Υφεση 10% το 2020, ανάκαμψη 4,2% το 2021 και 4,8% το 2022 «βλέπει» στο βασικό της σενάριο η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την Εκθεση της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που δόθηκε στη δημοσιότητα την Πέμπτη.
Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022 αποδίδεται στην εκτίμηση για σημαντική ενίσχυση της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην οικονομία σχετίζεται με τη διάρκεια και την έκταση της πανδημίας σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο, ενώ μεταξύ των κυριότερων κινδύνων τονίζεται αυτός της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) ως απόρροια της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Στον αντίποδα, ως θετικές εξελίξεις αναφέρονται η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και η επιτάχυνση των εμβολιασμών για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Στην Εκθεση τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τον τραπεζικό τομέα να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο περιβάλλον προκειμένου να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλισθεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, κυρίως στη μετά την πανδημία περίοδο.
Πιο συγκεκριμένα οι τρεις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο εγχώριος τραπεζικός τομέας είναι σύμφωνα με την ΤτΕ οι εξής:
- Το υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ως αποτέλεσμα της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών.
- Η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit),το οποίο, επίσης, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες προβαίνουν σε ενέργειες μείωσης του αποθέματος των ΜΕΔ.
- Η χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Σημειώνεται ότι η τελευταία εκτίμηση των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα οικονομετρικά μοντέλα της για τον υπολογισμό των νέων ΜΕΔ και τις πρόσφατες μακροοικονομικές παραδοχές, είναι για €8 δισ. έως €10 δισ. νέων ΜΕΔ το 2021, χωρίς να είναι δυνατή η εκτίμηση του πληθυσμού που θα προέλθει από τους ενήμερους δανειολήπτες σε καθεστώς αναβολής πληρωμών.
Αναπόφευκτη η αύξηση των «κόκκινων» δανείων
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η εμφάνιση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων (αλλά και στην πλειονότητα των χωρών της ευρωζώνης) έπειτα από μία απότομη μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 10% για το 2020, φαντάζει αναπόφευκτη. Ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίπτωση στους κλάδους της οικονομίας ήταν ασύμμετρη αλλά και του γεγονότος ότι μέρος των πιστούχων (ιδίως οι Μικρομεσαίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις – ΜΜΕ) χτυπήθηκαν από την πανδημία την περίοδο όπου ήταν σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση έχοντας ακόμα ασθενή χρηματοοικονομικά μεγέθη. Ενδεικτικά, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020, ο δείκτης ΜΕΔ στις ΜΜΕ ανέρχεται σε 47% και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις στο 55%.
Προκειμένου να μετριαστεί η επίπτωση από την πανδημία, οι αρχές έλαβαν πρωτοφανή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης, ενώ οι εποπτικές αρχές έδειξαν ευελιξία, κυρίως όσον αφορά τον εποπτικό χειρισμό των πιστούχων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών τόκων ή/ και κεφαλαίου (moratoria) αλλά και τη δυνατότητα χρήσης από τις τράπεζες των κεφαλαιακών περιθωρίων μέχρι τα όρια της κεφαλαιακής απαίτησης του Πυλώνα ΙΙ, προκειμένου να διατηρήσουν απρόσκοπτη την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, αλλά και να απορροφήσουν τις ζημιές από την πανδημία λόγω της χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού.
Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων, σημειώνεται, παραμένει πολύ υψηλός, πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η πανδημία αναμένεται να πλήξει περαιτέρω την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Με δεδομένη την παράταση των μέτρων προστασίας των δανειοληπτών για αναστολή καταβολής των δόσεων των δανείων (moratoria) και της σταδιακής άρσης αυτών μέσα στο 2021, η εκτίμηση του ύψους των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν από τη πανδημία δεν είναι εφικτή με ακρίβεια.
Εντούτοις, γίνεται κατανοητό ότι θα είναι σημαντική και άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χρόνο και την πορεία ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Περαιτέρω, εκτιμάται ότι η πρόωρη λήξη της ισχύος των κρατικών μέτρων στήριξης, ιδίως των δημοσιονομικών, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Οι προσπάθειες μείωσης του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά τη διάρκεια του 2020 αποτιμώνται θετικά.
Το απόθεμα των ΜΕΔ στο τέλος του εννεαμήνου διαμορφώθηκε στα 58,7 δισεκ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 14,3% ή 9,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ), ενώ ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 35,8%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι 48,5 δισεκ, ευρώ είναι η μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ από την υψηλότερη τιμή του που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.
Η τάση αποκλιμάκωσης του αποθέματος ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του έτους κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου από μία συστημική τράπεζα στο πλαίσιο ολοκλήρωσης υναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hive down).
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελεί την πρώτη τιτλοποίηση στην Ελλάδα που όταν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου θα έχει αξιοποιήσει το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), ενώ αντίστοιχες ενέργειες και από τις άλλες συστημικές τράπεζες έχουν δρομολογηθεί στο πλαίσιο μείωσης του υφιστάμενου ποθέματος ΜΕΔ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (NPL ratio) μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25% περίπου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας. Το ποσοστό αυτό θα εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιο του μέσου όρου τραπεζών που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,9% με στοιχεία Ιουνίου 2020).
Από την έναρξη της πανδημίας τον Μάρτιο 2020, οι τράπεζες στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη προέβησαν σε ρυθμίσεις αναστολής των πληρωμών των δανείων των οφειλετών (moratoria) προκειμένου να διευκολύνουν τους δανειολήπτες.
Τα μέτρα αυτά απευθύνονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα με οικονομικές δραστηριότητες που έχουν πληγεί σημαντικά από τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Βάσει των στοιχείων που υποβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Τράπεζα της Ελλάδος, με στοιχεία Νοεμβρίου 2020, το ποσό των δανείων σε καθεστώς αναστολής πληρωμών σε ενοποιημένη βάση ανέρχεται σε 21,0 δισεκ. ευρώ και αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 12% του συνολικού ποσού δανείων στο τραπεζικό σύστημα.
Ανω του 80% των δανείων με αναστολή πληρωμών είναι ενήμερα δάνεια (αποτελούν περίπου το 15% των ενήμερων δανείων) και έχουν σχετικά περιορισμένη κάλυψη με προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο (περίπου 3%).
Τα δάνεια με αναστολή πληρωμών είναι σε ποσοστό 60% προς επιχειρήσεις και 40% προς φυσικά πρόσωπα. Η διάρκεια της αναστολής ορίζεται κατά περίπτωση ανά τράπεζα και για τα περισσότερα δάνεια είναι με λήξη στο τέλος του 2020 – αρχές του 2021.
Ένα τρίτο των ρυθμίσεων αφορά τον κλάδο εστίασης και παροχής καταλύματος, το 17% το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ ακολουθούν ο κλάδος των μεταφορών και αποθήκευσης (12%) και η μεταποίηση (12%).
Δεν αρκεί ο «Ηρακλής»
Με γνώμονα την υφιστάμενη κατάσταση οι σημαντικές θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει, τόσο το 2020, όπως η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου και η ενεργοποίηση του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme –HAPS), όσο και τα προηγούμενα χρόνια προς τη κατεύθυνση επίλυσης του προβλήματος των ΜΕΔ είναι ορθές, αλλά δεν επαρκούν, επισημαίνει η ΤτΕ και επανέρχεται στο θέμα της «Bad Bank».
Για τον λόγο αυτό, τονίζεται, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η υιοθέτηση ενός κεντρικού σχήματος διαχείρισης των ΜΕΔ, αποτελεί μία στρατηγική η οποία στοχεύει στην επίλυση συνολικά των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Παρέχει τη δυνατότητα για ανάταξη του τραπεζικού τομέα με πλήρη εξυγίανση του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η προσαρμογή του ελληνικού τραπεζικού τομέα στη νέα πραγματικότητα επιβάλλει τη διαμόρφωση μίας συνολικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ. Η αναγκαιότητα διαμόρφωσης μίας τέτοιας στρατηγικής προβάλλεται και ενισχύεται και από το σχέδιο δράσης που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες θα πρέπει να κινηθούν τα κράτη-μέλη.
Η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα προσδώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η υλοποίηση του Σχεδίου Ανάπτυξης
Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας αναμένεται να στηριχτεί κατά κύριο λόγο στην υλοποίηση του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας με την αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU. Εντούτοις, η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί τη συνδρομή και τη δυνατότητα του τραπεζικού τομέα να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη διαμεσολαβητική του λειτουργία. Συνεπώς, απαιτείται αντίστοιχα η λήψη αποφάσεων για την υλοποίηση μίας ενιαίας στρατηγικής και η συνδρομή όλων των εμπλεκόμενων μερών στο πλαίσιο ενίσχυσης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το 2020 καθορίστηκε από την υγειονομική κρίση COVID-19 η οποία διατάραξε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και είχε σημαντική αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα, η προσωρινή αναστολή της δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων και η μεγάλη υποχώρηση του τουρισμού οδήγησαν σε μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, γεγονός που αποτυπώθηκε στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε για το εννεάμηνο του 2020, η οποία ανήλθε στο 8,5%, ενώ εκτιμάται ότι τελικά για το σύνολο του έτους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το 34% των δανείων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών ανήκει στην κατηγορία με σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου βάσει του ΔΠΧΑ 9 (Stage 2). Το γεγονός αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί νέος κύκλος ΜΕΔ από δανειολήπτες που δεν θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η διενέργεια συναλλαγών τιτλοποίησης θα επιφέρει μείωση τριών μονάδων κατά μέσο όρο στον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκε μεν έναντι του Δεκεμβρίου 2019, αλλά διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) να διαμορφώνεται σε 16,3% τον Σεπτέμβριο του 2020. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 15,2 δισεκ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος το επόμενο έτος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αποτύπωση των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν από την πανδημία στους ισολογισμούς των τραπεζών σε συνδυασμό με τη διενέργεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που θα διεξαχθεί την άνοιξη του 2021, τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας (prudential backstop), θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα λόγω αρνητικής ή χαμηλής κερδοφορίας δεν διαφαίνεται πιθανή η δυνατότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα επηρεάστηκε αρνητικά από την αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας σε τέσσερις κυρίως περιοχές:
- στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού,
- την κερδοφορία,
- την κεφαλαιακή επάρκεια και
- τη ρευστότητά του
.Ωστόσο, η λήψη μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία.
Στον τομέα της ρευστότητας καθοριστικά επέδρασαν τα μέτρα που έλαβε το Ευρωσύστημα αναφορικά με τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών, το οποίο μεταξύ άλλων κατέστησε αποδεκτούς για το έκτακτο πρόγραμμα αγορών λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) και ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης τους τίτλους που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς επίσης και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις και συγχρηματοδότηση τραπεζικών πιστώσεων.
Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα θετικά συνετέλεσε η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων οι οποίες συνέχισαν να κινούνται καθοδικά το β΄ εξάμηνο του 2020. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για την άντληση χρηματοδοτικών πόρων, μειώνοντας αντίστοιχα και το κόστος χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Παράλληλα, η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου συνέβαλε καθοριστικά στην καταγραφή κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις, που εν μέρει αντιστάθμισαν τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους και την αύξηση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Ωστόσο, εκτιμάται ότι η μεσοπρόθεσμη επίδραση της πανδημίας τόσο στη κερδοφορία, όσο και στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών θα είναι σημαντική.
Οι συστάσεις
Γίνεται κατανοητό ότι παρά τα μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση που έχει λάβει η πολιτεία για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών αλλά και τα μέτρα που έχουν ήδη ανακοινώσει οι τράπεζες για τη σταδιακή επιστροφή της δόσης των πιστούχων που βγαίνουν από καθεστώς αναστολής πληρωμών στα προηγούμενα επίπεδα, θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας. Η χρονική στιγμή που είναι πιθανό να γίνουν ορατές οι επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και το μέγεθος αυτών θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την έκταση του εγκλεισμού, το βάθος της ύφεσης και η επακόλουθη πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, τα τυχόν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών που θα ληφθούν από το κράτος εντός των δυνατοτήτων του αλλά και από την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που θα μπορέσουν να προσφέρουν οι τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι οι τράπεζες οφείλουν στο μεταξύ να αναγνωρίσουν στους ισολογισμούς τους τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και να εξασφαλίσουν τα αναγκαία κεφαλαιακά αποθέματα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο σημαντικής αύξησης των ΜΕΔ. Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστριών τραπεζών τους, δεδομένων των συγκριτικά αρκετά υψηλότερων δεικτών ΜΕΔ ήδη προ της εμφάνισης των νέων ΜΕΔ λόγω της πανδημίας. Τα μαθήματα του παρελθόντος – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες – μας έχουν διδάξει ότι η εμπροσθοβαρής αναγνώριση και επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ είναι μονόδρομος για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την ανάδειξή του σε μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη.
Το εννεάμηνο του 2020 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 688 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Τα λειτουργικά έσοδα, το εννεάμηνο του 2020, αυξήθηκαν σημαντικά σε ετήσια βάση, λόγω της αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες.
Τα καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ενισχύθηκαν κατά 85% σε ετήσια βάση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών είναι μη επαναλαμβανόμενα. Ειδικότερα τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, προερχόμενα κυρίως από κέρδη που προέκυψαν από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου. Όσον αφορά το κόστος πιστωτικού κινδύνου, η τάση αποκλιμάκωσής του αντιστράφηκε το εννεάμηνο του 2020, καθώς οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο διπλασιάστηκαν σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, το εννεάμηνο του 2020 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 4 δισεκ. ευρώ έναντι 2 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Από αυτές, 1 δισ. ευρώ αντανακλά την ενσωμάτωση των δυσμενέστερων μακροοικονομικών προβλέψεων εξαιτίας της πανδημίας στα υποδείγματα των τραπεζών για τον υπολογισμό ζημιών απομείωσης, 1,5 δισ. ευρώ σχετίζεται με την πώληση μεγάλου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ από μια συστημική τράπεζα και 1,5 δισ. ευρώ αποτελεί γενικές και ειδικές προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Το εννεάμηνο του 2020 η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε αλλά παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,6% τον Σεπτέμβριο του 2020 από 16,2% τον Δεκέμβριο του 2019, και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 16,3%, από 17,3% αντίστοιχα. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (Fully Loaded), ο Δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 9,4% το εννεάμηνο του 2020 σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019. Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια επηρεάστηκαν αρνητικά από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, καθώς και από την καταγραφή ζημιών μετά από φόρους. Παράλληλα, το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό μειώθηκε κατά 3,5% το εννεάμηνο του 2020 ως αποτέλεσμα του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και της πώλησης χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα δέχθηκαν σημαντικές πιέσεις στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2020, λόγω επίδρασης της πανδημίας με αποτέλεσμα τη μείωση στις διατραπεζικές συναλλαγές και στις συναλλαγές repos.
Εντούτοις, οι συντονισμένες θεσμικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο οδήγησαν σε σταθεροποίηση της ρευστότητας από το β΄ τρίμηνο του 2020 και σε ανάκαμψη των αγορών. Σε εγχώριο επίπεδο, η έγκαιρη λήψη δημοσιονομικών μέτρων συνέβαλε στην ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, στη στήριξη της κατανάλωσης και στην άμβλυνση των αρνητικών επιδράσεων στην πραγματική οικονομία.
Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών είναι σε όλη τη διάρκεια του 2020 οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα να συνεχίζουν να αυξάνονται, εξαιτίας της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας, της αναβολής καταναλωτικών και άλλων δαπανών, των άμεσων κρατικών ενισχύσεων που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων για τη στήριξη της ρευστότητάς τους και της χρήσης της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων.
Στην Ελλάδα οι “λοιποί” τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν μικρό μόλις τμήμα του και αντίστοιχα περιορισμένη είναι και η επίδρασή τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, η σύνδεσή τους με τον τραπεζικό κλάδο και ο ρόλος τους στις οικονομικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαία την παρακολούθηση της δραστηριότητάς τους.
Η πανδημία COVID-19 επέφερε το 2020 σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, επιταχύνοντας τη μετάβασή τους σε ψηφιακό περιβάλλον με σκοπό την εξυπηρέτηση των πελατών τους, αλλά και την ανάπτυξη νέων καναλιών διανομής των προϊόντων τους.
Ωστόσο, η λήψη δημοσιονομικών μέτρων για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και η πολιτική χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών τροφοδοτούν τη διατήρηση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο αρνητικών επιπτώσεων, τόσο για τα μακροχρόνια έσοδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όσο και τις μακροχρόνιες υποχρεώσεις αυτών. Ειδικότερα, περισσότερο επηρεάζονται οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν επενδυτικά προϊόντα βασισμένα στην ασφάλιση εγγυημένων αποδόσεων, αφού περιορίζει τις δυνατότητές τους να καλύπτουν τις αποδόσεις που έχουν εγγυηθεί στους ασφαλισμένους τους.
Το 2020 η απρόσκοπτη λειτουργία των υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς, δηλαδή των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, συνέβαλε θετικά στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω της αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των συναλλαγών.
Όσον αφορά στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, η χρήση τους παρέμεινε αυξημένη σε όρους αριθμού και αξίας συναλλαγών παρά την κάμψη που καταγράφηκε στις διενεργηθείσες πληρωμές με κάρτες πληρωμών το α΄ εξάμηνο 2020 σε σχέση με το β΄ εξάμηνο 2019.
- Διαβάστε ολόκληρη την Eκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας