«Ισως να μην το κάνεις με την καρδιά σου πια», τραγουδάει ο Τζέικομπ Ντίλαν στην αρχή του νέου άλμπουμ των Wallflowers και ο ακροατής αναρωτιέται αν ο ρόκερ στα 51 του πλέον, αναφέρεται στον εαυτό του, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το ένατό του άλμπουμ με τίτλο «Exit Wounds» μετά από 10 χρόνια αποχής από το στούντιο.
Μπορεί και να το έγραψε για τον ίδιο, απαντά ο καλλιτέχνης, που όσο μεγαλώνει, τόσο περισσότερο μοιάζει και φυσιογνωμικά στον διάσημο πατέρα του, τον Μπομπ Ντίλαν, από τον οποίο έχει πάρει βέβαια το μουσικό ταλέντο.
«Το τραγούδι είναι μία συζήτηση που μπορεί να έχει κάποιος με τη μούσα του και να αναρωτιέται αν τα πράγματα έχουν το ίδιο νόημα που είχαν παλιά και αν ακόμα έχεις τη φλόγα μέσα σου για να κάνεις αυτό που έκανες», εξομολογείται ο τραγουδιστής στον δημοσιογράφο της Washington Post.
Απάντηση πάντως σε αυτό δεν έχει να δώσει ο ίδιος, «Είναι απλά μία ερώτηση. Πρέπει πάντα να κάνεις τα πράγματα με την καρδιά σου, αλλιώς δεν έχει νόημα», λέει.
Ο Ντίλαν πάντως ήταν πάντα καλύτερος στο να κάνει τις σωστές ερωτήσεις, που αποπνέουν μία σοφία, λέει ο διάσημος μουσικός και παραγωγός Τι Μπόουν Μπερνέτ, παλιός συνεργάτης του πατέρα του, που έκανε την παραγωγή στο άλμπουμ «Bringing Down the Horse», τη μεγαλύτερη επιτυχία του με τους Wallflowers, που τον έκανε γνωστό το 1996.
Ηταν το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, το οποίο στην ουσία είναι μόνος του ο Ντίλαν, που γράφει όλα τα τραγούδια και αποφασίζει για τον ήχο στο στούντιο. Τα υπόλοιπα μέλη δεν είναι σταθερά, είναι μουσικοί που τον συνοδεύουν είτε στο στούντιο είτε στις περιοδείες και αλλάζουν συχνά.
Το πρώτο τους άλμπουμ δεν είχε επιτυχία, όμως το δεύτερο πούλησε έξι εκατομμύρια αντίτυπα και κάποια τραγούδια τους έγιναν πολύ γνωστά, όπως το «One headlight», στο οποίο τους συνόδεψε στη σκηνή των Γκράμι και ο Μπρους Σπρίννγκστιν. Την ίδια χρονιά, οι Wallflowers κέρδισαν και Γκράμι.
Τότε μόνο έγινε γνωστό ότι ο ένας από τους γιους του Μπομπ Ντίλαν ήταν μουσικός και μάλιστα πολύ καλός.
Για χρόνια δεν ανέφερε ποτέ ποιος ήταν ο πατέρας του στις συνεντεύξεις του, γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστός ως «ο γιος του Ντίλαν». Ηθελε να τον ξέρουν μόνο για τη δική του μουσική και το δικό του ταλέντο.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η σχέση των δυο τους είναι κακή. «Είναι πολύ καλή, αν και όχι παραδοσιακή. Δεν καβγαδίσαμε ποτέ, ήμουν ένα παιδί υγιές και ευτυχισμένο. Ο πατέρας μου μπορεί να έκανε μια υπέροχη δουλειά, αλλά δεν είχα καβαλήσει τα σύννεφα. Οπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου ασχολιόμουν με τη μουσική, με την ενθάρρυνση και των δύο γονιών μου. Βεβαίως, από το σημείο αυτό μέχρι την επαγγελματική σταδιοδρομία υπάρχει απόσταση, αλλά εγώ ήδη από την ηλικία των 15 ετών είχα αποφασίσει πως θέλω να γίνω ποπ σταρ». Οσο για τον πατέρα του, «άκουγε, χαμογελούσε, αλλά τον δρόμο μου τον βρήκα μόνος μου, με τους φίλους μου», είπε ο Τζέικομπ.
Προσωπική μπάντα…
Το νέο του άλμπουμ είναι μία επιστροφή στον παλιό χαρακτηριστικό ήχο της μπάντας, που παίζει σε ένα μικρό ροκ μπαρ: Κιθάρα, μπάσο, πιάνο, πλήκτρα και τύμπανα. Ο ίδιος παίζει κιθάρα και τραγουδάει. «Τα τραγούδια όλα είναι δικά μου, οι μουσικοί αλλάζουν σε κάθε άλμπουμ σχεδόν. Μόνο εγώ μένω σταθερός. Αν θεωρείς ότι οι Wallflowers έχουν έναν χαρακτηριστικό ήχο, αυτός είναι ο δικός μου, με τις επιλογές που κάνω στο στούντιο, με τη μουσική μου και τη φωνή μου».
Η βαθιά χαρακτηριστική φωνή του θυμίζει τον Σπρίνγκστιν και τον Γουόρεν Ζιβόν, λέει ο Μπερνέτ, που ακούγεται σαν κάποιον που καπνίζει πολύ και πίνει ουίσκι. «Οπως και η εντιμότητά του. Μου αρέσει που δεν αλλοιώνει τη φωνή του, δεν κάνει “παιχνίδια”. Ολοι μας μεγαλώσαμε τραγουδώντας σαν κάποιο ίνδαλμά μας, όμως, τελικά, αυτό που μετράει είναι οι ιστορίες. Και νομίζω ότι ο Τζέικομπ λέει ιστορίες πολύ ωραία και καθαρά».
Εχει εξασκηθεί βέβαια από μικρός σε ένα σπίτι που ξεχείλιζε από νότες. Στα 18 του έγραψε το πρώτο του «ώριμο» τραγούδι το «6th Avenue Heartache», το οποίο αργότερα έγινε επιτυχία, αλλά είχε μπάντες από το γυμνάσιο ακόμα.
Το 1992, οι Wallflowers έβγαλαν το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο λίγοι άκουσαν. Ο Τι Μπόουν Μπερνέτ ανέλαβε την παραγωγή στο δεύτερο άλμπουμ, τέσσερα χρόνια αργότερα και πέρασε μήνες μαζί τους στο στούντιο μέχρι να μπορέσουν να μάθουν τα κόλπα. Του άρεσαν πολύ τα τραγούδια του Τζέικομπ και για αυτό έμεινε. Τον ήξερε από τριών ετών γιατί συμμετείχε σε περιοδείες με τον Μπομπ Ντίλαν. «Θαύμαζα το κουράγιο του να μπει στον χώρο της μουσικής με τέτοιο όνομα, στησκιά του πατέρα του», λέει ο Μπερνέτ.
Τα επόμενα άλμπουμ δεν είχαν ανάλογη επιτυχία, όμως ο Ντίλαν λέει ότι δεν τον πείραξε ποτέ αυτό. Δεν άλλαξε το στυλ του για να γίνει πιο τρέντι, παρόλο που πολλοί θαυμαστές του ενηλικιώνονταν και άλλαζαν ακούσματα.
«Εγραψα τραγούδια για τα οποία ήμουν πολύ περήφανος, τα οποία δεν τα πρόσεξε το κοινό. Δεν είναι για όλους. Το “One headlight” είναι για όλους. Δεν ξέρω γιατί. Το “6th Avenue Heartache” το ίδιο. Το “Up from Under” (ένα φολκ-κάντρι χαμηλόφωνο, σχεδόν σόλο, τραγούδι) δεν είναι. Αλλά εκεί είναι που βρίσκεις το καλό υλικό ενός τραγουδοποιού».
Στον Ντίλαν αρέσουν οι καουμπόηδες και τα άλογα, και οι αναφορές είναι συχνές στα τραγούδια του. «Δεν ξέρω γιατί όμως, δεν το έχω σκεφτεί. Μου αρέσει η γλώσσα, μου αρέσουν οι εικόνες».
Αλλωστε αυτό είναι το στυλ του: ένας μοναχικός τροβαδούρος να λέει τις ιστορίες του με μία κιθάρα γύρω από τη φωτιά σε μία κατασκήνωση, και όχι ένας ρόκερ σε στάδια.
Αλλά και στον Θεό είναι συχνές οι αναφορές του, θυμίζοντας ραβίνο, με στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη. Οπως λέει ο Μπερνέτ, μου αρέσουν πολύ αυτές οι ερωτήσεις που κάνει στα τραγούδια του, που δεν έχουν απάντηση, δεν βρίσκεις άκρη. Οπως ο πατέρας του έγραψε το περίφημο, “η απάντηση πλανάται στον αέρα”. Τι σημαίνει αυτό; Ο Τζέικομπ έχει κάτι παρόμοιο, μία σοφία από τον παλιό κόσμο».
Θεός αν είναι…
«Για μένα», λέει ο Ντίλαν, «ο Θεός είναι μία μεταφορική έννοια, που έχει να κάνει με τις προτιμήσεις σου στα όρια και την καθοδήγηση και η συνειδητοποίηση ότι δεν πρόκειται μόνο για σένα, ούτε για τα χειροπιαστά πράγματα γύρω σου, αλλά ότι υπάρχει μία ανώτερη δύναμη. Πρέπει να έχεις κάποιον στη ζωή σου τον οποίο να φοβάσαι να απογοητεύσεις και να τον προσέχεις. Κι αν δεν έχεις, μπορείς να τον αναπληρώσεις με τον Θεό».
Ο ίδιος βέβαια, έχει τη σύζυγό του με την οποία κοντεύει 30 χρόνια γάμου και τους τέσσερις γιους του να φροντίζει και να προσπαθεί να μην απογοητεύσει. «Το ότι είμαι πατέρας, βρίσκεται σε όλα μου τα τραγούδια».
Μπορεί να μην του φαίνεται από αυτά που λέει, αλλά ο Ντίλαν είναι χαλαρός και αισιόδοξος, παρόλο που παραδέχεται ότι στα 51 του πλέον, υπάρχει περισσότερος δρόμος πίσω του παρά μπροστά του.
Αλλά επιμένει: «Στα τραγούδια μου θέλω να υπάρχει η ελπίδα. Εστω και 1% ελπίδα, γιατί θέλω να την αισθάνομαι. Δεν θέλω να προσθέσω αρνητικότητα στον κόσμο».
Και από ό,τι δηλώνει, θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει για πολλά χρόνια ακόμα –απαντώντας τελικά στην αρχική του ερώτηση– επειδή εξακολουθεί να το κάνει με την καρδιά του. «Οι Wallflowers θα συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησα πριν χρόνια. Σημαίνουν ακόμα πολλά για μένα και έχω πολλή δουλειά ακόμα να κάνω».