Μαρτυρίες 1. Ας μιλήσουν, πρώτα, οι θεατές: «Επιτέλους Θέατρο!!! Που ξεχνάς και νομίζεις ότι το ζεις. Που σε συγκινεί. Που σε εκπλήσσει συνεχώς». «Η παράσταση, μια γροθιά στο στομάχι, εάν αντέχεις την αλήθεια του Ελληνα». «Με προβλημάτισε πολύ για το πριν το μετά της χώρας μας… των συμπεριφορών μας…. Με συγκλόνισε στο τέλος… τραντάχτηκε το σώμα μου!!». «Καθηλωτική, συγκλονιστική παράσταση! Φεύγεις, έχοντας νιώσει στο πετσί σου τη δυσκαμψία της ελληνικής κοινωνίας». Μήπως, τελικά αυτό θέλουμε; Αυτό ζητάμε από το θέατρό «μας»;
Μαρτυρίες 2. Έξω από το «Από Μηχανής θέατρο», για τον «Εθνικό Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου (σε λίγο για τρίτη, ουσιαστικά, σεζόν στο Cartel). Έξω από το Εθνικό, για το εξαιρετικά επιτυχημένο για χρόνια «Στέλλα Κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη – και, πιο πρόσφατα, έξω από το «Θέατρο Τζένη Καρέζη». Έξω από το «Επί Κολωνώ» για τον «Άγριο Σπόρο» του Γιάννη Τσίρου, που μπαίνει αισίως στην 5η του σεζόν. Το κοινό, νεανικό. Έως πολύ νεανικό. Το ιδεατό για κάθε θέατρο. Τριαντάρηδες και σαραντάρηδες. Ίσως το πιο δυναμικό κομμάτι μιας κοινωνίας που – γενικώς – «κοιμάται». Θεατές πρωτόφαντοι. Που για πρώτη φορά άφησαν τον καναπέ τους και για πρώτη φορά – αρκετοί από αυτούς, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ανθρώπων του θεάτρου – είδαν θέατρο στην ζωή τους. Και το χαίρονται.
Ας μείνουμε σε αυτές τις μαρτυρίες, αν και υπάρχουν πολλές για να εμπλουτίσουν αυτό που συμβαίνει τα τελευταία τέσσερα πέντε χρόνια (εν μέσω κρίσης) με το νέο ελληνικό θέατρο. Το ρεαλιστικό και σκληρό νέο ελληνικό θέατρο, το οποίο δεν βγάζει απλώς δόντια – ας πούμε, ως βρέφος – αλλά τα δείχνει και «απειλητικά».
Ας μην παρασυρόμαστε. Όμως, το εν λόγω είδος, που με κάποιον μαγικό τρόπο, έβαλε στο χάρτη (αν και υπήρχαν διεργασίες χρόνων) του ελληνικού θεάτρου ένας κινηματογραφιστής, ο Γιάννης Οικονομίδης, είναι ένα είδος που βλέπει τα ταμεία του γεμάτα, το νεανικό κοινό για πρώτη φορά να χτυπά την πόρτα του και την κριτική να ακολουθεί ασθμαίνουσα για να επικροτήσει τη δυναμική του.
Βάλτε στην ίδια εξίσωση, με τον ίδιο κοινό παρονομαστή, τις δουλειές του Βασίλη Μπισμπίκη και του Cartel του (αλλά όχι μόνον). Πως το ίδιο ελληνικό, κατ’ ουσίαν, θεατρικό είδος καταφέρνει να το χωρέσει ακόμη και σε κλασικά έργα. Όπως, από πέρυσι, στο «Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ, έναν «ύμνο για τη φιλία», αλλά τι ύμνο. Σκληρό και αδυσώπητο, να ηχεί παράτονα και παράφορα μέσα σε ένα ελληνικό συνεργείο του… Cartel. Ή, όπως, πολύ σύντομα, στον «Πατέρα» του Όγκουστ Στρίντμπεργκ, στο θέατρο «Αποθήκη», που εκτυλίσσεται στο σπίτι μιας ελληνικής – και διόλου σκανδιναβικής – οικογένειας, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2019 και σκιαγραφεί τη βιαιότητα της κόντρας των δύο φύλων.
Προσθέστε και αρκετά ακόμη: Τον σκληρό «Χαρτοπόλεμο» του αξέχαστου Βαγγέλη Ρωμνιού (που έφυγε στα 32 του χρόνια), που επανέρχεται στο «Μικρό Γκλόρια» για να «σκορπίσει τις στάχτες της ελληνικής κοινωνίας στον αέρα», μέσα από τον αλληλοσπαραγμό της αντιηρωικής γενιάς των τριαντάρηδων, στην Αθήνα της κρίσης. Ακόμη και τον άνεργο, καταχρεωμένο, δραματικά μοναχικό, σχεδόν παραμελημένο αντι-ήρωα του Μάκη Τσίτα, στο βραβευμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μυθιστόρημά του «Μάρτυς μου ο θεός», που έγινε θεατρικό (σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη) στο δραστήριο Vault, παρουσιάστηκε για τέσσερις χρονιές, και πλέον παρουσιάζεται σε θεατρικούς χώρους ανά την Ελλάδα. Με τον εξαιρετικό Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος, ως Χρυσοβαλάντης, γίνεται «καθρέφτης που αντανακλά το εκτρωματικό είδωλο της ίδιας κοινωνίας η οποία τον εκβάλλει από τους κόλπους της».
Έξι άντρες, που βρίζουν, πειράζονται, κοντράρονται και κρύβουν πολλά απωθημένα και μυστικά, παίζουν μπάσκετ – επί σκηνής – στον «Εθνικό Ελληνορώσων», σκηνοθετημένο από τον μαιτρ του είδους Γιώργο Παλούμπη (στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά στα εμπορικότερα θεατρικά… ύδατα, κινούνταν και ο εξαιρετικά επιτυχημένος «Κατάδικός μου» των Ελένης Ράντου, Σάρας Γανωτή και Νίκου Σταυρακούδη). Το αιματηρό μυστικό, που ορκίζονται να κρατήσουν με το τέλος του παιχνιδιού τους, φαίνεται ότι τους χωρίζει για πάντα.
«Ψάξαμε μαζί με τον Γιώργο Παλούμπη να βρούμε τι μας απασχολεί», είναι οι πρώτες κουβέντες του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, συγγραφέα και «παίκτη» στην εν λόγω παράσταση. «Η ανδρική φιλία ήταν ένα θέμα. Στη γενιά μας. Το προηγούμενο έργο μου ήταν ένας ύμνος στην φιλία. Εδώ είπαμε να δούμε την άλλη πλευρά, όπου υπάρχουν λυκοφιλίες, ανθρωποφαγίες, κανιβαλισμοί». Στις πρόβες, ο σκηνοθέτης άφησε το «τιμ» του μπάσκετ να γνωριστεί πρώτα, για ενάμιση μήνα. «Να δούμε αν ταιριάζουν τα χνώτα μας, ακόμη και να φαγωθούμε μεταξύ μας». Αυτό βγαίνει και στην παράσταση, που πλέον οδεύει από το «Από Μηχανής» στο Cartel.
«Οι ήρωες θα μπορούσαν να είναι οι παλιοί μου συμμαθητές. Η κοινωνία που μεγαλώσαμε. Ή ό,τι σιχαίνομαι από αυτή την κοινωνία και θέλω να αποφύγω», μου ανοίγει τα χαρτιά του ο συγγραφέας, που ετοιμάζει με την «ομάδα» και το Γιώργο Παλούμπη ένα ακόμη σκληρό νεοελληνικό έργο, με χώρο ένα κλειστό σκυλάδικο, και τίτλο εργασίας «Κωλόκαιρος». Τι μας λέει, κατά τον Αντώνη Τσιοτσόπουλο, τελικά το έργο; Προσέξτε, όχι μας διδάσκει, διότι μόνον διδακτικό δεν είναι αυτό το θέατρο. Κι αυτό το είδος που κάνει τη διαφορά στο υπερβολικά πλουραλιστικό θεατρικό μας τοπίο. Τι μας λέει. «Μας λέει: έτσι είμαστε, αλλά ας προσέξουμε να μην γίνουμε έτσι. Αυτό που είμαστε». Κι όλα αυτά σε μια παράσταση σαν την ζωή μας και σαν έναν αγώνα μπάσκετ.
Δεν έχει ακόμη όνομα αυτό το νέο ελληνικό είδος, που μας δείχνει κατάμουτρα, ενίοτε και βίαια ή με ακραία φρασεολογία, την κοινωνία που ζούμε. Όσα αποφεύγουμε, όσα κρύβουμε, όσα ανεχόμαστε. Ο θεατρικός συγγραφέας εκ Θεσσαλονίκης, Θανάσης Τριαρίδης, με βοηθάει στον ορισμό: «Είναι ένα ελληνικό εργαλιστικό in-yer-face θέατρο», μου λέει. Όπου παραπέρα από το ευρωπαϊκό in-yer-face-theater (σαν της Σάρα Κέιν, ας πούμε), «έχει έναν σκληρό λεκτικό εργαλισμό και τους πρωταγωνιστές είτε με τα δάχτυλα στη μύτη τους, είτε να ρεύονται, είτε, είτε…». Η απαρχή, μου εξηγεί, ήταν η πρώτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, το θρυλικό «Σπιρτόκουτο», που στην πραγματικότητα είναι θεατρικό κείμενο. Να προσθέσω εδώ ότι η μετατροπή και… σκλήρυνση της μάλλον πιο ρομαντικής «Στέλλας Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε «Στέλλα, Κοιμήσου», από τον Γιάννη Οικονομίδη, άνοιξε νέο κεφάλαιο, αν όχι έκανε την πιο ηχηρή αρχή γι’ αυτό το θεατρικό είδος.
Όπως το θέτει ο Θανάσης Τριαρίδης του «Football» και του HIV» (ο οποίος θεωρεί ότι τα δικά του έργα ανήκουν σε ένα άλλο είδος, που «μιλάει για τα μεγάλα εγκλήματα και ζητάει από το κοινό του να φάει μια μπάλα στα μούτρα γι’ αυτό»), εδώ έχουμε να κάνουμε «με σκληρό, τίμιο ρεαλισμό, δίχως τα ΚΝίτικα. Με ένα αντρικό θέατρο, πιο σκληρό, πιο μπρουτάλ, πιο βρόμικο, που μιλάει για ένα τελειωμένο ηθικά κόσμο». Για το σκληρό και βίαιο μυστικό της διπλανής πόρτας ή για το αντίστοιχο της κοινωνίας, θα προσθέταμε.
Αντρικό; Ναι. Σε κάποιες περιπτώσεις. Όμως και εκεί είναι οι γυναίκες (μεγάλο ποσοστό για το ελληνικό θεατρικό κοινό) που όχι μόνον πηγαίνουν να το δουν, αλλά το κρίνουν και ενθουσιάζονται με αυτό. Μάρτυρες και τα πάμπολλα σχόλιά τους για τις παραστάσεις του είδους. Άλλωστε και όταν το έργο αφορά τέσσερις ομοφυλόφιλες γυναίκες και την δύσκολη καθημερινότητά τους, όπως στο «Εύα και Νόρα» του Μυρώδη Αδαμίδη, στο Αλκμήνη, το ανδρικό κοινό δεν απέχει. Το αντίθετο.
Ο Γιώργος Παλούμπης μοιάζει να έχει ταχθεί στο συγκεκριμένο είδος της μικρής ιστορίας μας. «Είναι το θέατρο που μιλάει για μας», μου λέει επιγραμματικά. «Έτσι κι αλλιώς οι παραστάσεις δεν έχουν στόχο να πάρουν θέση, αλλά να δημιουργήσουν ερωτηματικά». Και το πετυχαίνουν, θα έλεγα, αν κρίνει κάποιος από τις αντιδράσεις και τα σχόλια του κοινού. «Στον «Εθνικό Ελληνορώσων» τα ερωτηματικά αφορούσαν το ζήτημα των προσωπικών ορίων της ηθικής καθενός μας. Στο έργο βλέπουμε ένα σκουριασμένο, σάπιο κομμάτι της κοινωνίας. Με ανθρώπους που είναι σαν κι εμάς ή σαν κάποιους που ξέρουμε γύρω μας. Το πραγματικό ζήτημα είναι σε ποια κοινωνία ζούμε και μας έχει φέρει σε αυτά τα ερωτηματικά. Δεν μπορούμε, ηθικοπλαστικά, να πούμε ποιος έχει δίκιο. Είναι μια σύγχρονη, φιλοσοφική εν τέλει, αντιμετώπιση, που πηγάζει από την ίδια την ζωή μας, στην οποία δεν μπορούμε να δώσουμε καθαρές απαντήσεις. Είναι απλό: Όταν μεταβάλλεις αυτό που ζεις σε θεατρική τέχνη, ο θεατής συμπάσχει, άμεσα».
Ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει τον «Χαρτοπόλεμο» του Βαγγέλη Ρωμνιού στο «Μικρό Γκλόρια» και ετοιμάζεται, παράλληλα, να σκηνοθετήσει το Νοέμβριο του 2019 στο «Από Μηχανής» τα επίσης σκληρά σαν… γροθιά, τιμημένα με το A’ βραβείο νέου συγγραφέα το 2004, «Αξύριστα πηγούνια» του πολυγραφότατου Γιάννη Τσίρου. Του οποίου είχε σκηνοθετήσει και το βραβευμένο «Αόρατη Όλγα». «Τα σκληρά γένια», μου εξηγεί, «είναι η κούραση, η λύπη, η αγαμία. Είναι ένα σπουδαίο κείμενο με θέματα που αφορούν στο «ξένο στοιχείο», τον ανδρισμό, τον σεξισμό». Έργο με μια επίσης υποβόσκουσα βία, σαν αυτή στην καθημερινότητα της κοινωνίας μας. «Η βία διέπει όλες αυτές τις παραστάσεις, μάλλον επειδή θεωρείται ότι είναι συστατικό που υπάρχει γύρω μας, κρυμμένο ή φανερό».
Ο Γιάννης Τσίρος έχει, με την σειρά του, στο ενεργητικό του μία μεγάλη επιτυχία, στο Επί Κολωνώ (για 5η χρονιά). Τον «Άγριο Σπόρο», από την Ομάδα Νάμα, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. Έργο που ξεκίνησε με τον πρόσφατα χαμένο Τάκη Σπυριδάκη και συνεχίστηκε με τον «βαρύ», δυναμικό Στάθη Σταμουλακάτο. Ο οποίος έφερε και την δική του φόρα – ή «αντρίλα», αν θέλετε – και στον «Εθνικό Ελληνορώσων», όπως μου σημειώνει ο συγγραφέας του Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.
«Ουδέποτε προσπάθησα την επιτήδευση να είναι σκληρό κάτι που γράφω», μου λέει ο Γιάννης Τσίρος για τα – σκληρά προς την ελληνική κοινωνία – έργα του. «Και η σκληρότητα και το πικρό ή μη χιούμορ προκύπτουν από τα συμβάντα». Στην περίπτωση του «Άγριου Σπόρου», το φόντο είναι ένα ελληνικό επαρχιακό τοπίο, όπου «η ανυπακοή σε διατάξεις και νόμους αποτελεί καθημερινή άσκηση επιβίωσης». Η αυτοσχέδια καντίνα του επαγγελματία σφάχτη Σταύρου, σε μια απόμερη παραλία, πουλάει σουβλάκια και… μυστήριο, ύστερα από την εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού, που θα φέρει τα πάνω κάτω.
«Έτσι κι αλλιώς οι κοινωνίες ήταν πάντα βίαιες, ιστορικά», μου προσθέτει ο συγγραφέας. «Η βία εικονίζεται ακόμη κι όταν στοιβάζονται 13.000 άνθρωποι σε μερικά στρέμματα γης. Και, όπως έλεγε και ο Γκάντι, η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας. Η λειτουργία του θεάτρου δεν είναι τίποτε παραπάνω από μετουσιωμένα κομμάτια ζωής. Βλέποντας αυτή τη βία ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, το θέατρο έχει την λειτουργία να την εκτονώνει. Η θεατρική βία εκτονώνει απωθημένα των θεατών της και δεν προτρέπει στην επανάληψή της. Στην τηλεόραση έχουμε εθιστεί και, χειρότερα, έχουμε συνηθίσει στη βία. Στα θεατρικά έργα αυτή η βία έχει μία λειτουργία: Να δημιουργεί δέος».