Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας αποφάσισε με ψήφους οκτώ προς τρεις ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ερωτηθεί και να ψηφίσει για το αν η κυβέρνηση μπορεί να αρχίσει τη διαδικασία εξόδου από την ΕΕ.
Πρακτικά η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι πρέπει τώρα να εισάγει το ζήτημα της εξόδου της χώρας από την ΕΕ πριν από την επίσημη υποβολή του αιτήματος βάσει του Αρθρου 50.
Οι συζητήσεις μπορούν να αρχίσουν μόνο αν δώσει το πράσινο φως το Κοινοβούλιο, κάτι που αναμένεται να γίνει ως τις 31 Μαρτίου, οπότε είναι η καταληκτική προθεσμία. Με δεδομένους τους συσχετισμούς, η κοινοβουλευτική ψήφος αναμένεται είναι θετική για την Μέι, καθώς οι Τόρις φαίνεται ότι θα συνταχθούν με την κυβερνητική θέση.
Το ερώτημα αφορά μόνο το βρετανικό Κοινοβούλιο, καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι τα σώματα στη Σκωτία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία δεν χρειάζεται να ερωτηθούν.
Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν ανατρέπει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης της υπόθεσης, η πλευρά των υποστηρικτών του Remain, της παραμονής στην Ενωση, υποστήριξαν ότι είναι αντιδημοκρατικό να μην πάρει θέσει το Κοινοβούλιο για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Η κυβέρνηση από την πλευρά της υποστήριζε ότι έχει την απαραίτητη εξουσία για την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 χωρίς να απαιτείται να συμβουλευτεί το Κοινοβούλιο.
Όπως έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση Μέι, σκοπεύει να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες με την επίσημη κατάθεση του αιτήματος ως τον Μάρτιο, περίπου εννέα μήνες μετά το δημοψήφισμα κατά το οποίο με μικρή πλειοψηφία (52% προς 48%) οι πολίτες αποφάσισαν την έξοδο από τη χώρα.
Ο γενικός εισαγγελέας Τζέρεμι Ράιτ ανέφερε ότι η κυβέρνηση είναι απογοητευμένη από την απόφαση, αλλά θα συμμορφωθεί και θα κάνει «ό,τι είναι δυνατό» για να την υλοποιήσει.
Από την πλευρά του, ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρι Κόρμπιν επισήμανε ότι το κόμμα του, το οποίο είχε υποστηρίξει την παραμονή στην ΕΕ, σέβεται την θέληση του λαού και δεν θα παρεμποδίσει την διαδικασία της ενεργοποίησης του Αρθρου 50.
«Το ζήτημα που δίχασε τη γενιά μας»
Είναι μια απόφαση που αναμενόταν εδώ και δύο μήνες περίπου όταν ένα κατώτερο δικαστήριο, μετά από προσφυγή πολιτών, είχε κρίνει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ερωτηθεί για τη διαδικασία. Η κυβέρνηση προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ασκώντας έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Σε μια πρώτη αντίδραση από την πλευρά των αυτών που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, η επενδύτρια Τζίνα Μίλερ, η οποία είχε καταθέσει το αίτημα στα δικαστήρια, χαρακτήρισε το Brexit σαν το «πιο διχαστικό ζήτημα της γενιάς μας». Πρόσθεσε ότι η νίκη στο δικαστήριο «δεν ήταν μια νίκη της πολιτικής, αλλά της διαδικασίας».
Οπως δήλωνε στη Deutsche Welle, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η πρωτοβουλία της να προσφύγει στο Δικαστήριο θα μπορούσε να της αλλάξει τόσο πολύ τη ζωή.
Δεν μπορεί πλέον να βγει από το σπίτι της με την οικογένειά της τα Σαββατοκύριακα, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ τα παιδιά της μπαίνουν στο σχολείο από άλλη πόρτα. Παίρνει δε συνεχώς απειλητικά γράμματα και βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία. «Ορισμένα ΜΜΕ με έχουν ανακηρύξει σε μισητή προσωπικότητα», σημειώνει.
Εξηγώντας το πολιτικό σκέλος της προσφυγής αναφέρει ότι «το Κοινοβούλιό μας είναι κυρίαρχο, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ακριβώς σημαίνει το Brexit για την γεωργία, την επιστήμη, την παιδεία, την ασφάλεια».
Μια πύρρεια νίκη;
Το Reuters, σε ένα πρώτο σχόλιο για την απόφαση, αναφέρει ότι στην πραγματικότητα είναι μια πύρρεια νίκη για το στρατόπεδο των οπαδών του Remain, που κέρδισαν την δικαστική μάχη, αλλά θα βρεθούν να χάνουν τον πόλεμο για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ.
Οι διαθέσεις των βουλευτών έχουν αλλάξει σημαντικά από το περασμένο καλοκαίρι, καθώς και τα γεγονότα έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο.
Περίπου τα τρία τέταρτα των βουλευτών είχαν ταχτεί υπέρ του Remain, μια ισχυρή πλειοψηφία που αγκάλιασε και τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά δεν αποτυπώθηκε και στην κάλπη. Μέσα σε αυτούς ήταν και η ίδια η Τερέζα Μέι που καλείται να υλοποιήσει την απόφαση της εξόδου. Πολλοί βουλευτές των Εργατικών ήταν υπέρ της παραμονής, αλλά εκπροσωπούν περιφέρειες που τάχτηκαν κατά της παραμονής.
Αυτή η εικόνα του διχασμένου σώματος -των διχασμένων κοινοβουλευτικών ομάδων, για την ακρίβεια- μπορεί να γίνει πλεονέκτημα για την Μέι: εάν αρκετοί Εργατικοί βουλευτές ψηφήσουν τώρα συντασσόμενοι με την θέληση των εκλογέων τους, η Μέι θα μπορούσε να ξεπεράσει την ανταρσία των Συντηρητικών που είναι υπέρ της παραμονής. Υπέρ της πρωθυπουργού είναι και το ότι έχει ήδη προλάβει να εκθέσει την στρατηγική της την περασμένη εβδομάδα: απέναντι στην διαπραγματευτική θέση του «σκληρού Brexit» που περιέγραψε η ίδια, δεν είναι εύκολο να χαράξουν καθαρή στρατηγική οι υπέρ της παραμονής.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της περίπου δύο μήνες μέχρι να ενεργοποιήσει τη διαδικασία, σύμφωνα με το Αρθρο 50 – μία προθεσμία που έθεσε η ίδια στον εαυτό της.
Παρά ταύτα, ο Guardian επισημαίνει ότι στην πραγματικότητα η προθεσμία είναι πολύ στενή, ώστε μέσα σε αυτό το διάστημα να καταφέρει να πάρει την έγκριση του Κοινοβουλίου και της Βουλής των Λόρδων. Μία πιθανή ενέργεια είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, ειδικά στη Βουλή των Λόρδων, ή να προστεθούν ακόμη περισσότερες ημέρες για τη συζήτηση του νόμου για το Brexit. Κανένα από τα δύο σώματα δεν θέλει εξάλλου να μπλοκάρει τη διαδικασία ή να εμπλακεί στο λεγόμενο πινγκ-πονγκ όπου το ένα σώμα αναπέμπει στο άλλο τον νόμο για διορθώσεις.
Κρίνοντας από όσα είναι γνωστά ως τώρα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και το Εθνικιστικό Κόμμα της Σκωτίας θα ψηφίσουν κατά του νόμο, αν δεν γίνουν δεκτές οι τροποποιήσεις που θα καταθέσουν. Πιθανόν μαζί τους θα συνταχθούν και κάποιοι Εργατικοί – αλλά όλοι μαζί δεν μπορούν να ανατρέψουν την πλειοψηφία υπέρ της κυβερνητικής θέσεις, καθώς οι Εργατικοί δηλώνουν ότι σέβονται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.