«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα: εάν θέλουμε μετά τη συμφωνία να ακολουθήσει η εφαρμογή, οι δέκα μεγαλύτεροι “παραγωγοί” CO2 μεταξύ πετρελαιοπαραγωγών και ιδιαίτερα βιομηχανοποιημένων χωρών, καθώς και μη ισορροπημένων στη χρήση πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου, θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία, και μάλιστα γρήγορα, για πολυμερείς διαπραγματεύσεις, ούτως ώστε να συμφωνήσουν στις αντίστοιχες περικοπές εκπομπών (αερίων του θερμοκηπίου). Εδώ έγκειται το επόμενο κρίσιμο σημείο» υποστηρίζει ο Τζέφρι Σακς.
Ωστόσο, δεν είναι απαισιόδοξος: «Είναι σίγουρα θετικό ότι μια τέτοια συμφωνία επιτεύχθηκε σε μια διάσκεψη του ΟΗΕ, και εγώ πιστεύω στον ΟΗΕ» είπε σε συνέντευξή του στην ιταλική La Repubblica. Και πώς να μην πιστεύει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ο διακεκριμένος αμερικανός οικονομολόγος, καθηγητής στο Κολούμπια και διευθυντής του Κέντρου για την Βιώσιμη Ανάπτυξη του περίφημου αμερικανικού πανεπιστημίου, όταν εργάζεται σε αυτόν εδώ και πολλά χρόνια;
Καταρχάς, εκτελεί χρέη προέδρου του Δικτύου Λύσεων Αειφόρου Ανάπτυξης, ενός οργανισμού που συστάθηκε το 2012. Υπήρξε επίσης ειδικός σύμβουλος του Κόφι Ανάν (2001-2007), του Μπαν Κι Μουν (2008-2016) και του Αντόνιο Γκουτέρες (2017-2018), ενώ σήμερα είναι επίσης συνήγορος του γ.γ. του ΟΗΕ για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs).
Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα της COP28, της Συνόδου του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή που ολοκληρώθηκε την Τετάρτη στο Ντουμπάι, έκανε λόγο για «διπλωματική νίκη», σημειώνοντας όμως ότι «η διπλωματία θα έπρεπε ενδεχομένως να είναι ελαφρώς διαφορετική: Θα έπρεπε να ζητηθεί πιο αυστηρά από τις χώρες, τουλάχιστον τις πιο “ένοχες”, πρώτα απ’ όλα ένας ακριβής ποσοτικός προσδιορισμός των τρεχουσών εκπομπών τους (ας μην ξεχνάμε ότι παγκοσμίως υπήρχαν 26 δισ. τόνοι CO2 στην ατμόσφαιρα πριν από 20 χρόνια, ενώ σήμερα υπάρχουν 37 δισ.), καθώς και ένα πιο λεπτομερές πρόγραμμα προσαρμογής» εξήγησε.
Αναφέροντας ο ιταλός συνομιλητής του πως στη συμφωνία υπάρχει μια αρκετά δεσμευτική αναφορά στις υποχρεώσεις κάθε χώρας, ο Τζέφρι Σακς υποστήριξε ότι «οι όροι που τέθηκαν είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι: μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 43% έως το 2030 και κατά 60% έως το 2035 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, και μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050. Οπως προείπα, πρέπει να εστιάσουμε στους μεγάλους ρυπαντές, στα 10 κράτη που πρέπει να καταβάλουν αμέσως τις μέγιστες δυνατές προσπάθειες προσπάθειες».
Ποιες είναι αυτές οι 10 χώρες; Η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Ινδονησία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, το Ιράν και το Ιράκ: από κοινού φέρουν την ευθύνη για τα 3/4 των εκπομπών ορυκτών καυσίμων. «Θα πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους, να σχηματίσουν ένα είδος καρτέλ τύπου ΟΠΕΚ+ και να συμφωνήσουν σε μια στρατηγική. Ας είμαστε ξεκάθαροι, οι χειραψίες και τα χαμόγελα στο Ντουμπάι μετά το πέρας δύο εξαντλητικών εβδομάδων διαπραγματεύσεων είναι σε κάθε περίπτωση καλός οιωνός σε έναν κόσμο όπου τα περιβαλλοντικά, τα πολιτικά και τα στρατιωτικά προβλήματα είναι όλα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ας πούμε ότι τώρα πρέπει να αποδειχθεί ότι μέσω του περιβάλλοντος θα επιτευχθεί και η παγκόσμια ειρήνη. Ας ελπίσουμε ότι θα συμβεί».
Ζήτημα, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί και το κόστος της πράσινης μετάβασης, με τον Τζέφρι Σακς να υποστηρίζει ότι στη σύνοδο θα έπρεπε να καταβληθούν προσπάθειες για καλύτερα αποτελέσματα.
«Δεδομένων των οικονομικών δυσκολιών πολλών χωρών, η οικολογική μετάβαση, ήδη σήμερα μια από τις αιτίες της έκρηξης του παγκόσμιου χρέους, ανατίθεται κυρίως στις ίδιες τις ενεργειακές εταιρείες, μερικές από τις οποίες –δεν μπορώ να το αρνηθώ– επιδεικνύουν έναν συγκεκριμένο βαθμό υπευθυνότητας: είναι αλήθεια ότι η χώρα που φιλοξένησε τη Σύνοδο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πρωτοστατεί στην ηλιακή ενέργεια και στα φωτοβολταϊκά συστήματα, χάρη στους οικονομικούς πόρους που διαθέτει. Αλλού, όμως, δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα ή δεν χρησιμοποιούνται σωστά» εξήγησε ο Σακς, αναφέροντας ενδεικτικά πως η κυβέρνηση Μπάιντεν παρείχε μεν σημαντικά φορολογικά κίνητρα με στόχο την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών ρύπων, αλλά δεν έλαβε κανένα μέτρο ικανό να ενθαρρύνει τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου.