Οταν ο κόσμος χόρευε γυμνός στη λάσπη, η ηρωίδα της φολκ μουσικής δεν έβαζε στο στόμα της τίποτα ύποπτο και μιλούσε για πολιτική στη σκηνή του Γούντοστοκ. Αλλωστε ένας από τα μικρόφωνα είχε προειδοποιήσει: κυκλοφορεί ψεύτικο LSD, μην παίρνετε ό,τι σας δίνουν.
Στην πρώτη της συνέντευξη, μετά την ανακοίνωση της αποχώρησή της από τη μουσική σκηνή και με αφορμή το χρυσό ιωβηλαίο του θρυλικού φεστιβάλ —της μουσικής εκδήλωσης που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή— η εμβληματική Τζόαν Μπαέζ μιλάει στους New York Times. Θυμάται τις μέρες του φεστιβάλ (ήταν σαν και τώρα Αύγουστος, το 1969) με χαρά αλλά και απογοήτευση και —αν έχει σημασία, «διαμάντια και σκουριά» είναι αυτά— νοσταλγεί την επικίνδυνη έλξη της μουσικής γοητείας του Μπομπ Ντίλαν τη δεκαετία του ‘60.
Η 78χρονη σήμερα Μπαέζ ήταν «σκεπτόμενη» τραγουδίστρια χωρίς να το απαιτεί ιδιαίτερα το είδος της μουσικής που υπηρετούσε. Δύο μήνες πριν από το Γούντστοκ, είχε κυκλοφορήσει το 11ο άλμπουμ της, το «David’s Album». Εναν δίσκο 33 στροφών με το όνομα του συζύγου της Ντέιβιντ Χάρις, ο οποίος βρισκόταν στη φυλακή. Εκείνη ήταν έξι μηνών έγκυος.
Εκτός από πιστή σύζυγος και μέλλουσα μητέρα, η ενασχόλησή της με την πολιτική ήταν τόσο έντονη, που είχε γίνει μία από τις πιο επιδραστικές γυναίκες της εποχής της και σε αυτόν τον τομέα.
Ο δημοσιογράφος Ρομπ Τάνενμπαουμ φυσικά γνωρίζει ότι μπορεί να συμμετείχε στο Γούντστοκ, αλλά πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα. Ετσι, το πρώτο που της ζητάει είναι να το σχολιάσει ως επανάσταση. «Η μοναδική επανάσταση του φεστιβάλ, ήταν ότι για τρεις ημέρες οι μπάτσοι άφησαν τα όπλα τους και κάπνιζαν χασίσι» του απαντά με καυστικότητα.
Ο Ρομπ επιμένει στην Ιστορία που έχει γράψει το φεστιβάλ και χωρίς να διαφωνεί, της ζητά να του τεκμηριώσει την τόσο διαφορετική της άποψη. «Αν και κάποιοι καλλιτέχνες ερμήνευσαν τραγούδια για τον πόλεμο, όπως ο Κάντρι Τζο, ήταν ένα φεστιβάλ κεφιού και ξενοιασιάς. Δεν είχε υπήρχε κανένα σοβαρό μήνυμα. Αν το Γούντοστοκ ήταν επανάσταση, θα υπήρχε και ανάληψη ευθυνών. Και κάποιοι θα έπρεπε να συλληφθούν και να πάνε φυλακή για τα πιστεύω και τις πράξεις τους. Αυτό όμως που συνέβη με το υποτιθέμενο κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είχε καμία σχέση ούτε ως ουσία, ούτε ως αποτέλεσμα».
Η Τζόαν υπήρξε η εξαίρεση στον απολίτικο απόηχο του φεστιβάλ. Με τον σύζυγό της στη φυλακή και μόλις έναν μήνα πριν από τον τοκετό, αναλάμβανε σοβαρές ευθύνες και κινδύνους, με μοναδικό στόχο της να αλλάξει τον κόσμο. «Ξέρω ότι υπήρχαν αρκετοί στο Γούντστοκ που όταν μιλούσα, χασμουριόνταν. Εγώ όμως συνέχιζα ακάθεκτη την αποστολή μου, ακόμη και σε αυτό το ξέφρενο φεστιβάλ» λέει.
Μήπως επειδή ήσουν από τις μεγαλύτερες σε ηλικία, ίσως και περισσότερο ώριμη ως χαρακτήρας, αισθανόσουν αουτσάιντερ, συνεχίζει να επιμένει ο δημοσιογράφος.
«Ναι, ήμουν πάντα αουτσάιντερ» του απαντά. «Πρώτον επειδή ήμουν κορίτσι και δεύτερον επειδή δεν έπινα αλκοόλ και δεν έπαιρνα ναρκωτικά. Ημουν πολιτική ακτιβίστρια και δεν υπήρχαν πολλοί του είδους μου στο Γούντστοκ».
Βέβαια και η μουσική της δεν είχε άμεση σύνδεση με τους ήχους που ακούγονταν στο φεστιβάλ. Ωστόσο, κατάφερνε να ροκάρει τη φολκ μουσική, να δίνει τον ρυθμό και να εναρμονίζεται κυριολεκτικά ως χαμαιλέων με το περιβάλλον. Διαφορετικά θα ήταν σαν «μουσικό διάλειμμα» μέσα στους δυνατούς ήχους. Κάτι που επίσης την έκανε να ξεχωρίζει για τη δύναμη της προσαρμοστικότητάς της.
Ωστόσο, ήταν γνωστή και αυταρχική καλλιτέχνιδα που ήθελε να επιβληθεί στο κοινό της όχι μόνο με τη μουσική, αλλά και τον χαρακτήρα της. Οταν ανέβηκε στη σκηνή, το πρώτο που είχε πει στο μικρόφωνο ήταν «παρακαλώ, καθίστε όλοι κάτω». Τώρα λέει: «Ημουν στρίγγλα, το ξέρω… Ετσι τουλάχιστον με έβλεπαν. Η αλήθεια όμως είναι ότι ήμουν ντροπαλή, είχα υπερβολικό στρες και ήταν ο μόνος τρόπος να το καταπολεμήσω».
Επίσης, στο μεγάλο φεστιβάλ υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες. Κάτι που ούτε καν απασχόλησε την Τζόαν, όπως λέει στον δημοσιογράφο των NYT στον οποίο εξηγεί ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος του φεμινιστικού κινήματος, ούτε χορτοφάγος ούτε οτιδήποτε άλλο που θα την έκανε να αισθανθεί μέρος μιας ομάδας, μόνο και μόνο για να ανήκει κάπου.
Τη δύναμη της φωνής της, όχι μόνο μουσικά, αλλά και πολιτικά, την ενίσχυσαν και κάποιες συγκυρίες. Ηταν μία από τις τρεις καλλιτέχνιδες που τραγούδησαν Μπομπ Ντίλαν. Το «I Shall Be Released», την έφερε πιο κοντά στο κοινό, καθώς ήταν ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά τραγούδια της εποχής. Ενας πραγματικός ύμνος που λάτρευε το κοινό να τραγουδάει μαζί με τον καλλιτέχνη που το ερμήνευε.
Και παρά τα όσα έχει εκφράσει στις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα από τα τραγούδια, τη φωνή και τη μουσική της, δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου νοσταλγική ως άτομο. Οχι όμως επειδή δεν έχει βαθιά συναισθήματα. Αλλά επειδή δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. «Οταν με πιάνει νοσταλγία, είναι τόσο έντονη, που δεν μπορώ να την αντέξω. Για αυτό και την αποφεύγω. Ωστόσο, όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω ότι γίνομαι πιο μαλακή. Τα συναισθήματα λειαίνονται. Ετσι, τον τελευταίο καιρό τα αφήνω να με κατακλύζουν και είναι πραγματικά γλυκά», καταλήγει η ίδια.