Ο Μπομπ Ντίλαν ήταν 21 ετών όταν κάθισε σε μια καφετέρια της περίφημης γειτονιάς του Γκρίνουιτς Βίλατζ στο Μανχάταν και έγραψε το Blowin’ In the Wind. Η καφετέρια βρισκόταν ακριβώς απέναντι από Gaslight Cafe, το μαγαζί όπου έπαιζε πολύ συχνά μουσική ο τραγουδιστής από τότε που είχε πάει στη Νέα Υόρκη.
Του πήρε μόνο δέκα λεπτά. Αλλωστε, όπως είχε πει αργότερα στον πρώτο του βιογράφο Ρόμπερτ Σέλτον: «Ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος με αυτό το τραγούδι. Ηταν, απλώς, ένα τυχερό τραγούδι… αλλά μονοδιάστατο».
Ο Ντίλαν ηχογράφησε το τραγούδι για πρώτη φορά στις 12 Ιουλίου του 1962, σε ένα μονοφωνικό μαγνητόφωνο. Εξήντα χρόνια μετά από αυτή την αρχική ηχογράφηση, ο βρετανικός οίκος Christie’s δημοπρατεί μια νέα έκδοση, που ηχογραφήθηκε από τον τραγουδιστή το 2021 με ένα πενταμελές συγκρότημα, αλλά με ένα νέο δυνατό εργαλείο: αυτή τη φορά χρησιμοποιήθηκε μια νέα πρωτοποριακή τεχνολογία, κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από τον μουσικό Τι Μπον Μπερνέτ, που ονομάζεται «One-of-One Ionic Original Disc», όπως γράφει η βρετανική Telegraph.
Ο Μπερνέτ, που τυχαίνει να είναι επί πολλά χρόνια συνεργάτης και φίλος του Μπομπ Ντίλαν -και ο παραγωγός του δίσκου- είπε ότι το δημιούργημά του «προάγει τον ήχο σε τέχνη και σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική ανακάλυψη στην αναπαραγωγή αναλογικού ήχου τα τελευταία 70 χρόνια». Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του είναι το οξικό άλας, χαλαζίας και ζαφείρι που δίνουν στον δίσκο αμέτρητα χρόνια ζωής.
Γι’ αυτό άλλωστε, η εκτίμηση πώλησης αυτού του μοναδικού αντιγράφου κυμαίνεται μεταξύ 707.796 ευρώ και 1.179.660 ευρώ.
Πολλοί θαυμαστές του Ντίλαν και υποψήφιοι αγοραστές έκαναν ουρά έξω από το μικρό δωμάτιο στο Christie’s, για να ακούσουν αν όντως η βελτίωση στον ήχο ήταν πραγματική και τόσο σπουδαία όσο την διαφήμιζαν.
«Οταν μπήκα στην αίθουσα όπου επρόκειτο να παιχθεί ο δίσκος διαπίστωσα ότι όλοι ήταν σιωπηλοί, σχεδόν ευλαβικά σιωπηλοί», είπε ο Τι Μπον Μπερνέτ. «Φορώντας λευκά γάντια, ο Μάικλ Πίρσαντ, ο οποίος έκανε την αρχική ηχογράφηση και είχε φτάσει στο Λονδίνο για αυτόν ακριβώς τον λόγο, χειρίστηκε τον δίσκο σαν να ήταν το Book of Kells (βιβλίο με τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης στα Λατινικά γραμμένο σε περγαμηνή, φτιαγμένο από ιρλανδούς μοναχούς το 800 π.Χ.), έτσι όπως τον τοποθέτησε πάνω στο πλατό. Εσφιξα τα ακουστικά των 4.000 λιρών στ’ αυτιά μου και παρακολουθούσα, σαν να ήταν ιεροτελεστία, τη βελόνα να κατεβαίνει για να αγγίξει τον δίσκο. Ναι, η μουσική ακουγόταν φανταστική».
«Δεν είχα ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Ακουγόταν σαν να βρισκόταν ο ίδιος ο Ντίλαν στο κεφάλι μου -ένα μέρος που, έτσι κι αλλιώς, έχει πραγματικά καταλάβει από τότε που άκουσα για πρώτη φορά το Subterranean Homesick Blues ως μαθητής και σκέφτηκα, ποιος και τι διάολο είναι αυτό;», είπε ο Μπερνέτ.
Αν και με τα χρόνια η φωνή του Ντίλαν έχει αλλοιωθεί, η πανδημία που τον κράτησε στο σπίτι ξεκούρασε τις φωνητικές του χορδές, έτσι όταν ηχογράφησε τη νέα έκδοση του Blowin’ In The Wind «πατούσε» πιο δυνατά και καθαρά στις νότες.
Κακά τα ψέματα, όμως. Εξι δεκαετίες μετά, μπορεί οι στίχοι να ακούγονται πιο επίκαιροι από ποτέ, η ένταση και ο «θυμός» της νιότης του 21χρονου Ντίλαν όμως έχουν δώσει τη θέση τους στη μελαγχολική χροιά του 81χρονου.
«Θα μπορούσε να αξίζει 1.179.660 ευρώ αυτός ο δίσκος;», αναρωτιέται, ο συντάκτης του κειμένου της Telegraph, Μικ Μπράουν. «Το τι πιστεύετε εξαρτάται από τον βαθμό του θαυμασμού σας στον Ντίλαν και από το πόσο γεμάτη είναι η τσέπη σας. Η απάντηση είναι… Καλά, εσείς ξέρετε καλύτερα την απάντηση», τελειώνει χαριτολογώντας.