπήρχε πριν από χρόνια».