Ηταν μια αργοπορημένη (ο πατριάρχης των μπασκετικών παραγόντων, Γιώργος Βασιλακόπουλος, γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν το γιατί) και πρόχειρη τελετή, η οποία χώρεσε σε ένα δεκάλεπτο πριν από το τζάμπολ του φιλικού αγώνα της Εθνικής με τη Σλοβενία (88-77). Ο άνθρωπος που έβαλε το μπάσκετ στη ζωή μας, άξιζε κάτι περισσότερο από μια… μικρού μήκους γιορτή στην άδεια Αθήνα του Αυγούστου. Ηρθαν, όμως, τα συναισθήματα, που το βράδυ της Παρασκευής πλημμύρισαν το Κλειστό του ΟΑΚΑ, να σκεπάσουν κάθε οργανωτική αστοχία.
Στο γήπεδο που φέρει το όνομά του, «Νίκος Γκάλης», συγκεντρώθηκαν πάνω από 14.000 φίλαθλοι. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν μνήμες από το Ευρωμπάσκετ του 1987, που υπήρξε το big-bang του ελληνικού μπάσκετ. Κάποιοι δεν είχαν, καν, γεννηθεί την εποχή που εκείνος μεγαλουργούσε. Τον γνωρίζουν μόνον από διηγήσεις των μεγαλύτερων, από τηλεοπτικά αφιερώματα, ή από τα βίντεο με τα «μαγικά» του, που υπάρχουν στο YouTube. Αλλά, όπως φάνηκε από τις εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του, πιστεύουν στον έλληνα Θεό της πορτοκαλί μπάλας όσο και εκείνοι που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των θαυμάτων του.
Οι περισσότεροι από τους σημερινούς παίκτες της Εθνικής, οι οποίοι τον αποκαλούν κύριο Γκάλη, είχε τύχει να τον συναντήσουν στο παρελθόν, στο περιθώριο ενός αγώνα ή σε κάποια εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, τη Ρόδο, ή την Αθήνα. Ο μόνος που τον είδε χθες ολοζώντανο μπροστά του για πρώτη φορά, στα 33 του χρόνια, είναι ο αρχηγός της ομάδας, Κώστας Παπανικολάου. Αλλά, όπως εκμυστηρεύτηκε στο Sport24 (στον Βασίλη Σκουντή), ένιωθε σαν να τον ξέρει καλά: «Ηταν ο λόγος για τον οποίο άρχισα να παίζω μπάσκετ. Το 1995 είχε βγει σε προσφορά από μια εφημερίδα («Ελεύθερος Τύπος») μια βιντεοκασέτα («Τα μαγικά καλάθια του Νίκου Γκάλη»), που περιείχε μια μεγάλη συνέντευξή του και highlights από την καριέρα του. Την έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι μας στα Γρεβενά και πήρε φωτιά το βίντεό μας».
Παρόντες στην τελετή ήταν και αρκετοί από τους συμπαίκτες του στην Εθνική, τον Αρη, ή τον Παναθηναϊκό. Ανάμεσά τους και ο Παναγιώτης Γιαννάκης – ακόμη ένα δείγμα του εξαιρετικού χαρακτήρα του. Γιατί, όπως όλοι γνωρίζουν, οι σχέσεις του με τον Γκάλη εκτός γηπέδων δεν είχε καμία σχέση με την αρμονική συνεργασία τους στο παρκέ. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Παναγιώτης Φασούλας, έλαμψαν δια της απουσίας τους.
«Θα με βάλεις (στο ματς);», ρώτησε ο Γκάλης τον Δημήτρη Ιτούδη όταν τον συνάντησε στον διάδρομο που οδηγεί στη σάλα του ΟΑΚΑ. «Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία της ζωής μου», απάντησε ο κόουτς της Εθνικής. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, το τιμώμενο πρόσωπο πατούσε τον αγωνιστικό χώρο. Οι θεατές τον περίμεναν με τους φακούς των κινητών τους τηλεφώνων αναμμένους. Εκείνος χαιρέτησε τον κόσμο και, στη συνέχεια, όλους τους παίκτες της Ελλάδας και της Σλοβενίας, έναν προς έναν (ο σλοβένος σούπερ-σταρ του ΝΒΑ, Λούκα Ντόντσιτς, τον αγκάλιασε).
Η συγκίνηση «χτύπησε κόκκινο» όταν το cube του σταδίου έγινε… μηχανή του χρόνου. Το βίντεο με τις κορυφαίες στιγμές της μυθικής του καριέρας στην Εθνική, ο Γκάλης το παρακολούθησε από μια γωνιά του παρκέ. Ο άνθρωπος που τον έλεγαν «γκάνγκστερ» επειδή… σκότωνε τους αντιπάλους του χωρίς έλεος, ο συνήθως ψυχρός και ανέκφραστος υπεραθλητής, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς ο κόσμος τον αποθέωνε. Οπως τότε, που… περπατούσε στον αέρα ανάμεσα σε «γίγαντες» πολύ ψηλότερους από εκείνον (1,83), ανήμπορους να τον σταματήσουν. Καθώς η φανέλα του με το «4» ανέβαινε στην οροφή του ΟΑΚΑ, και οι θεατές φώναζαν ρυθμικά το όνομά του, ξέσπασε σε κλάματα.
Με φωνή τρεμάμενη από συγκίνηση ο 66χρονος θρύλος του μπάσκετ κατάφερε να πει μερικά λόγια. «Οταν σε τιμά η αθλητική σου οικογένεια, είναι μια από τις μεγαλύτερες στιγμές. Είμαι πάρα πολύ συγκινημένος. Είναι τεράστια τιμή για κάθε αθλητή, να κρεμάνε τη φανέλα του. Είναι σαν να έπαιζα χθες, όταν σήκωσα το Κύπελλο του ’87. Δεν ξεχνώ ποτέ τις στιγμές που έζησα με την Εθνική ομάδα και με τον κόσμο στο γήπεδο. Θα ήθελα, κάθε αθλητής να μπορεί να ζήσει τέτοιες στιγμές».
Οταν ο 23χρονος Νίκος Γεωργαλής, όπως τον έγραφε το φύλλο αγώνα, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική, τον Μάιο του 1980 σε ένα ματς εναντίον της Σουηδίας για το Προολυμπιακό Τουρνουά, η Ελλάδα ήταν, ακόμη, μια κουκίδα στον παγκόσμιο μπασκετικό χάρτη. Στο τελευταίο του ματς με το εθνόσημο, το βράδυ της 29ης Ιουνίου 1991 στο «Παλαεούρ» της Ρώμης, όλοι μιλούσαν για τη νέα υπερδύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Φόρεσε τη γαλανόλευκη φανέλα σε 169 επίσημους αγώνες, σκόραρε 5.158 πόντους (30,5 σε κάθε ματς, κατά μέσον όρο), πρωταγωνίστησε σε 9 τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων, πέτυχε αμέτρητα ρεκόρ και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και το αργυρό σε εκείνο του 1989. Αλλά το μεγαλύτερό του κατόρθωμα δεν μετριέται με αριθμούς, μετάλλια και τρόπαια. Είναι το ότι μας έκανε να λατρέψουμε το μπάσκετ. Μετά τον Γκάλη η Εθνική κατάφερε να κερδίσει μόνο τρία μετάλλια (το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005, το αργυρό στο Παγκόσμιο του 2006 και το χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 2009), όμως παραμένει η «επίσημη αγαπημένη» των ελλήνων φιλάθλων.
Στο εξής, κανείς δεν θα φορέσει ξανά τη φανέλα της Εθνικής με το Νο 4 (όπως κανένας δεν ξαναφόρεσε το Νο 6 στον Αρη μετά τον Μάιο του 2013). Θα είναι, πλέον, ένα σύμβολο του ελληνικού μπάσκετ, ένα κειμήλιο του ελληνικού αθλητισμού.