«Πάμε! Πάμε, με μπρίο και με ταλέντο!» Με αυτή τη φράση του (σκηνοθέτη) Βασίλη Μπισμπίκη ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται, μπροστά στα μάτια μου, η πρόβα για τα δικά του, πολυαναμενόμενα και τολμηρά «Κόκκινα Φανάρια».
Θρυλική η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη. Πολύτιμη και πολυπαιγμένη. Να τα λέμε αυτά. Ο θρύλος τη θέλει να έχασε το 1964, στην 36η Τελετή Απονομής των Βραβείων Οσκαρ, για ελάχιστες ψήφους, το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Και από ποιον; Από τον Φεντερίκο Φελίνι και το εμβληματικό του «8½»!
Ξέρω, ξέρω. Το έπαθε και ο γράφων. Να συνδέει όλα τα πρόσωπα του –πρωταρχικού– θεατρικού έργου του Αλέκου Γαλανού με τους ηθοποιούς που σημάδεψαν ανεξίτηλα τους χαρακτήρες στη (μυθικών διαστάσεων σήμερα) κινηματογραφική εκδοχή.
Πάμε, λοιπόν, «με μπρίο και ταλέντο». Στο κέντρο, μια πασαρέλα. Γύρω, καμαρίνια, οι τουαλέτες (μέχρι και για ντους!), μια μπάρα με ποτά, ένας ασημένιος καναπές και μια μπανιέρα για… τραπέζι. Και ένας κόσμος «ζωντανός, στον οποίο οι ήρωες χορεύουν, τραγουδούν, ερωτεύονται, ονειρεύονται, ελπίζουν, διαψεύδονται». Ζουν. Και διεκδικούν την ελευθερία τους. Τις επιλογές τους. Την ανθρωπιά.
«Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δεν ζήσαν / να, που δεν ξέρουν τι ’ναι πόνος και καημός, / πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν’, / πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός»… Οχι ακριβώς. Δεν είναι εδώ το «Phryne’s Bar» της Μαντάμ Παρί, στην οδό Ναυάρχου Νοταρά, στην Τρούμπα του Πειραιά. Είναι ένας οίκος ανοχής (και σόου) παρενδυτικός. Με τραβεστί. Κι ας έχει τα ίδια χαρακτηριστικά.
Κι ας έχει τον ήχο από το «Bad Romance» της Lady Gaga, του «Faith!» Του Τζορτζ Μάικλ, του «Τολμώ» της Μαρινέλλας ή του «Non, je ne regrette rien» της Εντίτ Πιάφ.
Oλα τολμηρά. Προκλητικά. Αθυρόστομα. Δίχως να μασάνε τα λόγια τους. Στο κλίμα του ποιήματος «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη: «Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει, / αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού / κι ενέσεις 606. / Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι / όλη η ζωή μου του χαμού… / Μ’ από την κόλασή μου σ’ το φωνάζω:/ Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω». Ακριβώς αυτό!
Και κάτι ακόμη σε αυτή την παράσταση. Ενα βασικό συστατικό, που θα τολμήσω να γράψω: Κ@υλ@, με την καλύτερή της έννοια.
Δεν είναι ο ερωτισμός, που περιρρέει, ακόμη και σε σεξουαλική συσκευασία (ωμά, σε αρκετές σκηνές) σε τούτα τα «Κόκκινα Φανάρια».
Είναι το απότοκο της χαράς της ζωής. Εκείνης που ανθίζει και διεκδικεί το κέντρο της ζωής, την ελευθερία. Ανεξαρτήτως συνθηκών και παθών.
Τούτα τα «Κόκκινα Φανάρια», ξαναϊδωμένα μέσα από το προσωπικό (αλλά όχι μόνον) πρίσμα των εμπειριών και της στάσης ζωής και τέχνης του Βασίλη Μπισμπίκη, δεν παίρνουν μια «αμαρτωλή» ιστορία για να την παρενδύσουν, εν τέλει.
Η παρενδυσία είναι μόνον η αφορμή για να πει ο σκηνοθέτης με την παράστασή του ότι ακόμη και στις υψηλότερες πίστες του «παιχνιδιού», το κέντρο είναι μόνον ο Ανθρωπος. Οσο κι αν δοκιμάζεται. Οσο κι αν δονείται στο δικό του κέντρο. Οσο κι αν τον εκτροχιάζουν η Ανάγκη και τα Πάθη.
Δεν είναι τυχαίο ότι η τέταρτη –και τελική– πράξη ξεκινάει με ψαλμωδίες. Σαν λατρευτικό μιας καταφυγής στο υπερ-ανθρώπινο. Ακόμη και την ώρα που όλα διαλύονται. Ακόμη κι όταν το χειρότερο δείχνει το πρόσωπο και τα δόντια του.
Είναι και κάτι άλλο, σημαντικό, στο κέντρο αυτής της παράστασης: οι ανθρώπινες ιστορίες που πλάθουν και τα παθήματα και τα μαθήματα εν τέλει.
Η ιστορία της Αννας και του Νικόλα. Που από καπετάν Νικόλας (ο μέγας Μάνος Κατράκης στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, με «ταίρι» την Αλεξάνδρα Λαδικού) γίνεται νταλικέρης, που δεν προτιμά, δεν επιλέγει τις «κανονικές» γυναίκες. Και στην αμαρτία του οίκου ανοχής ανακαλύπτει το «άλλο του μισό». Τον έρωτά του. Προτού οι συνθήκες (η ανατροπή της νταλίκας του, που φλέγεται στην εθνική οδό) τους στερήσουν το όνειρο της κοινής ζωής.
Η «άγνωστη», μυστική ιστορία του προαγωγού Μιχαήλου (του Γιώργου Φούντα στην ταινία), από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, που σε τούτη την εκδοχή των «Κόκκινων φαναριών» αποκαλύπτει η Μαντάμ Παρί. Με έναν καθηλωτικό Τάσο Σωτηράκη στο κέντρο. Να «ντύνεται» και να… γδύνεται Μιχαήλος. Μετά τον εμβληματικό «Αρη» του (τον… Βελουχιώτη της αξέχαστης Σοφίας Αδαμίδου), που ακόμη σκίζει, τόσα χρόνια τώρα, στο Cartel.
Οι ιστορίες –αληθινές ιστορίες!– από τα «παλιά» (καλά;) χρόνια της παρενδυτικής Αθήνας, αλλά και των κλαμπ για τους «διαφορετικούς», τους ομοφυλόφιλους, που ξετυλίγει στην πασαρέλα, θεατρικά, η Μαντάμ Παρί – Μπέττυ Βακαλίδου (τη θυμάστε από το αποκαλυπτικό βιβλίο της «Μπέττυ», μπεστ σέλερ το ’80, παράλληλα με το «Τολμώ» της Σπεράντζας Βρανά;). Οπως τις ξετυλίγει, μπροστά μας, και η καθαρίστρια του οίκου Κατερίνα – ο χορογράφος Δημήτρης Παπάζογλου σε ρόλο έκπληξη.
Εκείνες οι ιστορίες στην Ομόνοια, εκείνα τα χρόνια. Ή στο πρωτοπόρο κέντρο «Χαβάη» στο Μεταξουργείο. Τότε που στη Συγγρού κάποιοι έσπαγαν πλάκα, με βία, πάνω στα κορμιά των τραβεστί. Ή τα έσπρωχναν στο οδόστρωμα για να τα λιανίσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα!
Είναι και η ιστορία έρωτα, υποταγής και πόνου της –κατά την ταινία– Κατερίνας Χέλμη, που εδώ μεγεθύνεται και εμβαθύνει θεατρικά. Με τη φόρα και τη δυναμική του εξαίρετου Μάνου Καζαμία, που δεν μένει εδώ στο θρυλικό «Μη φεύγεις, Ντορή μου, θα σκοτωθώ».
Μια ιστορία που αποτυπώνει και το παρελθόν των δύο ηρώων. Και του Ντορή (εδώ, ο επιβλητικός Λευτέρης Αγουρίδας), με την αρρώστια του τζόγου, η οποία και είναι το αγκάθι σε αυτή τη βίαιη και ιδιαίτερη ερωτική σχέση.
Είναι και το πριν και το μετά της κωλοπετσωμένης Μυρσίνης (του πανύψηλου και εντυπωσιακού Στέλιου Τυριακίδη στο θεατρικό – της Ελένης Ανουσάκη στην ταινία), που έρχεται διωγμένη στο «σπίτι» και φεύγει… «κυρία», με δικό της «σπίτι». Αφού ξεμπροστιάζει την εκμετάλλευση, όπως λέει, της Μαντάμ Παρί.
Α, είναι κι εκείνη η σχέση Τζένης Καρέζη – Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ελένης και Πέτρου. Μόνον που εδώ δεν είναι η δουλειά της ιερόδουλης στην Τρούμπα που του κρύβει η ηρωίδα. Αλλά η ίδια της η τρανσέξουαλ ταυτότητα, την οποία ανακαλύπτει. Και σπεύδει να την ξεφτιλίσει…
Ή η ιστορία της καταλυτικής λεκανατζούς Κατερίνας, που μπροστά στις τουαλέτες του οίκου ανοχής ξανασυναντά τον αγαπημένο της Φερζά (εδώ, ο Γιανμάζ Ερντάλ), τον πρόσφυγα του έρωτά της, που είχε χαθεί. Για να μάθει πως χάθηκε επειδή τον έκλεισαν στη φυλακή. Και έτσι δεν μπόρεσε να την πάρει από εκεί για να ανοίξουν το σπιτικό τους (όπως η γλυκιά Ηρώ Κυριακάκη με τον Νότη Περγιάλη στα κινηματογραφικά «Φανάρια»).
Δεν θα γράψω περισσότερα, για να κρατήσω το στοιχείο της έκπληξης στον τρόπο που μετουσίωσε το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού (στο οποίο βασίστηκε και η θρυλική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη) ο Βασίλης Μπισμπίκης. Θα πω μόνον ότι η δουλειά συνόλου που έστησε, έχει όχι μόνον «μπρίο και ταλέντο», όπως ο ίδιος έλεγε στην αρχή, αλλά και αφοσίωση και εξαιρετικές –υποκριτικά– μονάδες. Ηταν όλοι τους υπέροχοι στην πρόβα.
Εκείνο που θα θυμηθώ, πάντως, εδώ – και μου εξηγεί, με έναν τρόπο, αυτό το αφιέρωμα στον κόσμο των τραβεστί, στη ζωή, στην ελευθερία, στη διαφορετικότητα, από τον πολύφερνο σκηνοθέτη, είναι μερικές φράσεις του, σαν εξομολόγηση δημόσια (στην Αργυρώ Μποζώνη για τη Lifo): «Ημουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα “Κόκκινα Φανάρια” που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα, με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτάνες και οι τρανς και με φρόντιζαν. Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους. Οταν είχε κρύο, με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπουρδέλα και καθόμουνα στις σόμπες με τις τσατσάδες. Είναι σαν φόρος τιμής σε αυτά τα πρόσωπα η παράσταση, αλλά εμείς εδώ το πάμε ένα βήμα παραπέρα».
Κάπως έτσι έφτασε να μιλήσει για τη λούμπεν Αθήνα του ’60, που έχει κάτι και από το σήμερα. Ή, έστω, φέρει εκείνο το παρελθόν που ακόμη πληγώνει το παρόν. Σε μια παράσταση κατ’ ουσία άχρονη και… άτοπη. Είναι στην Τρούμπα του Πειραιά; Είναι στην Αθήνα; Είναι αλλού; Είναι οίκος ανοχής τραβεστί; Είναι κλαμπ για drag queens; Είναι, απλώς, μια πίστα ζωής;
Πάντως, όπως έχει τεθεί το ζήτημα για την πολυαναμενόμενη παράσταση, «η Ομάδα Cartel ανάβει τα “Κόκκινα φανάρια” της με τρόπο ωμά ρεαλιστικό, σκληρό και την ίδια στιγμή τρυφερό κι ανθρώπινο, θέτοντας για μια ακόμα φορά στον πυρήνα του την αλήθεια. Αυτή που οι ήρωες ζούνε, διεκδικώντας το αυτονόητο: την ορατότητα και την ελεύθερη ανάσα της ύπαρξης. Τον ζωτικό χώρο που όλοι μας, ο καθένας με τον δικό του μοναδικό και διαφορετικό τρόπο, έχουμε ανάγκη».
Πάντως, αυτά τα τολμηρά και αιχμηρά «Κόκκινα Φανάρια» έχουν ένα στοιχείο, επίσης σημαντικό. Πρώτον, μιλούν ανοιχτά για τα «μυστικά» της κοινωνίας μας. Για τους οικογενειάρχες που λατρεύουν να κυλιούνται στα στέκια της αμαρτίας, αρκεί να μη βγει παραέξω τούτο το θέλω τους. Και στη μανία τους να το κρύψουν, γίνονται επιθετικοί και βίαιοι απέναντι ακριβώς σε εκείνο που ποθούν.
Κι όλα αυτά στο Cartel, όπου ο Βασίλης Μπισμπίκης έπλασε από το θεατρικό «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού «έναν κόσμο παλλόμενο, γεμάτο χρώματα, θραύσματα και σπαράγματα, γεμάτο φως και σκοτάδια, τραύματα και θαύματα. Εναν κόσμο υπαρκτό ανάμεσά μας, όσο κι αν επιλέγουμε ενδεχομένως να αποστρέφουμε το βλέμμα μας, όσο κι αν μας βολεύει ίσως να κάνουμε ότι είναι αόρατος».
Εναν κόσμο που, πίσω και πέρα από όλα, αποπνέει ανθρωπιά. Με λάθη, πάθη και σκληράδα, όσο και τρυφερότητα. Που φοράει το άρωμα από τη χαρά της ζωής. Ακόμη και στην παρακμή.
Σαν απόηχος από την ύστατη φράση της Κατερίνας: «Εχεις δίκιο, Φερζά. Η ζωή είναι ωραία».
Ιnfo:
«Κόκκινα Φανάρια», μια παράσταση βασισμένη στα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού
Στον Τεχνοχώρο Cartel, το Παλιό Μηχανουργείο στην περιοχή του Ρέντη (που έχει παραχωρηθεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση), στην οδό Λεγάκη 7. Τηλέφωνο επικοινωνίας: 693 98 98 258.
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Διασκευή-δραματουργία: Βασίλης Μπισμπίκης, Χρήστος Νικολόπουλος
Σκηνικά-κοστούμια: Κένι ΜακΛέλαν
Επιμέλεια κίνησης: Αγγέλα Πατσέλη
Σχεδιασμός ήχου: Μάνος Πατεράκης
Μουσικό θέμα έναρξης (διασκευή): Τάσος Σωτηράκης
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Μακιγιάζ-Σχεδιασμός χτενισμάτων: Γιάννης Παμούκης
Ειδικά εφέ: Προκόπης Βλασσερός
Βοηθός σκηνοθέτη: Διονύσης Κοκκοτάκης
Ηχολήπτης: Βασίλης Καραγιάννης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Διεύθυνση παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Υπεύθυνη επικοινωνίας Cartel Τεχνοχώρος: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Παίζουν (αλφαβητικά): Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Μπέττυ Βακαλίδου, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνος Καζαμίας, Διονύσης Κοκκοτάκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Τάσος Σωτηράκης, Στέλιος Τυριακίδης, Πουριά Χοσσεϊνί
Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00, από 15 Ιανουαρίου.
Τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ (γενική είσοδος), 17 ευρώ (φοιτητικά, ανέργων, άνω των 65), 15 ευρώ (ΑμεΑ).
Προπώληση εισιτηρίων: www.viva.gr