Για μένα, στο φετινό 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τη διαφορά έκανε ο θεσσαλονικιός δημοσιογράφος Βαγγέλης Πλάκας, παρουσιάζοντας την ιστορία του χωριού του στην ταινία με τίτλο «Το χωριό που νίκησε το θάνατο».
Πρόκειται για το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, το οποίο έζησε το 1963 την πιο καταστροφική από πλευράς θυμάτων κατολίσθηση που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα.
Με εικόνες εποχής, μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι έζησαν την κατολίσθηση, τον Βασίλη Βασιλικό ο οποίος είχε μεταβεί στο Μικρό Χωριό ως απεσταλμένος του περιοδικού Ταχυδρόμος, δημοσιεύματα εφημερίδων και παντελή έλλειψη τεχνικών εντυπωσιασμού και υπερβολής, ο συνάδελφος αποτύπωσε την ιστορία με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, χωρίς να παραλείψει στο τέλος να φέρει ένα αισιόδοξο μήνυμα: το ότι το Μικρό Χωριό αναγεννήθηκε μέσα από την καταστροφή και ξεκίνησε μια νέα -πολλά υποσχόμενη τότε και με απόδοση μέσα στο χρόνο- ζωή.
Οι μαρτυρίες και οι εικόνες είναι τρομακτικές. Μια βροχερή ημέρα, ήταν 15 Ιανουαρίου 1963, το χωριό άρχισε να φεύγει, να πέφτει, να χάνεται. Σύμφωνα με μαρτυρία, «τότε που άρχισε να πέφτει το χωριό οι δρόμοι ανοίγανε. Η άλλη πήγαινε πιασμένη από το χέρι με τον άντρα της και αυτόν τον πήρε μέσα και η γυναίκα του έμεινε με το χέρι επάνω, έφυγε αυτός πάει. Άνοιγε η γη, σε έπαιρνε μέσα. Άλλη την έπιασε μέχρι το λαιμό. Και σκάβαμε. Κράταγε τον τοίχο για να σκάψουμε και να την βγάλουμε». 13 άνθρωποι χάθηκαν στην καταστροφή, ενώ σύμφωνα με το «ΒΗΜΑ», «εκ των 150 οικιών του Μικρού Χωριού, εξάλλου 60 κατεποντίσθησαν εντός μάζης χωμάτων και βράχων βάθους 30 περίπου μέτρων. Υπολογίζεται ότι περισσότερον από 100 αγελάδες, 1000 αιγοπρόβατα και εκατοντάδες άλλων κατοικιδίων ζώων εφονεύθησαν».
Το χωριό ήταν τυχερό μέσα στην ατυχία του: ήταν Κυριακή, 8.20 το πρωί και οι περισσότεροι βρίσκονταν στην εκκλησία για τη λειτουργία. Η εκκλησία άντεξε, ο ιερέας ολοκλήρωσε τη λειτουργία ενώ αργότερα έβγαλε μια γυναίκα από τα χαλάσματα. «Αν ήταν νύχτα, από εμάς δεν θα έβγαινε κανένας. Αν δεν ήταν Κυριακή πρωί που ο κόσμος, οι δάσκαλοι ξυπνούσαν νωρίς να πάνε τα παιδιά στην εκκλησία, υπήρχε κίνηση κάπου είδαν τα σημάδια στο χωριό, όπως η αδερφή μου που με φώναξε και μου είπε: “Έλα να δεις, γιατί το σπίτι δεν το βλέπω καλά”. Είχε κίνηση, φαντάζεσαι να ήταν νύχτα, δύο-τρεις η ώρα; Κανένας δεν θα έβγαινε από εδώ, όλοι θα μέναμε εδώ μέσα», είπε επιζών στο ντοκιμαντέρ.
Ως απεσταλμένος του περιοδικού «Εικόνες» θα αντικρύσει την καταστροφή και ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός, ο οποίος θα ξεκινήσει το ρεπορτάζ του στο τεύχος 379 της 25ης Ιανουαρίου: «…Αυτή τη φορά η καταστροφή χτύπησε μια καταπράσινη γωνιά της Ευρυτανίας, το Μικρό Χωριό. Ήρθε, όπως έρχεται συνήθως στις περιπτώσεις αυτές. Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Μια υπόκωφη βουή, ένα βουνό που κύλησε, ένα χωριό που έσβησε από το χάρτη και μετά σιωπή. Η ίδια σιωπή που έρχεται μετά από κάθε βιβλική θεομηνία. Κυριακή 13 Ιανουαρίου, πρωί, στην μικρή Ελβετία –έτσι ονόμαζαν υπερήφανα οι κάτοικοι του Μικρού Χωριού την καταπράσινη πατρίδα τους. Έβρεχε δυνατά, οι περισσότεροι ήταν μέσα στη μεγάλη εκκλησία, αυτή η εκκλησία έσωσε τον πληθυσμό του χωριού. Η θεία πρόνοια κράτησε σφικτά στην αγκαλιά της την εκκλησία και δεν άφησε την καταστροφή να μπει εκεί μέσα. Το υπόλοιπο χωριό βούλιαξε στην πικρή του μοίρα».
Οι αρχές κινητοποιήθηκαν αμέσως. Το 1963 το Μικρό Χωριό ήταν ήδη πολύ «προχωρημένο» για την εποχή, πόλος έλξης για ορειβάτες και περιηγητές, ενώ χάρη στη βοήθεια των ομογενών της Αμερικής είχε ηλεκτροδοτηθεί από μια μεγάλη γεννήτρια. Έτσι, οι κεντρικοί δρόμοι, η πλατεία και το ξενοδοχείο είχαν «ρεύμα». Το 1955 που η ΔΕΗ έφτασε στην περιοχή, το Μικρό Χωριό ήταν το πρώτο από τα χωριά της περιοχής που ηλεκτροδοτήθηκε. Έτσι, την ημέρα της καταστροφής, «Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως λαβών γνώσιν της καταστροφής έδωσεν οδηγίας, δια την βάσει του σχεδίου αντιμετωπίσεως «εκτάκτων αναγκών» παροχήν αμέσου βοηθείας εις τους πληγέντας. Άπασαι αι τοπικαί αρχαί με επικεφαλής τον νομάρχη ως επίσης και κλιμάκιον του στρατηγείου Κεντρικής Ελλάδος εκινήθησαν εις τον τόπον της καταστροφής δια παροχής βοηθείας». Περί την μεσημβρίαν αναχώρησαν εξ Αθηνών 4 αυτοκίνητα με τα αναγκαιούντα κλινοσκεπάσματα και ρουχισμόν».
Την επομένη, βρέθηκε στο χωριό ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας και αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Άρχισαν αμέσως οι κινήσεις στήριξης των πληγέντων αλλά και της εύρεσης σημείου νέας εγκατάστασης του χωριού. Τα σχέδια για τη μετεγκατάσταση εκπονήθηκαν χωρίς αμοιβή από το αρχιτεκτονικό γραφείο Δοξιάδη. «Το γραφείο Δοξιάδη ανταποκρίθηκε αμέσως στο αίτημά μας. Ήρθε επί τόπου ο ίδιος ο κ. Δοξιάδης και μετά των συνεργατών του άρχισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Με ελικόπτερο και αεροφωτογραφίες, συχνές επισκέψεις και επί τόπου μεταβάσεις, τελικά επιλέγη για τη θέση του Νέου Μικρού Χωριού, η θέση στην οποία αυτό τελικά κτίστηκε, η οποία είναι η σημερινή θέση. Μετά την παραλαβή των σχεδίων, έγινε επί τόπου η χάραξη των οικοπέδων τα οποία δια κληρώσεως διετέθησαν στους δικαιούχους. Έτσι άρχισε η ανοικοδόμηση των σπιτιών, η οποία πραγματοποιήθηκε με κρατική συμμετοχή, πάσης φύσεως δάνεια και ιδιωτική συμμετοχή», αφηγείται μάρτυρας.
Από κει και πέρα, το Μικρό Χωριό εκτινάχτηκε. Διατηρώντας το χαρακτήρα του, ανοικοδομήθηκε από καλαίσθητα κτίσματα, απέκτησε λόγω της κατολίσθησης μια πανέμορφη λίμνη την οποία δείχνει με περηφάνια και, σήμερα, όσοι κάτοικοι δεν είναι συνταξιούχοι απασχολούνται στον τουρισμό.
Η ταινία κλείνει με το αισιόδοξο μήνυμα της αναγέννησης. Το σενάριο, η έρευνα και το ρεπορτάζ είναι του Βαγγέλη Πλάκα, η σκηνοθεσία του Νίκου Μεζερίδη και το μοντάζ του Παναγιώτη Κουντουρά.