Ο Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο Πεκίνο, γεγονός που επιβεβαίωσε τη στενή σχέση των δύο ηγετών εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία. Ή, πάντως, αυτός ήταν ο σκοπός τους.
Ο κινέζος πρόεδρος, απευθυνόμενος στους αντιπροσώπους στο φόρουμ της πρωτοβουλίας «Belt and Road» (BRI), μίλησε κατά των διεθνών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας στην εναρκτήρια ομιλία του. «Η ιδεολογική αντιπαράθεση και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός δεν είναι η επιλογή μας. Εμείς αντιστεκόμαστε στις οικονομικές κυρώσεις, τους οικονομικούς καταναγκασμούς και τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας», είπε ο Σι. Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ επέκτεινε την Τρίτη 17 Οκτωβρίου τους ελέγχους στις εξαγωγές τσιπ και τεχνολογίας προς την Κίνα εν μέσω εντάσεων με το Πεκίνο, σύμφωνα με τον Guardian.
Ο Σι επανέλαβε ότι η Κίνα είναι ηγέτης στην προώθηση της διεθνούς συνεργασίας μέσω των έργων του BRI, στα οποία συμμετέχουν περισσότερες από 150 χώρες και 30 διεθνείς επιχειρήσεις από την ίδρυσή του πριν από μια δεκαετία. «Η Κίνα μπορεί να πάει καλά μόνο όταν ο κόσμος πάει καλά. Οταν η Κίνα τα πάει καλά, ο κόσμος θα γίνει ακόμα καλύτερος», είπε ο Σι στην τελετή έναρξης του φόρουμ, το οποίο προσπάθησε να προβάλει το όραμά του για μια «νέα εποχή».
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, μιλώντας μετά τον Σι, επαίνεσε τις «επιτυχίες των Κινέζων φίλων μας», λέγοντας ότι η επιτυχία της Κίνας είναι «πραγματικά σημαντική για εμάς». Λίγο πριν ξεκινήσει ο Πούτιν, μια ομάδα ευρωπαίων αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένου του πρώην γάλλου πρωθυπουργού Ζαν-Πιερ Ραφαρέν, αποχώρησαν από την αίθουσα, σύμφωνα με το Reuters.
Ο Πούτιν και ο Σι πρόκειται να έχουν προσωπικές και εις βάθος συνομιλίες στο περιθώριο του φόρουμ. Την τελευταία φορά που ο Πούτιν επισκέφθηκε την κινεζική πρωτεύουσα, το 2022, η Ρωσία ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Ουκρανία, κάτι που έγινε μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα.
Οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο Σι πιάστηκε απροετοίμαστος από την εισβολή, η οποία έχει προκαλέσει προβλήματα στον κινέζο ηγέτη που προσπαθεί να ξαναχτίσει τη σχέση του με τους δυτικούς εμπορικούς εταίρους, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έπειτα από τρία χρόνια περιορισμών λόγω Covid και κλειστών συνόρων.
Ωστόσο, η υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία από την έναρξη της εισβολής ήταν σε μεγάλο βαθμό αταλάντευτη. Αν και το Πεκίνο προσπάθησε να πλασαριστεί ως ειρηνοποιός στην Ουκρανία, η συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία κατέστησε σαφή τη δέσμευσή της προς τη Μόσχα.
Η Ρωσία δεν έχει ενταχθεί επίσημα στο BRI, αλλά ο Πούτιν παρευρέθηκε στις δύο προηγούμενες συνόδους κορυφής της πρωτοβουλίας, το 2017 και το 2019, και επωφελήθηκε από την οικονομική υποστήριξη της Κίνας, ειδικά από την έναρξη του πολέμου. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκε σχεδόν κατά 30% τους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2022. Παρόλο που η Κίνα δεν πιστεύεται ότι παρείχε στη Ρωσία όπλα, παρείχε βασική τεχνολογία και υλικό που αποτέλεσαν σωσίβιο για τη ρωσική οικονομία και τις στρατιωτικές προσπάθειες της χώρας.
Τον περασμένο μήνα το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ επέβαλε εμπορικούς περιορισμούς σε 11 κινεζικές εταιρείες, κατηγορώντας ορισμένες από αυτές ότι προμήθευσαν εξοπλισμό κατασκευής drone στη Ρωσία. Υπολογίζεται ότι το 63% των βιομηχανικών εταιρειών στη Ρωσία είχαν στραφεί σε κινέζους προμηθευτές λόγω των κυρώσεων.
Ωστόσο, ο πόλεμος ήταν οδυνηρός για την Κίνα. Ανάλυση που δημοσιεύτηκε νωρίτερα φέτος εκτίμησε ότι το οικονομικό χάος που προκλήθηκε από τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου πληθωρισμού, θα κοστίσει στο κινεζικό ΑΕΠ περίπου 140 δισ. δολάρια ή περίπου το 0,7%, έως τον Δεκέμβριο του 2023, σε σύγκριση με τις προβλέψεις του 2021.
Η Κίνα έχει πληρώσει και διπλωματικό τίμημα. Οι δυτικοί ηγέτες απηύθυναν έκκληση στον Σι να ασκήσει πίεση στον Πούτιν να τερματίσει τη σύγκρουση, χωρίς αποτέλεσμα.
Το φόρουμ του BRI αυτής της εβδομάδας ήταν μια ευκαιρία για τον Σι να ισχυροποιήσει τον έλεγχό του στις δεκάδες χώρες του Νότου που έχουν επωφεληθεί από τη «γενναιοδωρία» της Κίνας από τότε που ξεκίνησε η πρωτοβουλία πριν από δέκα χρόνια. Πολλές από αυτές τις χώρες δεν έχουν λάβει θέση στη σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας. Με αιχμή τα κονδύλια που δαπανά σε επενδύσεις και έργα σε αυτές τις χώρες, ασκεί επάνω τους πολιτικό έλεγχο. Εναν έλεγχο που εκμεταλλεύεται και ο Πούτιν.