Είναι παράξενο, αυτό που συμβαίνει με την Εθνική μας. Τη βλέπεις να παίζει με διάθεση, να έχει την κατοχή της μπάλας, να πιέζει όταν τη χάνει, να παράγει αρκετές φάσεις για γκολ και να δέχεται πολύ λιγότερες. Βλέπεις και τους παίκτες της, κάθε έναν χωριστά, να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Να ιδρώνουν τη φανέλα και να αποδίδουν τα αναμενόμενα. Αλλά όλα αυτά δεν είναι αρκετά, ώστε η ομάδα να νικά στα καθοριστικά ματς και να πετυχαίνει τους στόχους της.
Το χθεσινό (Τετάρτη) παιχνίδι με τη Σλοβενία, στη Ριζούπολη, είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Η «γαλανόλευκη» όρμηξε στην αντίπαλό της, τη στρίμωξε στο μισό γήπεδο, δημιούργησε τέσσερις πέντε εξαιρετικές φάσεις και απειλήθηκε μόνο μια φορά, στις καθυστερήσεις του αγώνα, σε απευθείας εκτέλεση φάουλ του σούπερ-σταρ των φιλοξενούμενων, Γιόσιπ Ιλιτσιτς. Κι όμως. Οι Σλοβένοι, οι οποίοι στο 92′ κατέφυγαν σε δύο ανούσιες αλλαγές για να ροκανίσουν το χρόνο, πήραν αυτό που ήθελαν. Κι εμείς, μείναμε με το «αχ» των χαμένων μας ευκαιριών. Με την απορία γιατί «σκαλώσαμε» στο 0-0 σε τρία ματς στα οποία παίξαμε καλύτερα από τους απέναντι (δύο με τη Σλοβενία και ένα με το Κόσοβο στο ΟΑΚΑ).
Ο κυριότερος λόγος, χθες, ήταν το τεράστιο ποδοσφαιρικό μέγεθος του σλοβένου τερματοφύλακα. Ο 27χρονος γκολκίπερ της Ατλέτικο Μαδρίτης, Γιαν Ομπλακ (κατά πολλούς ο καλύτερος τούτη την εποχή), έδειξε τη μεγάλη του κλάση σε -τουλάχιστον- δύο περιπτώσεις. Στο σουτ του Μπακασέτα, στο 65′, απογειώθηκε και απέκρουσε με εκπληκτικό τρόπο. Στο ανάποδο ψαλίδι του Παυλίδη, 20 λεπτά αργότερα, τέντωσε το πελώριο κορμί του και έδιωξε την μπάλα σε κόρνερ, με τη βοήθεια του οριζόντιου δοκαριού του. Αλλά, κακά τα ψέματα. Το γκολ είναι δύσκολη υπόθεση για την Εθνική μας, επειδή στη θέση «9» έχουμε έλλειψη χαρισματικού σκόρερ. Ο τελευταίος ήταν ο Κώστας Μήτρογλου. Οσο κι αν προσπάθησε ο Τζον φαν’τ Σιπ (και πριν απ’ αυτόν ο Μίχαελ Σκίμπε), ο «γκολτζής» που θα διευκόλυνε τη ζωή της ομάδας, δεν βρέθηκε. Επειδή, απλούστατα, δεν υπάρχει.
Δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Οι τρεις υψηλού επιπέδου στόπερ μας (Μανωλάς, Παπασταθόπουλος, Σιόβας) προτίμησαν να ασκούν κριτική, αντί να παίζουν μπάλα. Οι νέοι -πλην Τζαβέλλα- είναι άπειροι, όπως και αρκετά άλλα στελέχη μιας νεανικής ομάδας που έχει μόνον έναν παίκτη άνω των 30 ετών (Ζέκα), και μέσο όρο ηλικίας τα 25. Οι 18 από τους 25 του ρόστερ αγωνίζονται σε συλλόγους του εξωτερικού, και χρειάζονται χρόνο για να λειτουργήσουν στο ίδιο στιλ παιχνιδιού. Οι (αναπόφευκτες) δοκιμές, από τον προπονητή, πολλών διαφορετικών προσώπων καθυστερούν την ομοιογένεια του συνόλου και τους αυτοματισμούς που πρέπει να υπάρχουν. Θέλει υπομονή, για να φανεί αν αυτή η Εθνική μπορεί να γίνει καλύτερη, ωριμάζοντας. Ενα είναι βέβαιο: οτι η σκληρή κριτική που δέχεται ο ολλανδός τεχνικός μετά τη χθεσινή αποτυχία είναι βιαστική και άδικη.
Θυμάστε γιατί διώξαμε τον Σκίμπε; Πριν από τρία χρόνια ο Γερμανός μας έφτασε έως τα μπαράζ για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, όπου αποκλειστήκαμε από την (μετέπειτα δευτεραθλήτρια Κόσμου) Κροατία. Διόλου άσχημα. Μας ενοχλούσε, όμως, που εκείνη η Εθνική έπαιζε παθητικά, φοβικά και βαρετά. Μετά την (άτυχη) παρένθεση Αναστασιάδη, λοιπόν, ήρθε ο φαν’τ Σιπ. Εστω και απέναντι σε ομάδες που δεν γεμίζουν το μάτι, ο Ολλανδός μας παρουσίασε αυτό που θέλαμε να δούμε: ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας και κατοχής, καλή ανάπτυξη, παραγωγή ευκαιριών και πίεση στην αντίπαλη άμυνα, χωρίς να διαταραχθεί η ανασταλτική λειτουργία (η Εθνική δέχθηκε μόλις ένα γκολ σε έξι αγώνες και δεν ηττήθηκε σε κανέναν). Αλλά δεν μας κάνει ούτε αυτός. Γιατί;
Επειδή το αποτέλεσμα της προσπάθειας δεν ήταν το επιθυμητό. Αν ο Μπακασέτας είχε ευστοχήσει από την άσπρη βούλα στο ματς με το Κόσοβο, ή ο Ομπλακ δεν… κατέβαζε ρολά χθες, όλα θα ήταν «μια χαρά». Και σήμερα θα μιλούσαμε για το σερί των εννέα (επίσημων) αγώνων χωρίς ήττα, που απειλεί να καταρρίψει το ρεκόρ της Εθνικής του Σάντος, αντί να μαλώνουμε τον φαν’τ Σιπ που δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τη χρησιμότητα του Κώστα Φορτούνη. Το γεγονός ότι ο κορυφαίος έλληνας ποδοσφαιριστής δεν απουσίασε από κανένα παιχνίδι επί Αγγελου Αναστασιάδη, είναι… μια ασήμαντη λεπτομέρεια.
Οχι πως τα κάνει όλα σωστά ο Ολλανδός. Χθες βράδυ, όταν αποφάσισε να ρισκάρει με φουλ επίθεση, αντικαθιστώντας τον Ζέκα με τον Τζόλη, προχώρησε σε κάποιες εσωτερικές αλλαγές που αποδιοργάνωσαν στην ομάδα. Προφανώς, επειδή είναι απόφοιτος της ποδοσφαιρικής σχολής του total football. Που πρεσβεύει οτι ένας παίκτης μπορεί να κάνει, ταυτοχρόνως, δύο ή περισσότερες δουλειές πάνω στο χορτάρι. Η έμπνευσή του ήταν ατυχής, όμως η συνολική εικόνα της Εθνικής επί των ημερών του δεν δικαιολογεί όσους από χθες τον σταυρώνουν.
Το 0-0 με τη Σλοβενία στέρησε από την Εθνική μας τον προβιβασμό της στο δεύτερο level του Nations League, που θα σήμαινε ευνοϊκότερες κληρώσεις στο μέλλον. Επίσης, τη «δεύτερη ευκαιρία» να παίξει στα μπαράζ πρόκρισης για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, αν δεν τα καταφέρει μέσω της προκριματικής φάσης της διοργάνωσης. Αλλά, χάρη και στις ήττες της Βοσνίας (από την Ιταλία) και της Φινλανδίας (από την Ουαλία), ανέβασε την Ελλάδα στο τρίτο (από τα έξι) γκρουπ δυναμικότητας για την κλήρωση των προκριματικών του Κατάρ, που θα διεξαχθεί στις 7 Δεκεμβρίου στη Ζυρίχη.
Το «Πλάνο Κατάρ», του φαν’τ Σιπ, ισχύει. Αλλά ποιος, στ’ αλήθεια, πιστεύει ότι η Εθνική Ελλάδας θα έχει φτάσει τόσο σύντομα στο επιθυμητό επίπεδο; Οι προκριματικοί αγώνες δεν αργούν. Θα διεξαχθούν το 2021: τρεις τον Μάρτιο, τρεις τον Σεπτέμβριο, δύο τον Οκτώβριο και δύο τον Νοέμβριο. Θα ήταν, ίσως, πιο ρεαλιστικό, να σχεδιάζουμε το «Πλάνο Γερμανία». Στο Euro του 2024 θα συμμετέχουν 24 ομάδες από την Ευρώπη. Ενώ στο Μουντιάλ του 2022, μόλις δεκατρείς.