Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου της ΝΔ διαμορφώνει ήδη καινούργια δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Πέραν της αυτονόητης σημασίας και επίδρασης που έχει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η εξέλιξη απασχολεί την κυβέρνηση – και μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια θέλει να δείχνει.
Από κυβερνητικά χείλη επίσημος σχολιασμός δεν υπήρξε, αφότου έγινε ξεκάθαρο ότι στον δεύτερο γύρο θα αναμετρηθούν ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίοι και εκπροσωπούν τα δύο παραδοσιακά ρεύματα της ΝΔ (κεντροδεξιά και φιλελευθερισμός).
Τις ημέρες που είχαν προηγηθεί και μετά το φιάσκο της 22ας Νοεμβρίου, η αντιμετώπιση εκ μέρους κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ για τα όσα συνέβαιναν στην ΝΔ ήταν καταφανώς αλαζονική («Μέχρι να εκλέξετε εσείς πρόεδρο, εγώ θα έχω ξανακερδίσει εκλογές», φέρεται να έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας στον κ. Πλακιωτάκη στο συμβούλιο αρχηγών προ μερικών εβδομάδων).
Ενα σημείο σημαντικής διαφοροποίησης του κ. Μητσοτάκη από όλους τους υπόλοιπους στο σημερινό πολιτικό τοπίο: ήταν ο μόνος από τους βουλευτές της ΝΔ, ο οποίος δεν ψήφισε τον Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας
Εως και λίγες ημέρες πριν από την εκλογική διαδικασία της προηγούμενης Κυριακής κορυφαία κυβερνητικά στελέχη με γραφεία στο Μέγαρο Μαξίμου δεν δίσταζαν να αναφέρουν «αυτοί διαλύονται μόνοι τους, εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο από το να παρακολουθούμε». Μετά και την διαδικασία της 20ης Δεκεμβρίου, στις τάξεις της κυβέρνησης διαπιστώνεται ένα μούδιασμα και αρχίζει να εκδηλώνεται μία αγωνία για την τελική αναμέτρηση της 10ης Ιανουαρίου. Ο αποκλεισμός του Αδωνι Γεωργιάδη και του Απόστολου Τζιτζικώστα από τον δεύτερο γύρο έχουν αφαιρέσει από την κυβέρνηση όλα τα βολικά επιχειρήματα περί φλερτ με την «ακροδεξιά» ή την «επιστροφή στην δεξιά της ΕΡΕ».
Παράλληλα, η ισχυροποίηση του κ. Μητσοτάκη, για τον οποίο κυβερνητικά στελέχη εκτοξεύουν τον χαρακτηρισμό του «νεοφιλελεύθερου», σε συνδυασμό με την μαζική προσέλευση (δεδομένων των συνθηκών), φαίνεται πως αρχίζει να οδηγεί κυβερνητικούς βουλευτές σε μία συνειδητοποίηση: ότι στην πολιτική κανένα σκηνικό δεν είναι μόνιμο και καμία δύναμη δεν κυριαρχεί για πάντα. Κατά τις εκτιμήσεις δε κάποιων μετριοπαθών προσώπων, μία ενδεχόμενη νίκη του κ. Μητσοτάκη στις 10 Ιανουαρίου, θα διαμορφώσει αυτομάτως νέες δυναμικές και πιθανώς μία νέα κινητικότητα στους πολιτικούς συσχετισμούς.
Δεν αποκλείεται, μία τέτοια εξέλιξη πιθανώς να λειτουργούσε ως πόλος έλξης για ψηφοφόρους ή και στελέχη του Ποταμιού, ενδεχομένως και του ΠΑΣΟΚ. Σημειώνουν κάποιοι σε αυτό το πλαίσιο ένα σημείο σημαντικής διαφοροποίησης του κ. Μητσοτάκη από όλους τους υπόλοιπους στο σημερινό πολιτικό τοπίο: ότι ήταν ο μόνος από τους βουλευτές της ΝΔ, ο οποίος δεν ψήφισε τον Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Οπως λένε κάποιοι από τους συνομιλητές κυβερνητικών στελεχών, η υπεροψία με την οποία το Μαξίμου αντιμετωπίζει την εκλογική ισχύ του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μία λάθος αφετηρία για την λήψη ορθών αποφάσεων
Από την άλλη πλευρά ένα στοιχείο που εκλείπει, με τα δεδομένα που φάνηκαν από το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής, είναι η απειλή διασπάσεων της ΝΔ.
Υπό αυτούς τους όρους, μία ενδεχόμενη νίκη του κ. Μεϊμαράκη, αρχίζει πλέον να προκαλεί ανησυχίες στην κυβέρνηση, ως προς το αν οι προσδοκίες στα ηγετικά της κλιμάκια περί αυξημένης διάθεσης συνεννόησης εξακολουθούν να είναι βάσιμες και ρεαλιστικές. Με βάση τα νέα δεδομένα, όπως τα διακρίνουν κάποιοι, η μαζική προσέλευση στις κάλπες της ΝΔ την προηγούμενη Κυριακή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως εντολή επίδειξης διαλλακτικότητας απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Υπό αυτούς τους όρους, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για τις εξελίξεις στην αξιωματική αντιπολίτευση τελούν υπό διαμόρφωση. Και όπως λένε κάποιοι από τους συνομιλητές κυβερνητικών στελεχών, η υπεροψία με την οποία το Μέγαρο Μαξίμου αντιμετωπίζει την εκλογική ισχύ του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μία λάθος αφετηρία για την λήψη ορθών αποφάσεων.