Η είδηση κυκλοφόρησε χθες (Κυριακή) και προκάλεσε αίσθηση. Ο Μαρκ Οφερμαρς, πρώην σούπερ-σταρ του Αγιαξ, της Αρσεναλ και της Μπαρτσελόνα, και διοικητικό στέλεχος του ολλανδικού συλλόγου την τελευταία δεκαετία, παρενοχλούσε γυναίκες υπαλλήλους του «Αίαντα», στέλνοντάς τους «ακατάλληλα μηνύματα» σεξουαλικού περιεχομένου.
Κανείς δεν το περίμενε, από τον Οφερμαρς. Γιατί ποτέ στο παρελθόν δεν είχε απασχολήσει με την προσωπική του ζωή. Η Σαντάλ φαν Βένσελ υπήρξε σύντροφός του πολλά χρόνια προτού την παντρευτεί (τον Μάιο του 2013) – τα δυό τους αγόρια, ο Φρέντι και ο Νικ, σήμερα είναι ποδοσφαιριστές. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Το ποδόσφαιρο ήταν το μόνο του πάθος. Τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε στις επιχειρήσεις που διατηρεί μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του (η οικογένεια Οφερμαρς είναι μια από τις 500 πλουσιότερες της Ολλανδίας): μια εταιρεία που επενδύει σε ακίνητα, ένα εστιατόριο και ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Οι παλιοί του συμπαίκτες θυμούνται ότι σπανίως τους ακολουθούσε στα νυχτοπερπατήματά τους.
Κι όμως, οι δύο γυναίκες που τον κατήγγειλαν στη διοίκηση του Αγιαξ, είπαν την αλήθεια. Ο 49χρονος Οφερμαρς δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να τις διαψεύσει. Στην επιστολή παραίτησής του αναφέρει: «Ντρέπομαι. Την περασμένη εβδομάδα ήρθα αντιμέτωπος με αναφορές σχετικά με τη συμπεριφορά μου. Δυστυχώς, δεν συνειδητοποίησα ότι ξεπερνούσα τα όρια, αλλά αυτό μου έγινε σαφές τις τελευταίες ημέρες. Ενιωσα, ξαφνικά, τεράστια πίεση. Ζητώ συγγνώμη. Για έναν άνθρωπο με τη δική μου θέση, αυτή η συμπεριφορά είναι απαράδεκτη. Το βλέπω κι εγώ τώρα, αλλά είναι πολύ αργά. Δεν έχω άλλη επιλογή, παρά να αποχωρήσω από τον Αγιαξ. Αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην προσωπική μου ζωή. Γι’ αυτό ζητώ από όλους να αφήσουν εμένα και την οικογένειά μου ήσυχους».
Σε έναν κόσμο που λίγοι παραδέχονται τα λάθη τους -και ακόμη λιγότεροι δεν ψάχνουν για δικαιολογίες- η στάση του Οφερμαρς τον τιμά. Εντυπωσιακή, όμως, ήταν και η αντίδραση του συλλόγου, τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν πόσο σημαντικό «γρανάζι» για τη λειτουργία του υπήρξε ο μέχρι χθες αθλητικός του διευθυντής. Το επισήμανε στη δήλωσή του και ο πρόεδρος, Λεν Μέιγιαρντ: «Είναι μια δραματική κατάσταση για όσους εμπλέκονται σε αυτήν. Είναι καταστροφικό για τις γυναίκες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν αυτή τη συμπεριφορά.
Οταν πληροφορηθήκαμε το γεγονός, ενεργήσαμε αμέσως, προσεκτικά και σταθμίζοντας τι ήταν καλύτερο να κάνουμε, σε συνεννόηση με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Εντουϊν φαν ντερ Σαρ, και με τη βοήθεια που ζητήσαμε από εξωτερικό εμπειρογνώμονα. Ο Μαρκ είναι, ίσως, ο καλύτερος διευθυντής ποδοσφαίρου που είχε ο Αγιαξ. Αναβαθμίσαμε και επεκτείναμε το συμβόλαιό του για αυτόν το λόγο. Αλλά, δυστυχώς, έχει ξεπεράσει τα όρια. Οπότε, το να συνεχίσει ως διευθυντής δεν ήταν επιλογή».
Για να αντιληφθούμε τη στάση του Αγιαξ σε όλο της το μεγαλείο, θα πρέπει προηγουμένως να κατανοήσουμε το πόσο σημαντικός ήταν για τον σύλλογο ο Οφερμαρς. Το 2012, τρία χρόνια αφότου είχε αποσυρθεί από τη δράση, επέστρεψε στην ομάδα με την οποία έγραψε ιστορία: αρχικά ως επικεφαλής του τμήματος scouting και, δύο χρόνια αργότερα, ως διευθυντής ποδοσφαίρου. Καθώς η ομάδα είχε χάσει την αίγλη της, πρότεινε στον εκτελεστικό διευθυντή, Εντβιν φαν ντερ Σάαρ, ο Αγιαξ να μην παραχωρεί, αμέσως, τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που παράγουν οι ακαδημίες του σε πλουσιότερα club, αλλά να παραμένουν για λίγα χρόνια στο Αμστερνταμ, συμβάλλοντας στις αγωνιστικές επιτυχίες που -τότε- σπάνιζαν. Σκέφτηκε, επίσης, να φέρει στην ομάδα και μερικούς έμπειρους ποδοσφαιριστές, που θα καθοδηγούσαν τα νέα (αλλά άπειρα) ταλέντα. Και εισηγήθηκε την πρόσληψη του Ερικ Τεν Χαγκ, του οποίου το βιογραφικό ήταν πάμπτωχο.
Τα αποτελέσματα της δουλειάς του ήταν τόσο εντυπωσιακά, ώστε άρχισαν να τον πολιορκούν μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι (Αρσεναλ, Μπαρτσελόνα, κ.ά.), ζητώντας του να εργαστεί γι’ αυτούς με πολύ υψηλότερες αποδοχές. Εκείνος αρνήθηκε. Και ο Αγιαξ, για να μην τον χάσει, επέκτεινε το συμβόλαιό τους έως το 2026, μαζί με μια γενναία αύξηση. Η προ τριετίας εκπληκτική πορεία της ομάδας στο Τσάμπιονς Λιγκ ήταν, εν πολλοίς, δικό του έργο.
Ο Αγιαξ είχε πολύ σοβαρό λόγο να κάνει «τα στραβά μάτια». Θα μπορούσε, κάλλιστα, να συγχωρήσει το αμάρτημα του πιο επιτυχημένου του αθλητικού διευθυντή, τουλάχιστον μέχρι να αποδειχθεί στο δικαστήριο η ενοχή του Οφερμαρς, επικαλούμενος το τεκμήριο της αθωότητας. Μάλλον αυτό θα έκαναν οι περισσότερες εταιρείες στη θέση του, σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιούνται. Ο ολλανδικός σύλλογος, όμως, προτίμησε να κάνει το σωστό, το τίμιο, το ηθικό. Να δικαιώσει δύο απλές υπαλλήλους του, που ούτε τίτλους του φέρνουν, ούτε χρήμα.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα κοινωνικής ευθύνης στον χώρο του ποδοσφαίρου. Πριν από μερικές μέρες η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ «κλείδωσε» μακριά από κάθε της δραστηριότητα τον υπερταλαντούχο φορ της, Μέισον Γκρίνγουντ, έπειτα από καταγγελία της νεαρής συντρόφου του, Χάριετ Ρόμπσον, που τον κατηγόρησε για βιασμό, κακοποίηση και απειλές εις βάρος της. Σύμφωνα με την Daily Mail, έφτασε στο σημείο να αποσύρει από το ηλεκτρονικό της κατάστημα και τις μπουτίκ της, όλα τα προϊόντα που φέρουν το όνομά του. Στα τέλη του 2020 ο Ράιαν Γκιγκς απομακρύνθηκε από την εθνική ομάδα της Ουαλίας (αν και την είχε οδηγήσει στην τελική φάση του Euro), όταν η πρώην σύντροφός του και η αδελφή της τον κατηγόρησαν για ξυλοδαρμό και ψυχολογική βία.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, οι αθλητικοί οργανισμοί φροντίζουν να διαχωρίζουν τη θέση τους από τις κακοποιητικές συμπεριφορές των μελών τους, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Την εποχή του Τζορτζ Μπεστ, ή του Πολ Γκασκόιν, θεωρούσαν ότι η κοινωνική κατακραυγή ήταν, αποκλειστικά, προσωπική τους υπόθεση. Λες και τα σπορ ανήκαν σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν. Ευτυχώς, όχι πια.