Είχαν παιχτεί τρία ματς στη σειρά, περισσότερα από 270 λεπτά μαζί με τις καθυστερήσεις, και νικητής δεν είχε αναδειχθεί. Οι δύο πρώτες αναμετρήσεις της Λίβερπουλ με την Κολωνία, στο «Ανφιλντ» και το «Ράιν Στάντιον», είχαν λήξει ισόπαλες χωρίς γκολ. Καθώς η διαδικασία της παράτασης και των πέναλτι δεν υπήρχε ακόμη, η πρόκριση στο Κύπελλο Κυπελλούχων του 1964-1965 θα κρινόταν σε τρίτο αγώνα, αυτή τη φορά στο «Ντε Κάιπ» του Ρότερνταμ. Αλλά, ούτε τότε νίκησε κάποια από τις δύο ομάδες (2-2). Αποφάσισε η Τύχη για ‘κείνες, με το στρίψιμο του νομίσματος να ευνοεί τους Αγγλους.
Την επόμενη μέρα η UEFA άρχισε να αναζητεί μια πιο δίκαιη λύση για να λύνονται οι διαφορές στις περιπτώσεις… επίμονης ισοπαλίας, χωρίς επιπλέον αγώνες, και χωρίς παρατάσεις (η φυσική κατάσταση των παικτών εκείνης της εποχής δεν τις άντεχε). Ενα είδος «τάι-μπρέικ», δηλαδή. Ετσι καθιερώθηκε το «εκτός έδρας γκολ», το οποίο έδινε πλεονέκτημα στην ομάδα που σκόραρε στην έδρα της αντιπάλου της. Πρώτα στο Κύπελλο Κυπελλούχων του 1965-1966, και από το 1969 σε όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Η πρώτη φορά που μια πρόκριση κρίθηκε με τον νέο κανονισμό στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, το σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ, ήταν τη σεζόν 1970-1971. Ενα εκτός έδρας γκολ του Εουσέμπιο στο Μπέλφαστ έσωσε τη μεγάλη Μπενφίκα από έναν ταπεινωτικό αποκλεισμό απέναντι στην άσημη Γκλεντόραν. Πολλά χρόνια αργότερα ο «Μαύρος Πάνθηρας» είχε τονίσει σε συνέντευξή του: «Ηταν ένα απλό γκολ, αλλά από εκείνα που θυμάμαι πιο έντονα στην καριέρα μου, επειδή είχε μια ιδιαίτερη, ασυνήθιστη σημασία». Την ίδια χρονιά ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του «Γουέμπλεϊ», αποκλείοντας την Εβερτον και τον Ερυθρό Αστέρα χάρη στα εκτός έδρας γκολ.
Το γκολ που θα μετρούσε… διπλό, όπως καθ’ υπερβολήν συνηθίσαμε να λέμε, θα εξυπηρετούσε κι έναν άλλο σκοπό: θα λειτουργούσε ως κίνητρο για τις φιλοξενούμενες ομάδες, ώστε να μην «ταμπουρώνονται» στο μισό γήπεδο και να επιδιώκουν να σκοράρουν. Θα τις επιβράβευε για κάτι που, εκείνη την εποχή, ήταν σπουδαίο κατόρθωμα. Οι παλιοί φίλαθλοι θα θυμούνται το γιατί.
Τα ταξίδια από μια χώρα της Ευρώπης σε μια άλλη ήταν εξουθενωτικά, ιδίως αν το ματς δεν διεξαγόταν σε κάποια από τις μεγάλες πρωτεύουσες. Οι φιλοξενούμενοι έφταναν, κατάκοποι, στην πόλη του αγώνα, όπου δεν ίσχυαν οι σημερινοί κανόνες καλής φιλοξενίας της UEFA. Τα ξενοδοχεία, όπου διέμεναν, δεν ήταν, πάντα, άνετα και ασφαλή. Πολλές φορές δεν τους επιτρεπόταν να προπονηθούν στο γήπεδο στο οποίο θα γινόταν το παιχνίδι. Το έβλεπαν για πρώτη φορά λίγα λεπτά πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα, και οι αγωνιστικοί χώροι δεν ήταν τα σημερινά «χαλιά» (δεν είχαν τεθεί, ακόμη, οι σχετικές προδιαγραφές από την UEFA). Δεν είχαν, καν, όλοι τις ίδιες διαστάσεις. Εκρυβαν «παγίδες», που μόνον οι γηπεδούχοι μπορούσαν να γνωρίζουν. Ακόμη και οι μπάλες ήταν διαφορετικές. Με βάση το εθιμικό δίκαιο, η διαιτησία φρόντιζε να μην εξαγριώνει την τοπική ομάδα, που συνήθως είχε μόνο δικούς της υποστηρικτές στις εξέδρες. Το περιβάλλον ήταν εξαιρετικά εχθρικό, και η προστασία (σχεδόν) ανύπαρκτη. Και η TV έδειχνε μόνον αυτά που βόλευαν τη γηπεδούχο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το σκοράρισμα εκτός έδρας ήταν ένας… μίνι άθλος στα Κύπελλα Ευρώπης. Το επιβεβαιώνει και η στατιστική: το 1965, στις διοργανώσεις της UEFA, οι φιλοξενούμενοι νικούσαν μόλις στο 18,33% των αγώνων, και οι γηπεδούχοι στο 63,33%. Αλλά στα 56 χρόνια που πέρασαν, από τότε που το άρθρο 20.01 ενσωματώθηκε στους κανονισμούς της UEFA, άλλαξαν πάρα πολλά. Το 2019, πριν ξεσπάσει η πανδημία, τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν διαμορφωθεί στο 30,54% – 44,8%. Την τελευταία δεκαετία, όλο και περισσότερες μορφές του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου έκαναν λόγο για έναν παλιακό, αναχρονιστικό κανόνα, που επιβραβεύει δυσκολίες οι οποίες έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν, και πρέπει να καταργηθεί.
Το βασικό τους επιχείρημα ήταν πως είναι άδικο, ένα γκολ να μετράει περισσότερο από ένα άλλο. Οτι όλα πρέπει να έχουν την ίδια αξία, όπου και όποτε κι αν επιτυγχάνονται. Οτι δεν είναι δυνατόν, να προκρίνεται μια ομάδα που δεν νίκησε, και να αποκλείεται μια άλλη, που δεν έχασε. Που σκόραρε τόσες φορές, όσες και η αντίπαλός της. Ο παραλογισμός αυτής της διάκρισης -λένε- φαίνεται ακόμη πιο έντονα στους αγώνες – ρεβάνς που οδηγούνται στις ημίωρες παρατάσεις. Είναι εντελώς «τρελό», η μια ομάδα να έχει στη διάθεσή της 90′ για να πετύχει το γκολ που πριμοδοτείται, και η άλλη (η φιλοξενούμενη του δεύτερου αγώνα), 120′.
Οταν, μάλιστα, δύο αντίπαλοι χρησιμοποιούν ως έδρα τους το ίδιο γήπεδο, το αβαντάζ του εκτός έδρας γκολ αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Οπως συνέβη στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 2002-2003. Το πρώτο ματς Μίλαν – Ιντερ, με γηπεδούχο τη Μίλαν, είχε λήξει 0-0. Το δεύτερο, με γηπεδούχο την Ιντερ, 1-1. Γιατί έπρεπε να προκριθεί η Μίλαν (η οποία, στο τέλος, κατέκτησε την Κούπα); Μόνο και μόνο επειδή, όταν μπήκαν τα γκολ, η (υποτιθέμενη) μαρκίζα του σταδίου έγραφε «Τζουζέπε Μεάτσα», κι όχι «Σαν Σίρο».
Ισως το πιο σημαντικό είναι ότι, με την πάροδο των ετών, ο κανονισμός αυτός, αντί να ενθαρρύνει τους φιλοξενούμενους να επιτεθούν, έκανε τους γηπεδούχους πιο συντηρητικούς. Ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον έχει αποκαλύψει στον Guardian ότι και ο ίδιος ζητούσε από τους παίκτες του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να προσέχουν ιδιαιτέρως την άμυνά τους, όταν έπαιζαν για την Ευρώπη στο «Ολντ Τράφορντ». Περίπου το ίδιο εξομολογήθηκε και ο Αρσέν Βενγκέρ στην Telegraph.
Ο Φέργκιουσον έχει να συνεισφέρει στο «ντιμπέιτ» και ένα επιχείρημα τεχνικής φύσεως. «Πριν από 30 χρόνια», τονίζει στο Reuters, «οι αντεπιθέσεις γίνονταν με έναν, το πολύ δύο, παίκτες. Σήμερα, στη μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση συμμετέχουν πέντε κι έξι ποδοσφαιριστές, με γρήγορες πάσες ακριβείας, χάρη στην εξαιρετική φυσική τους κατάσταση, αλλά και τη θεαματική βελτίωση των αγωνιστικών χώρων».
Η UEFA πείστηκε. Την απόφασή της να καταργήσει τον κανονισμό του «εκτός έδρας γκολ» επιτάχυναν και δύο συγκυρίες: πέρυσι τα Κύπελλα Ευρώπης κατέληξαν σε μονούς αγώνες, ενώ εφέτος πολλά ματς φιλοξενήθηκαν σε ουδέτερα γήπεδα. Στο εξής (από τα προκριματικά της σεζόν 2021-2022), λοιπόν, όταν δύο αντίπαλοι έχουν πετύχει τον ίδιο αριθμό τερμάτων στις διπλές τους αναμετρήσεις, θα παίζουν παράταση και πέναλτι.
Θα είναι καλό, ή κακό, για το ποδόσφαιρο;
Σίγουρα, θα έχουμε πολύ περισσότερα ματς που θα οδηγούνται στην παράταση και (περίπου το 60% από αυτά) στα πέναλτι.
Ο έξτρα χρόνος θα αρέσει πολύ στα τηλεοπτικά δίκτυα που θα μεταδίδουν τους αγώνες των Κυπέλλων Ευρώπης, στους (τηλε)θεατές, αλλά όχι και στους ποδοσφαιριστές, που θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο.
Και τις μυθικές ανατροπές που ζήσαμε χάρη στον κανονισμό του «εκτός έδρας γκολ», θα πρέπει να τις ξεχάσουμε. Πλέον, στα ματς θα υπάρχουν, κατά διαστήματα, σκορ που δεν προκρίνουν, ούτε θα αποκλείουν, κάποια από τις δύο ομάδες. Ο παράδεισος δεν θα απέχει μόνο μια στιγμή από την κόλαση.