Ο πατέρας μου είχε μπακάλικο, ένα ωραίο μαγαζί όπως τα σημερινά ντελικατέσεν, σε μια από τις καλύτερες γειτονιές της Αθήνας, που όμως έχει πια ξεπέσει εντελώς. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως ούτε και το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Internet και smartphones για να τραβάς φωτογραφίες-ντοκουμέντα έτσι και έβλεπες βατραχάκι στο καφάσι με τα μαρούλια (Και τι θα έκανε το ζωντανό; Θα σε κοίταζε για λίγο στα μάτια και μετά τσουπ τσουπ θα εξαφανιζόταν με ελαφρά πηδηματάκια). Ούτε και σαλάτες συσκευασμένες υπήρχαν που -όπως και άλλοι νεωτερισμοί- διευκολύνουν πάρα πολύ την καθημερινότητά μας.
«Στραβές» στα μαγαζιά, όμως, γίνονταν κάθε τόσο και τα νέα διαδίδονταν αμέσως από στόμα σε στόμα γιατί κανάλια επικοινωνίας υπήρχαν πάντα. Θυμάμαι, λοιπόν, πολύ καλά την ανησυχία των καταστηματαρχών από τη μια και τον κόσμο που ταραζόταν από την άλλη και μετά γρήγορα το ξέχναγε, μέχρι να βρεθεί κάτι άλλο μέσα σε κάποιο συσκευασμένο τρόφιμο, σε κονσέρβα ή σε αναψυκτικό, και να ξεσπάσει σάλος. Στις μπακαλο-οικογένειες, εξάλλου, όπως η δική μου, οι συζητήσεις αυτές ήταν πιο έντονες, κρατούσαν και περισσότερο, αφού μας ένοιαζε πάρα πολύ η ποιότητα της τροφής μας.
Σήμερα λοιπόν, πρωί πρωί, που ξέσπασε το «σκάνδαλο» στο Facebook, στον πατέρα μου πήγε αμέσως το μυαλό μου. Τι θα έλεγε; Δεν ξέρω, δεν μας είχε τύχει αλλά μια και κάποτε είμαστε πιο κοντά στη φύση, στα άκακα βατραχάκια και στα κοάξ κοάξ τους, σκέφτομαι ότι στην αρχή μάλλον θα έβαζε τα γέλια και μετά θα μας έλεγε ότι πρέπει να ξεπλένουμε καλά τα λαχανικά και να τα βουτάμε για λίγο στο ξυδόνερο πριν φτιάξουμε ωμή σαλάτα.
Το ίδιο θα έκανα κι εγώ, συμπαθάτε με αν είστε από τους ταραγμένους. Σίγουρα, ξαφνιάστηκα όταν είδα τη φωτογραφία. Την κοίταξα προσεκτικά, δεν θα μπορούσε να είναι photoshop: ένα χαριτωμένο βατραχάκι με χρώματα παραλλαγής, ίδιο και απαράλλαχτο με τα φύλλα της σαλάτας, εγκλωβισμένο μέσα στο διαφανές σακούλι. Και τοποθετημένο μαζί με άλλα σακούλια, στο ράφι κάποιου καταστήματος. Εντάξει δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Γέλασα με τη σκέψη ότι το βατραχάκι κατάφερε να ξεγελάσει κάποιον αγουροξυπνημένο υπάλληλο την ώρα του ελέγχου. Μετά, όμως, σκέφτηκα τον κρύο ιδρώτα που θα έχει περιλούσει από το πρωί τους υπεύθυνους στο μανάβικο του ΑΒ και δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση τους, δεν είναι λίγο πράγμα για μια μεγάλη και τόσο αξιόπιστη αλυσίδα.
Οι αντιδράσεις; «Μα είναι δυνατόν;», αναρωτήθηκαν πολλοί, άλλοι αναστατωμένοι και άλλοι με καλαμπούρια τύπου «κι αν το φιλήσεις και γίνει βασιλόπουλο;», ενώ η φωτογραφία έκανε το γύρο του Διαδικτύου. Πολλοί εξάλλου απορούσαν αν ήταν όντως πραγματική – μέχρι που ήρθε η επιβεβαίωση από την ΑΒ Βασιλόπουλος, πρώτα μέσω ενός σχολίου στο Facebook και έπειτα με διακοίνωση προς τα ΜΜΕ. Η εταιρεία τοποθετήθηκε αρχικά με απάντηση στο πρόσωπο που ανέβασε την φωτογραφία στο Facebook, αργότερα όμως η αρχική ανάρτηση διεγράφη μαζί με την απάντηση της εταιρείας).
Σύμφωνα με εκείνη την απάντηση λοιπόν της AB Βασιλόπουλος «το συμβάν όντως συνέβη σε κατάστημά μας και έχει μπει στην διαδικασία Red Bag (διαδικασία ποιοτικού ελέγχου προϊόντων). Ο προμηθευτής μας έχει ενημερωθεί σχετικά με το γεγονός, έχει λάβει ήδη τις κατάλληλες ενέργειες και έχει δεσμευτεί ώστε να μην ξανασυμβεί αντίστοιχο γεγονός στο μέλλον. Ως ΑΒ παρακολουθούμε στενά το θέμα με στόχο να διασφαλίζουμε κάθε μέρα την αδιαπραγμάτευτη ποιότητα των προϊόντων μας».
Το σίριαλ όμως είχε και συνέχεια, αφού η φωτογραφία συνέχιζε να κάνει το γύρο, μαζί και το screenshot της αρχικής δήλωσης, οπότε αργότερα η ΑΒ Βασιλόπουλος έδωσε στη δημοσιότητα την παρακάτω ανακοίνωση:
Αυτό που δεν μας έλεγε η ανακοίνωση ήταν τι απέγινε το βατραχάκι για το οποίο πολλοί (και δικαίως) ανησύχησαν. Κι εγώ το ίδιο. Ησυχάστε όμως φίλοι μου. Το βατραχάκι ζει! Ο διευθυντής του καταστήματος στο Μενίδι, στο γραφείο του οποίου έφτασε το επίμαχο σακουλάκι, το άνοιξε, πήρε στοργικά στα χέρια του το βατραχάκι, βγήκε στο διπλανό οικόπεδο και το απελευθέρωσε, στέλνοντάς το πίσω στη φύση όπου ανήκει.