Οι δράστες της δολοφονικής επίθεσης στη Βάρη φαίνονται στις κάμερες ασφαλείας που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Open.
Οι κινήσεις των εκτελεστών αποτυπώθηκαν από κάμερα ασφαλείας που υπάρχει κοντά στην ταβέρνα όπου σημειώθηκε το μαφιόζικο χτύπημα.
Στα καρέ διακρίνονται τέσσερις άνδρες, με στρατιωτικά παντελόνια, καπέλα και κοντά μαύρα μπουφάν, να κινούνται στον δρόμο, λίγο πριν φτάσουν στην ταβέρνα όπου δειπνούσαν τα θύματα με τις οικογένειές τους.
Οπως ανέφερε το skai.gr, μισή ώρα πριν από την εκτέλεση των δύο 44χρονων, ένας από τους δράστες έφτασε πεζός έξω από την ταβέρνα.
Οι τέσσερις δράστες εντόπισαν τον Ιγκόρ Ντέντοβιτς και τον Στέβαν Σταμάτοβιτς, ακολουθώντας τα ίχνη των συζύγων τους, που ήλθαν στην Αθήνα από το Μαυροβούνιο.
Τα θύματα διέμεναν στην Ελλάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, σε άγνωστη περιοχή, διέθεταν πλαστές ταυτότητες και πιστωτικές κάρτες και κινούνταν πάντα με ταξί.
Οι δύο άνδρες που εκτελέστηκαν, εμφανίζονταν να βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία της αντίπαλης φατρίας στην μαφία του Μαυροβουνίου, της «Σκάλιαρι», ενώ οι δράστες μέλη της αντίπαλης οργάνωσης «Καβάτσκι».
Η διπλή δολοφονία της Βάρης (επαν)έφερε στο φως της δημοσιότητας τη δράση και την αντιπαλότητα δύο από τις ισχυρότερες οργανώσεις της μαφίας του Μαυροβουνίου.
Στο μεταξύ, παρά τους εντατικούς ελέγχους σε συνοριακούς σταθμούς και αεροδρόμια, οι έρευνες μέχρι στιγμής βρίσκονται στο σκοτάδι.
Οι σύζυγοι των θυμάτων υποστήριξαν στους αστυνομικούς ότι δεν θυμούνται ούτε τις περιοχές στις οποίες διέμεναν ούτε έχουν διευθύνσεις των σπιτιών, παρότι βρίσκονται στην Αθήνα για έναν και πλέον μήνα.
Αστυνομικές πηγές ανέφεραν ότι «είτε πράγματι δεν θυμούνται, είτε δεν θέλουν να αποκαλύψουν τα σπίτια όπου διέμεναν, γιατί μέσα σε αυτά ενδεχομένως να βρεθούν όπλα και ναρκωτικά».
Μόνο η μία γυναίκα ανέφερε ότι γνώριζε πως ο άνδρας της ήταν καταζητούμενος, αλλά, όπως είπε, «δεν γνώριζε για ποιον λόγο».
Οι δύο Μαυροβούνιοι δεν είχαν απασχολήσει ποτέ τις ελληνικές αρχές. Η ΕΛ.ΑΣ. βρίσκεται σε επικοινωνία με Interpol και την αστυνομία του Μαυροβουνίου, προκειμένου να συλλεχθούν στοιχεία για το παρελθόν και τη δράση των θυμάτων.