Χρυσά μετάλλια Ολυμπιακών Αγώνων ή Παγκοσμίων και Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων, η Ελλάδα έχει πάρει πολλά για το μικρό της μέγεθος. Αθλητές και αθλήτριες παγκόσμιας κλάσης, όμως, σπανίως παράγει. Τέτοια είναι η Κατερίνα Στεφανίδη. Διαδοχικές πρωτιές σε Ευρωπαϊκό, Ολυμπιακούς και Παγκόσμιο, σημαίνουν απόλυτη κυριαρχία. Εθνικό ρεκόρ υπό το άγχος ενός μεγάλου τελικού (το χθεσινό 4,91μ.), σημαίνει αυτοπεποίθηση. Κατάκτηση μεταλλίων σε κάθε ηλικιακή ομάδα, σημαίνει συνέπεια και διάρκεια. Το άθροισμα μας δίνει τους πρωταγωνιστές των σπορ που ακτινοβολούν περισσότερο απ’ αυτό που λάμπει στο στήθος τους. Σαν την Κατερίνα, ή σαν τον Λευτέρη (Πετρούνια).
Με την επίδοσή της στο Λονδίνο η Στεφανίδη σκαρφάλωσε στην τέταρτη θέση όλων των εποχών στο επί κοντώ του ανοιχτού στίβου, πίσω από την Ισινμπάγεβα που έχει 5,06μ. τη Μόρις με 5μ. και τη Σουρ με 4,92μ. Οποιος παρακολούθησε τα άλματά της στις (αποτυχημένες) προσπάθειες που έκανε στα 5,02μ. κυνηγώντας, πια, το ρεκόρ των αγώνων -ιδίως στη δεύτερη και στην τρίτη-, κατάλαβε ότι το όριο της Κατερίνας είναι ο ουρανός. Και είναι, μόλις, 27 ετών.
Η (κούκλα) Αμερικανίδα Σάντι Μόρις, που είδε -πάλι- την πλάτη της ελληνίδας πρωταθλήτριας και περιορίστηκε στο αργυρό μετάλλιο, όπως πέρυσι στο Ρίο ντε Τζανέιρο, τη χειροκρότησε με την καρδιά της. Ολοι στην παγκόσμια γειτονιά του επί κοντώ γνωρίζουν πως, αυτή την εποχή, η Κατερίνα «δεν παίζεται». Φαινόταν από πολύ παλιά. Δεν χρειαζόταν να είσαι αμερικανός «κυνηγός» ταλέντων του στίβου για να το δεις. Οταν οι ΗΠΑ της χορήγησαν την υποτροφία για να σπουδάσει στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (Καλιφόρνια), έβλεπαν σε εκείνη τη μαθήτρια μία αθλήτρια που, στο μέλλον, θα μπορούσε να σηκώσει ψηλά τη σημαία τους. Κάποια στιγμή, της το πρότειναν. Η Στεφανίδη, όμως, επέμεινε ελληνικά.
Ηταν ευλογημένη από παιδί. Αρχισε να διακρίνεται στους στίβους ήδη από τα 11 της χρόνια. Προτού κλείσει τα 15 της -πήγαινε ακόμα στο Γυμνάσιο της Παλλήνης- είχε πετύχει την καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, παγκοσμίως, για την ηλικία της: 4,37 μέτρα. Ηταν, ήδη, η εκκολαπτόμενη σταρ του αθλήματος. Καμία άλλη αθλήτρια δεν υπήρξε τόσο συνεπής στα ραντεβού της με τις επιτυχίες, όσο η παγκόσμια πρωταθλήτρια U18 του 2005: και στις 13 σεζόν μετά το πρώτο της χρυσό στο Μαρακές, κέρδισε μετάλλια σε κάθε ηλικία, σε ανοιχτό και κλειστό στίβο.
Ο Γιώργος Στεφανίδης, μπαμπάς της Κατερίνας -ο «ήρωάς της», όπως τον αποκαλεί-, ήταν αθλητής του τριπλούν. Η μητέρα της, Ζωή Βαρέλη, σπρίντερ των 400 μέτρων. Ετσι, τα πρώτα της βήματα δεν τα έκανε στο μπαλέτο, όπως τα περισσότερα εξάχρονα κορίτσια των ’90s, αλλά στον στίβο. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, πού θα την οδηγούσαν.
Ισως το πιο καθοριστικό άλμα, της καριέρας της και της ζωής της, το έκανε το 2009. Αποφάσισε να δεχθεί την υποτροφία και να φύγει στο εξωτερικό. Ενώ θα μπορούσε να μείνει στην Ελλάδα, να μπει στη Γυμναστική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις, να απαιτήσει μία αργομισθία στο Δημόσιο, να ζητιανεύει τις επιχορηγήσεις του πτωχευμένου Κράτους, και να συλλέγει δικαιολογίες για τις μέρες των αποτυχιών της. Αυτό δεν κάνουν οι περισσότεροι;
«Οταν έφυγα για την Αμερική, η κρίση είχε αρχίσει να διαφαίνεται – και οι γονείς μου ήταν υπέρμαχοι της άποψης ότι κάποιος με δυνατότητες μπορεί να εξελιχθεί καλύτερα στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και την ημέρα του αποχωρισμού μας δεν υπήρξαν ούτε κλάματα, ούτε λόγια παρηγοριάς, αλλά μόνο χαρά». Μετά και τα χθεσινά, αυτοί οι γονείς που έμαθαν στην κόρη τους να κυνηγάει τα όνειρά της, να μη φοβάται να «πετάξει» (παρά την υψοφοβία της), θα πρέπει να ζουν την απόλυτη δικαίωση.
Οκτώ χρόνια μακριά μας, η Κατερίνα -όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο- κουβαλάει την Ελλάδα μέσα της και την εκπροσωπεί περήφανα, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Αν και εκεί, στην ξενιτιά, απέκτησε κάποιες αμερικάνικες συνήθειες, οι επιτυχίες της δεν είναι εισαγωγής. Το ταλέντο της είναι ελληνικό, μόνο που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει – όπως και τόσα άλλα τα τελευταία χρόνια στον αθλητισμό και πέρα από αυτόν. Καλά που έφυγε. Ευτυχώς για το ταλέντο της. Ευτυχώς για τη ζωή της. Στις ΗΠΑ δεν έγινε, μόνον, καλύτερη αθλήτρια. Σπούδασε (Βιολογία με μεταπτυχιακό στη Νευροψυχολογία), γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο του προπονητή της, παντρεύτηκε, ευτύχησε. Από την πατρίδα, της λείπουν οι δικοί της που άφησε πίσω και ο ελληνικός χαβαλές. Αυτός που σου φεύγει «με τη μία» μόλις διαβείς τις πύλες του Στάνφορντ, σε μία χώρα που σου προσφέρει ευκαιρίες αλλά τίποτα δεν σου χαρίζει.
Η Κατερίνα αγάπησε ειλικρινά το αγώνισμά της. Δεν ήταν, απλώς, το όχημά της προς την επιτυχία. Θα μπορούσε να εξαργυρώσει τη μεγάλη ευκαιρία που της είχε προσφέρει -την υποτροφία- και να το παρατήσει. Να αφοσιωθεί στη νέα της αγάπη, την Επιστήμη. Δεν το έκανε. Παράλληλα με τις σπουδές της, έκανε πρωταθλητισμό με τα χρώματα του Πανεπιστημίου – δεν είναι διόλου απλό. Κι όταν πήρε το πτυχίο της και πέρασε στην ανώτερη πίστα σπουδών, το μεταπτυχιακό στη Νευροψυχολογία, οι θυσίες έγιναν ακόμη μεγαλύτερες. Για να κάνει τις προπονήσεις της, έπρεπε να διανύει μεγάλες αποστάσεις, να πληρώνει από την τσέπη της τον προπονητή και τις θεραπείες της, να προετοιμάζεται οπουδήποτε μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος: στον δρόμο, στα δάση ή σε αυλές σπιτιών. Στις ΗΠΑ, εάν δεν ανήκεις σε κάποιον αθλητικό ή πανεπιστημιακό σύλλογο, ο πρωταθλητισμός είναι πιο δύσκολος ακόμη και απ’ ό,τι στην Ελλάδα.
Ο Μίτσελ Κρίερ τη γνώρισε ως μία εξαιρετική αθλήτρια, στο Φοίνιξ της Αριζόνα όπου η Κατερίνα είχε πάει για κάποιους αγώνες. Εγινε προπονητής της, φίλος της και -αργότερα- ο έρωτας της ζωής της (παντρεύτηκαν τον Μάιο του 2015). Την «απογείωσε», όχι μόνον επειδή τόνωσε την αυτοπεποίθησή της, αλλά και γιατί κατάφερε να την κάνει να διασκεδάζει σε κάθε προπόνηση. Για την Κατερίνα, «πιο σημαντικό από την επιτυχία, είναι να νιώθεις χαρούμενος». Οταν «πετάει» προς τα πέντε μέτρα, νιώθει ευτυχισμένη. Και κάνει περήφανη μια χώρα που δεν έχει πολλές χαρές να περιμένει.