Αρχισε, οπότε, η εποχή Μπάιντεν. Ο γηραιός Τζο ορκίστηκε, επιτέλους, 46ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και η μετάβαση της εξουσίας από τον 45ο πρόεδρο – μία διαδικασία που έμοιαζε ατέρμονη κι αποτέλεσε τελικά την πιο μεγάλη δοκιμασία που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η αμερικανική δημοκρατία από την εποχή του Λίνκολν – ολοκληρώθηκε ομαλά.
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ επέστρεψε στο «σπίτι» του στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα ενώ ο νυν βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, έτοιμος να εργαστεί σκληρά με στόχο να ενώσει την Αμερική, όπως επισήμανε ο ίδιος την Τετάρτη κατά την εναρκτήρια ομιλία του.
Πώς, όμως, σκοπεύει να επιτύχει αυτόν τον ιδιαίτερο δύσκολο στόχο ο Τζο Μπάιντεν και ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει; Από την πλημμύρα των σχολίων και των γνωμών και των αναλύσεων που δημοσιεύονται το τελευταίο διάστημα στον αμερικανικό και διεθνή Τύπο, διαπιστώνεται πως τρεις είναι οι προκλήσεις με τις οποίες πρόκειται να αναμετρηθεί ο νέος αμερικανός ηγέτης.
Η πολιτική πρόκληση
Ο Τζο Μπάιντεν πρέπει να ξεκινήσει να ενώνει την Αμερική από την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, την «στρατιωτικοποιημένη» Ουάσιγκτον, όπου ενόψει της ορκωμοσίας του μετέβησαν περισσότεροι εθνοφρουροί από τους αμερικανούς στρατιώτες που υπηρετούν στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Συρία.
«Η στρατιωτικοποίηση του κέντρου της Ουάσιγκτον αποτελεί ένα προπαγανδιστικό δώρο στους αυταρχικούς ηγέτες παντού στον κόσμο. Θα πουν πως αυτή είναι η κατάληξη του φιλελευθερισμού: οι εμφύλιες διαμάχες και ένα κράτος σε κατάσταση πολιορκίας. Το χειρότερο, όσον αφορά την επίδειξη δύναμης έγκειται στο ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι δικαιολογημένη», υποστηρίζει ο Τζανάν Γκανίς των Financial Times.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που ο κινεζικός αυταρχισμός δεν σταματά να σημειώνει επιτυχίες. Η κινεζική οικονομία δεν περιορίστηκε στο να αποφύγει την ύφεση αλλά ανέκαμψε δυναμικά, τα κινεζικά εμβόλια εξάγονται σε πλήθος χωρών από την Ινδονησία και τα κράτη του Περσικού Κόλπου έως την Τουρκία και την Ουγγαρία, ενώ η κινεζική κυβέρνηση υπέγραψε μια σημαντική επενδυτική συμφωνία με την ΕΕ, η οποία εμφανίζεται έτοιμη να διαφωνήσει, εάν κριθεί απαραίτητο, με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση όσον αφορά τις σχέσεις της Δύσης με την αναδυόμενη υπερδύναμη της Ανατολής.
Αυτός είναι ο κόσμος που καλείται να αντιμετωπίσει ο Τζο Μπάιντεν στη διεθνή σκηνή και τόσες πολλές ευθύνες στις πλάτες του ένας νέος αμερικανός πρόεδρος έχει να σηκώσει από το 1945, χρονιά κατά την οποία ο Χάρι Τρούμαν είχε δηλώσει πως αισθανόταν όχι μόνον το βάρος της προεδρίας αλλά και της «σελήνης, των άστρων και όλων των πλανητών», μας πληροφορεί ο αρθρογράφος της έγκριτης λονδρέζικης εφημερίδας.
Ο 21ος αιώνας δεν ξεκίνησε ευοίωνα για τις ΗΠΑ και, κατ’ επέκταση για όλη τη Δύση. Η κατάσταση ήταν ήδη επιβαρυμένη λόγω των «ατέρμονων πολέμων» των ΗΠΑ, επιδεινώθηκε κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τέθηκε εκτός ελέγχου με τον πλέον τραγικό τρόπο κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Η Δύση έχει ανάγκη από μία επιτυχία», υποστηρίζει ο Γκανίς, για να τονώσει το ηθικό της, καταρχάς, αλλά και για να αποκαταστήσει την φήμη της στον υπόλοιπο κόσμο, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Τζο Μπάιντεν πρέπει πάση θυσία να επιτύχει τους στόχους του. Στην περίπτωση που αποτύχει, τότε ενδέχεται να καταστεί το κινεζικό μοντέλο διακυβέρνησης εξίσου, αν όχι περισσότερο, ελκυστικό με το αμερικανικό/δυτικό μοντέλο. «Χώρες με συστήματα μεταξύ της πολυκομματικής δημοκρατίας και του αυταρχισμού μπορεί να καταλήξουν να θεωρούν τον αυταρχισμό ως το κυρίαρχο σύστημα του αιώνα», προειδοποιεί ο Γκανίς.
Οσον αφορά τις πιθανές συνέπειες μίας αποτυχίας της κυβέρνησης Μπάιντεν στο εσωτερικό των ΗΠΑ, το έδαφος θα έχει καταστεί πρόσφορο εκ νέου για την επιστροφή του λαϊκισμού και ενός «ικανότερου» Ντόναλντ Τραμπ ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024 καθώς «υφίσταται μία κυκλικότητα στην παρακμή». Σύμφωνα με τον Γκανίς «το εάν θα κοιτάμε τις αρχές του 21ου αιώνα ως την περίοδο της παρακμής της Δύσης ή ως μία άσχημη εποχή, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιδόσεις του Τζο Μπάιντεν», ο οποίος καλείται να επιτύχει τόσα πολλά, γνωρίζοντας πως η πατρίδα του έχει απολέσει σημαντικό μέρος της ισχύος που κατείχε μετά το τέλος του B’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Τρούμαν, παρά το ασήκωτο βάρος που αισθανόταν, ορκίστηκε πρόεδρος μιας αναδυόμενης και ενωμένης εσωτερικά υπερδύναμης. Την Τετάρτη ο Μπάιντεν ορκίστηκε πρόεδρος μιας βαθιά πληγωμένης Αμερικής όπου πλέον χαιρετίζεται ως αξιοσημείωτο κατόρθωμα η ομαλή μετάβαση της εξουσίας.
Η οικονομική πρόκληση
Οπως πάντα σχεδόν κρίνεται ως η πιο καθοριστική. Θα ακολουθήσει ο Τζο Μπάιντεν το παράδειγμα του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ, προβαίνοντας σε δομικές μεταρρυθμίσεις της αμερικανικής οικονομίας ή θα εγκλωβιστεί μεταξύ ισχυρών συμφερόντων και συμβατικών πολιτικών; Ο ίδιος δηλώνει έτοιμος να προβεί σε τολμηρές κινήσεις. Εξι ημέρες πριν από την ορκωμοσία του ανακοίνωσε ένα κολοσσιαίο πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας την οποία σάρωσε ο κορονοïός και η πανδημία του, ύψους 1,9 τρισεκ. δολαρίων με στόχο τη στήριξη νοικοκυριών, επιχειρήσεων και πολιτειακών αρχών.
Επισημαίνοντας πως το εν λόγω δυσθεώρητο ποσό αντιστοιχεί στο 9% του αμερικανικού ΑΕΠ πριν από την πανδημία και είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσό που ξόδεψε το 2009 η κυβέρνηση Ομπάμα για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ο Economist εστιάζει την προσοχή του, στις πιθανές αρνητικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μακροπρόθεσμα η εφαρμογή του πακέτου Μπάιντεν, προειδοποιώντας για αύξηση του δημόσιου χρέους και τον κίνδυνο «υπερθέρμανσης» της οικονομίας. Το ότι το βρετανικό περιοδικό επικαλείται δύο πρώην οικονομικούς συμβούλους του Μπαράκ Ομπάμα στο πλευρό του οποίου βρισκόταν επί μία οκταετία και ο Τζο Μπάιντεν σίγουρα δεν είναι καθησυχαστικό.
Ο πιο επιφανής εκ των δύο είναι ο Λάρι Σάμερς, καθηγητής στο Χάρβαρντ και υπέρμαχος, ίσως ο πιο σημαντικός στον κόσμο, των ελλειμματικών δαπανών (deficit spending). «Εάν ξεπεράσουμε την πανδημία, θα έχουμε μία οικονομία που θα φλέγεται», υπογράμμισε την 14η Ιανουαρίου, και στην περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο μία από τις αρνητικές συνέπειες ενδέχεται να είναι η αύξηση του πληθωρισμού.
Συγχρόνως ο Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να ανησυχεί και για τις πιέσεις που θεωρείται σίγουρο πως θα του ασκήσουν ο Μπέρνι Σάντερς και τα υπόλοιπα μέλη της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών για περαιτέρω αύξηση των δημοσίων δαπανών. Σε άρθρο του στον Guardian o «σοσιαλιστής» γερουσιαστής από το Βερμόντ υπενθυμίζει ότι στις ΗΠΑ σήμερα, εν μέσω της χειρότερης πανδημίας των τελευταίων 100 ετών, υπάρχουν 90 εκατομμύρια άνθρωποι που είναι «ανασφάλιστοι ή υποασφαλισμένοι και δεν έχουν χρήματα για να πάνε στον γιατρό όταν αρρωσταίνουν», 24 εκατομμύρια άνεργοι και υποαπασχολούμενοι, 40 εκατομμύρια άνθρωποι που κινδυνεύουν με έξωση και 500.000 που ζουν ήδη στου δρόμους. Συγχρόνως οι πλούσιοι καθίστανται πλουσιότεροι. «Απίστευτα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, 650 δισεκατομμυριούχοι αύξησαν τον πλούτο τους κατά περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια», επισημαίνει ο Σάντερς.
Και γνωρίζοντας πως οι Δημοκρατικοί ελέγχουν πλέον τον Λευκό Οίκο, τη Βουλή αλλά και τη Γερουσία μπορούν και πρέπει «να βρουν το κουράγιο να αποδείξουν στους Αμερικανούς ότι η κυβέρνηση είναι σε θέση να απαντήσει αποτελεσματικά και γρήγορα στα βάσανα και τις αγωνίες τους».
Σχετικά με το πώς μπορεί να απαντήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν στα βάσανα και τα άγχη εκατομμυρίων Αμερικανών, ως νέος πρόεδρος της επιτροπής προϋπολογισμού της Γερουσίας ο Μπέρνι Σάντερς, καταθέτει ξεκάθαρες προτάσεις: αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια την ώρα, αύξηση των έκτακτων επιδομάτων για κάθε μέλος και παιδί της εργατικής τάξης από τα 400 στα 2.000 δολάρια, λήψη μέτρων κατά των εξώσεων, λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του υποσιτισμού και την αρωγή των αστέγων, παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους τους πολίτες έως το τέλος της πανδημίας, δωρεάν βρεφονηπιακοί σταθμοί, δωρεάν υγεία για όλα τα παιδιά και δωρεάν παιδεία για όλους Αμερικανούς, λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των κραυγαλέων οικονομικών ανισοτήτων και της κλιματικής αλλαγής.
Οσον αφορά το πού θα βρεθούν τα χρήματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης αλλά και την εκ βάθρων μετάλλαξη της Αμερικής, είναι γνωστό εδώ και καιρό πως ο Μπέρνι Σάντερς τάσσεται αναφανδόν υπέρ της δίκαιης, άρα κατά πολύ υψηλότερης, φορολόγησης των πλουσιότερων Αμερικανών και των πανίσχυρων πολυεθνικών των ΗΠΑ.
Ο εσωτερικός διχασμός
Την ώρα που ο Τζο Μπάιντεν δηλώνει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να ενώσει τους διχασμένους Αμερικανούς, η αμερικανική δεξιά προωθεί μία νέα θεωρία συνωμοσίας ούτε ώστε να συσπειρώσει γύρω της όχι μόνον τους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι ήδη βράζουν, αλλά και τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του ειδησεογραφικού ιστοτόπου Axios, πρόκειται για τη θεωρία της «φίμωσης» (silencing) την οποία ανέπτυξαν οι Σον Χάνιτι και Τάκερ Κάρλσον, σχολιαστές του Fox News, υποστηρίζοντας πως «ο Τζο Μπάιντεν και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση φιμώνουν συστηματικά τη μισή Αμερική. Και η κατάσταση θα επιδεινωθεί».
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι πολλές χιλιάδες εθνοφρουροί δεν μετέβησαν στην Ουάσιγκτον για να προστατέψουν τους δημοκρατικούς θεσμούς αλλά για να τρομάξουν και να φιμώσουν τους συντηρητικούς. Ο Σον Χάνιτι έκανε λόγο για «ανατριχιαστική, οργουελιανή απόπειρα να φιμωθούν, να ακυρωθούν οι όποιες αντιπολιτευόμενες φωνές» ενώ ο Τάκερ Κάρλσον υποστήριξε πως το μήνυμα της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν και των Δημοκρατικών είναι «μην μας αμφισβητείτε. Ενοπλοι επιβάλλουν τις αποφάσεις μας».
Το ότι η εν λόγω θεωρία άρχισε να διαδίδεται τάχιστα μεταξύ των συντηρητικών χρηστών του Διαδικτύου πριν καν ο Τζο Μπάιντεν αναλάβει επισήμως τα προεδρικά του καθήκοντα, αναδεικνύει το τεράστιο χάσμα που εξακολουθεί να χωρίζει τους Αμερικανούς. Και για να μπορέσει να το γεφυρώσει ο νέος αμερικανός ηγέτης θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ σκληρά.
«Δίχως ενότητα, δεν υπάρχει ειρήνη, μόνον πικρία κι οργή. Δεν υπάρχει πρόοδος, μόνον εξουθενωτικός θυμός. Δεν υπάρχει έθνος, παρά μόνον μία κατάσταση χάους», επισήμανε κατά την πρώτη του ομιλία ως ο 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να τερματιστεί αυτός ο «uncivil war», αυτός ο «απολίτιστος πόλεμος» που ταλανίζει τις ΗΠΑ. Την ίδια ώρα, ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί που είναι έτοιμοι ακόμα και να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσουν έναν πραγματικό «civil war», έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο, υποστηρίζοντας πως τον άρχισαν οι Δημοκρατικοί.
Τελικό συμπέρασμα, ο Τζο Μπάιντεν πρέπει να προβεί σε δομικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία όχι μόνον για να ανακάμψει η χώρα του αλλά και για να κερδίσει τους εκατομμύρια ξεχασμένους και αντιδραστικούς Αμερικανούς. Σε τελευταία ανάλυση, διακυβεύεται το μέλλον της δημοκρατίας στις ΗΠΑ και σε όλον τον κόσμο: εάν αποτύχει ο Μπάιντεν, είναι πολύ πιθανόν πολλές χώρες ανά την υφήλιο να «σινοποιηθούν», κατ΄εικόνα και ομοίωση της Κίνας.