Οι New York Times για την κόντρα ανάμεσα σε έναν βιογράφο και τον βιογραφούμενο / To Quartz για τον τρόπο που λειτουργεί η μνήμη / Η South Morning Post για ένα παιχνίδι που ξετρελαίνει μια χώρα / Και το Nature...

The New York Times

Rolling Stone/ «Τοιχογραφία του σεξ και των ναρκωτικών»

Oταν ο Τζο Χάγκαν ολοκλήρωσε την 547 σελίδων ιστορία του περιοδικού Rolling Stone και του εκδότη του Γιαν Γουένερ, του έστειλε ένα αντίγραφο με μια σημείωση. «Ελπίζω να σας αρέσει», έγραψε. «Είναι μια αληθινή ιστορία». Ο  συγγραφέας ασχολήθηκε τέσσερα χρόνια με το έργο αυτό. Κατέγραψε περίπου 100 ώρες συνομιλίας με τον Γουένερ και πήρε συνέντευξη από ακόμη 250 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των Μικ Τζάγκερ, Πωλ ΜακΚάρτνεϋ, Μπρους Σπρίνγκστιν και Μπομπ Ντύλαν. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μια τοιχογραφία του σεξ και των ναρκωτικών τις δεκαετίες εκείνες που και τα δυο μεσουρανούσαν.

Το «Sticky Fingers:  Εργα και ημέρες του Γιαν Γουένερ και του περιοδικού Rolling Stone», κυκλοφόρησε χθες κι ενώ στις 9 Νοεμβρίου συμπληρώνεται η 50ή επέτειο της πρώτης έκδοσης του εμβληματικού περιοδικού. Το βιβλίο μας πληροφορεί πώς ο Γιαν Γουένερ κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες βότκας και κοκαΐνης στην δουλειά του  και άφηνε πακέτα  ναρκωτικών ως μπόνους στους υπαλλήλους που θεωρούσε καλύτερους.

Προκύπτει επίσης ότι η Ανι Λίμποβιτς, η φωτογράφος του περιοδικού, κοιμήθηκε με πολλά από τα περίφημα μοντέλα της, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες – «αν είχες τον Μικ Τζάγκερ να σου ρίχνεται ή κάτι τέτοιο, απλά. . . τέλος πάντων» εξομολογήθηκε η ίδια στον Χάγκαν. Αναφορά γίνεται και στην περίπλοκη προσωπική ζωή του Γουένερ  – ήταν παντρεμένος για 27 χρόνια πριν γνωστοποιήσει ότι είναι ομοφυλόφιλος – καθώς και σε φιλίες και διαμάχες του με μερικά από τα μεγαλύτερα ποπ είδωλα της εποχής του.

Υπάρχει ένα  πρόβλημα όμως: του 71χρονου Γιανν Γουένερ δεν του άρεσε το βιβλίο. «Εδωσα στον Τζο χρόνο και πρόσβαση με την ελπίδα ότι θα γράψει ένα ξεχωριστό πορτρέτο για τη ζωή μου και την κουλτούρα εκείνης της εποχής με αφορμή το Rolling Stone»,  δήλωσε στους  New York Times. Ηλπιζε ότι ο Χάγκαν θα «προσέφερε ένα τεκμήριο στις μελλοντικές γενιές» των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών αλλαγών που κατέγραψε το περιοδικό. «Αντί γι’ αυτό, έφτιαξε κάτι φανταχτερό, παρά ουσιαστικό».

Οι δυο τους δεν έχουν μιλήσει από τον Ιούνιο. «Γνώριζα, εξαρχής, ότι το βιβλίο θα ήταν δύσκολο για εκείνον», ανταπάντησε από το Vulture ο Τζο Χάγκαν. «Αν όμως είχα γράψει ακριβώς το βιβλίο που ονειρεύτηκε ο Γιαν, θα ήταν ένα φρικτό βιβλίο».

Ο λόγος, τώρα, σε κριτικούς και αναγνώστες.

Φωτό: Ο Γιαν Γουένερ πολλά χρόνια μετά το τέλος της αθωότητας – άραγε να τα νοσταλγεί. Πηγή: EPA/TRACEY NEARMY

Quartz

Αναμνήσεις/ «Ενα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ»

Τι θα ερχόταν στο μυαλό μας αν μας έλεγαν να θυμηθούμε την πρώτη μας ανάμνηση; Πιθανώς κάτι τετριμμένο. Ο Πολ Σμαλερά, ας πούμε, θυμάται στο Quartz να είναι τεσσάρων χρονών και να έχει σκαρφαλώσει στο τραπέζι της κουζίνας για να παρατηρήσει από κοντά ένα μυρμήγκι.  Μια θαμπή αλλά «αξέχαστη» εικόνα, γιατί – λέει – «ήμουν σε θέση να κάνω κάτι για πρώτη φορά και να δω τον μικρό μου κόσμο από μια νέα οπτική γωνία».

Κι αν μας έλεγαν να θυμηθούμε την πιο όμορφη ανάμνηση; Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα είχαμε σαφή απάντηση. Δεδομένου ότι δεν είμαστε μηχανές, «αν δεν μπορούμε να θυμηθούμε το πιο όμορφο πράγμα, ανακαλούμε κάτι παρόμοιο, το οποίο μας κάνει να νιώθουμε νοσταλγία».

Αυτή είναι η αδυναμία του ανθρώπινου νου, που δίνει στη νοσταλγία τεράστια ισχύ.  «Μία ανάμνηση μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε υπέροχα μέχρι να εξαφανιστεί. Μπορούμε να θυμηθούμε τις αγκαλιές του πατέρα μας – αρκεί να μην μας έρθουν στο νου τα χαστούκια που σας έδωσε ή ο θάνατός του», λέει ο Σμαλερά.  Είναι λίγο σαν να ενδίδουμε στον ψεύτικο μύθο τού «ήταν καλύτερα στο παρελθόν».

Η λέξη νοσταλγία δεν προέρχεται τυχαία από την ελληνική γλώσσα: Νόστος (επιστροφή στο σπίτι) και Άλγος (πόνος). Ο πόνος της επιστροφής. Αντί όμως να απολαμβάνουμε τα συναισθήματα του παρόντος, «πέφτουμε στην παγίδα της νοσταλγίας και λυγίζουμε από τον ήπιο πόνο που μας προκαλεί η επιθυμία να επιστρέψουμε σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Και, ίσως, δεν υπήρχε καν». Η νοσταλγία επομένως είναι μια παγίδα. Κι ο πολιτισμός μας είναι εν μέρει ένοχος για την διαιώνιση της παγίδας αυτής με CD τύπου «I love the ‘90s»  ή την επανέκδοση του «Πολέμου των Άστρων».

Πως αντιμετωπίζεται, λοιπόν, η νοσταλγία; Αν και φαίνεται παράδοξο, η διέξοδος είναι να θυμόμαστε και να ζήσουμε τη νοσταλγία ως προνόμιο: «Να σκεφτούμε το πώς να δημιουργήσουμε ένα μέλλον, το οποίο μια μέρα θα ανακαλούμε χωρίς την ανάγκη να το γλυκάνουμε. Θα είναι καλύτερο από αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν».

Ωραία πρόκληση.

Φωτό: Όταν η μνήμη εξωραΐζει ακόμη και τον καπνό. Πηγή: Quartz

South China Morning Post

Σουξέ/ Η Μαίρη Παναγιωταρά σε βίντεο γκέιμ

Όπως κι εδώ ή και αλλού, η ζωή στο Χονγκ Κονγκ δεν είναι εύκολη, γράφει η South China Morning Post. Οι τιμές των προϊόντων ανεβαίνουν, τα έξοδα αυξάνονται, οι συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης δεν βελτιώνονται. Νοσταλγεί κανείς το παρελθόν όπου τα πράγματα ήταν καλύτερα, αλλά, λέει η εφημερίδα της πρώην βρετανικής αποικίας, όποιος το κάνει εξαπατά τον εαυτό του.

Η απόδειξη είναι η συγκλονιστική εμπειρία της ζωής μιας μετανάστριας νοικοκυράς που κατοικούσε στο Χονγκ Κονγκ το 1979. Και πώς μαθαίνει κανείς πώς ζούσε μια Μαίρη Παναγιωταρά της Ασίας τότε; Τη γνώση αυτή μας προσφέρει το Oblige, ένα 2D video game σχεδιασμένο από την Τζόσλιν Κιμ και τον Ιβάν Τσανγκ, δύο 21χρονους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Η ζωή της ηρωίδας στο Oblige, που έχει γίνει ανάρπαστο στο Χονγκ Κονγκ, προέκυψε από τις εμπειρίες των μητέρων και των γιαγιάδων των δύο σεναριογράφων: «Συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχαν καθόλου αφηγηματικά βιντεοπαιχνίδια για το  Χονγκ Κονγκ»,  δηλώνει ο Ιβάν Τσάνγκ.  «Θέλαμε οι παίκτες να καταλάβουν τι συμβαίνει στο μυαλό αυτής της γυναίκας» προσθέτει ο ίδιος.

Μπορεί να το δει κανείς και αλλιώς:  Σαν ένα γράμμα αγάπης για τις σκληρά εργαζόμενες μητρικές μορφές προηγούμενων γενεών, εμπνευσμένη από άλλα παιχνίδια που αναπαράγουν εξίσου αντιηρωϊκές ζωές όπως το Papers, Please, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας συνοριοφύλακας, και το το Cart Life όπου ο παίκτης χειρίζεται τη ζωή ενός πλανόδιου πωλητή.

Πηγή: Όταν ξυπνήσει το πρωί, πολύ πρωί. Φωτό: South Morning Post

Nature

Αποκαλύψεις/ Τα ηφαίστεια «εξαφάνισαν» την Αρχαία Αίγυπτο

Οι πολιτικές συγκρούσεις και η εμφάνιση άλλων πολιτισμών συνέβαλαν ασφαλώς στην κατάρρευση της Αρχαίας Αιγύπτου. Αλλά μια νέα αρχαιολογική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστήμιο του Γέιλ και δημοσιεύτηκε στο Nature, εξηγεί ότι η «προέλευση του φαινομένου που άλλαξε τη φυσιογνωμία των επόμενων αιώνων  ήταν μια σειρά μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων».

Η τέφρα και το θείο που είχαν εκλυθεί από διάφορα ηφαίστεια, ανάμεσα στον 4ο και τον 1ο αιώνα π.Χ. φαίνεται να ήταν ένας κλιματικός παράγοντας που επιτάχυνε την πτώση της τελευταίας αιγυπτιακής δυναστείας. Μέχρι σήμερα, οι ιστορικοί αποτύγχαναν να βρουν εξήγηση για ορισμένα γεγονότα που οδήγησαν τους Αιγυπτίους στην παρακμή, αλλά σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η πραγματική αιτία πρέπει να εντοπιστεί στην πτώση της στάθμης του Νείλου, που προκλήθηκε από το φαινόμενο του θερμοκηπίου που κι αυτό με τη σειρά του οφείλεται στην τέφρα από τις εκρήξεις.

Ακόμα και το 44 π.Χ., εποχή της Κλεοπάτρας, υπήρχαν κάποια πολύ ισχυρά φυσικά φαινόμενα: καταστάσεις δηλαδή που δεν ήταν εύκολο να χειριστεί η βασίλισσα. Δεν χρειάζεται πάντως να γυρίσει τόσο πίσω στο χρόνο για να δει πώς ακόμη και  εκρήξεις απομακρυσμένων ηφαιστείων επηρεάζουν τη ροή του νερού του αφρικάνικου ποταμού. Το ίδιο αποτέλεσμα καταγράφηκε, στην πιο σύγχρονη εποχή, το 939 και το 1783-1784, όταν τα ισλανδικά ηφαίστεια Ελτζα και Λάκι άφησαν βαθιά τα σημάδια τους στα νερά του Νείλου.

Φωτό: Δηλαδή με τόση άμμο, τι πείραξε λίγη σκόνη παραπάνω; Πηγή: Shutterstock