«Είμαι Ευρωπαίος, αλλά με πόνο καρδιάς στηρίζω την επιλογή αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση», είπε στους δημοσιογράφους που κυριακάτικα συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του. Η απόφασή του δημάρχου του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη.
Απέναντι στο «ναι στην ΕΕ» που ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον κέρδισε το δικαίωμα να λέει χάρη στη διαπραγμευτική του δεινότητα, το αντίπαλο στρατόπεδο βρήκε στο πρόσωπο του δημάρχου τον πιο δυναμικό εκπρόσωπό που θα μπορούσε να έχει. Και επειδή αυτά έχουν σημασία στις μέρες μας, τον πιο φιλικό, «πιασάρικο» δηλαδή, στα μέσα ενημέρωσης.
Ο Τζόνσον είναι πάντως, όπως και να τo δει κανένας, ένα από τα πολλά παιδιά του βρετανικού συστήματος· μπορεί όχι το πιο ικανό, αλλά αρκετά αντιπροσωπευτικό, με την έννοια ότι όταν βρέχει ευκαιρίες -και είχε πολλές στη ζωή του, είτε δημιουργημένες από τον ίδιο, είτε όχι- δεν κρατά ποτέ ομπρέλα. Αλλά και από μια άλλη άποψη, αντιπροσωπευτικό με την έννοια ότι μέσα σε αυτό το σύστημα είχε διασταυρωθεί πολλές φορές με πρόσωπα με τα οποία αργότερα βρέθηκε δίπλα ή και απέναντι. Μεταξύ τους και τον Ντέιβιντ Κάμερον.
Ο Μπόρις Τζόνσον, γεννημένος το 1964, διέγραψε από νωρίς μία τροχιά που ήταν φανερό ότι κάπου θα τον έστελνε. Μεγαλοαστική καταγωγή, με έναν προπάππου τούρκο δημοσιογράφο όπως γράφει το BBC, φοίτηση στο Ητον, κλασικές σπουδές στην Οξφόρδη και μια πρώτη ευκαιρία να αρχίσει την δημοσιογραφική σταδιοδρομία του στους Times.
Στη δημοσιογραφία τον συνοδεύει ως σήμερα η κακή φήμη του πρόχειρου στη δουλειά του συντάκτη και του σχολιαστή που αργεί να παραδώσει τα κομμάτια του (θανάσιμο δημοσιογραφικό αμάρτημα το τελευταίο). Από τους Times απολύθηκε γιατί κατασκεύασε μια δήλωση για να κάνει πιο ενδιαφέρον ένα θέμα, αλλά αμέσως πέρασε στον Telegraph, όπου στην πράξη παραμένει μέχρι σήμερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 πήγε στις Βρυξέλλες σαν ανταποκριτής του φύλλου, εμπειρία που επικαλείται σήμερα όταν εξηγεί το πώς και το γιατί της επιλογής υπέρ της αποχώρησης. Γνώρισε εκεί το ευρωσύστημα καλά και, αν κρίνουμε από όσα του καταλογίζουν, πρέπει να επηρέασε σε κάποιο βαθμό το ρεύμα ευρωσκεπτικισμού στον ευρύτερο συντηρητικό χώρο στη Βρετανία.
Εχει ένα ιδιόρρυθμο στυλ πολιτικού που έχτισε προσεκτικά εδώ και πολλά χρόνια· αυτό είναι όμως το μυστικό της δημοφιλίας του
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισε να σκέφτεται πιο σοβαρά την πολιτική. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να είναι υποψήφιος για το Ευρωκοινοβούλιο το 1994, αλλά ούτε και στις βουλευτικές του 1997. Το κύμα του μπλερισμού της εποχής ίσως δεν άφηνε πολύ χώρο σε νέους υποψήφιους από την άλλη πλευρά, πόσο μάλλον έναν σχετικά αφανή στο ευρύτερο σύνολο.
Ο Τζόνσον ακολούθησε έναν άλλο δοκιμασμένο δρόμο. Εγινε την ίδια εποχή μια μιντιακή περσόνα, με ύφος πολύ ταιριαστό στο ενημερωτικό/διασκεδαστικό στιλ εκπομπών σαν το Top Gear όπου εμφανιζόταν ή στα πολιτικά τοκ σόου όπου επίσης έδινε τακτικά το παρών.
Τελικά το 2001 μπήκε στη Βουλή για να αποδειχτεί μάλλον γρήγορα ένας τυπικός βουλευτής των Συντηρητικών. Σπάνια γινόταν αντάρτης απέναντι στην κομματική γραμμή και πάντα έδινε την εικόνα του αμελή στα καθήκοντά του με απουσίες και σχετικά ανέμπνευστο λόγο. Διατηρούσε όμως την ακριβοπληρωμένη στήλη του στην Telegraph (λέγεται ότι η αμοιβή είναι 250.000 λίρες το χρόνο, δηλαδή 320.000 ευρώ) ενώ ήταν και διευθυντής του πολιτικού περιοδικού Spectator.
Ο δήμαρχος
Κερδίζοντας έδαφος μέσα από την παρουσία του στην πολιτική, με την εικόνα του προσιτού, αλλά λίγο μπουφόνου πολιτικού, όπως είχε γράψει τότε η Guardian, το 2007 αποφάσισε να κατέλθει υποψήφιος δήμαρχος Λονδίνου, απογοητεύοντας τους Συντηρητικούς, οι οποίοι είχαν ήδη ηγέτη τον Ντέιβιντ Κάμερον.
Χάρη στην εικόνα του κατάφερε την επόμενη χρονιά να επικρατήσει σχετικά εύκολα έναντι του «κόκκινου» Κεν Λίβινγκστοουν και να γίνει δήμαρχος. Η ατζέντα τάξης και ασφάλειας με λίγο από λίφτινγκ της εικόνας της πόλης και γενικά μιας αίσθηση νοικοκυριού με την οποία εξελέγη πάντα είναι αποδοτική εκλογικά και έτσι υπήρξε και στην περίπτωσή του.
Χωρίς να αλλάξει και πολύ το χαλαρό στιλ που τον διέκρινε στα βουλευτικά του καθήκοντα, στη δημαρχία έβγαζε κατά διαστήματα μια εικόνα αρετών που δεν θα στοιχημάτιζε κανένας ότι είχε. Είχε κάποιες καλές ιδέες, όπως αυτή των ενοικιαζόμενων ποδηλάτων (δεινός ποδηλάτης και ο ίδιος), αλλά και κάποιες αποτυχίες και στραβοπατήματα όπως ότι άργησε να επιστρέψει στην πόλη που δοκιμαζόταν από τις ταραχές του 2011, αλλά γενικά δεν τα πήγε άσχημα.
Ξανακέρδισε το 2012 μια δεύτερη δημαρχιακή θητεία έναντι του Λίβινγκστοουν, ήταν δήμαρχος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, χτίζοντας όλο αυτό το διάστημα την φήμη του. Αντίθετα με όσα έλεγε, κατέβηκε ξανά υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 2015 κερδίζοντας και πάλι. Ως τότε, σύμφωνα με τα γκάλοπ, είχε φτάσει να είναι ο επικρατέστερος σε περίπτωση που ο Κάμερον θα αποχωρούσε από την ηγεσία των Συντηρητικών.
Στη θητεία του αποδείχτηκε, τελικά, λιγότερο συντηρητικός από όσο θα περίμενε κανένας με δεδομένη την σχολιογραφική του παρουσία ως τότε, που είχε ακόμα και ρατσιστικές αιχμές («στους Τόρηδες υπάρχει παράδοση σε κανιβαλισμό τύπου Νέας Γουινέας»). Σημείο σοβαρότητας ή συμβιβασμού;
Το στοίχημα του Μπόρις
Εντάξει, θα πει κανένας, είναι ένας ιδιόρρυθμος πολιτικός, αποτελεσματικός όταν και όπου το θέλει, αλλά και σε γενικές γραμμές επιτυχημένος χωρίς να έχει προσπαθήσει πολύ σκληρά. Σε πολλά σημαντικά ζητήματα δεν είχε σταθερή γνώμη – ακόμα και για το Brexit εμφανιζόταν χωρίς πολύ ισχυρή θέση. Πώς θα τα καταφέρει στην κεντρική πολιτική σκηνή σε ρόλους ακόμα πιο απαιτητικούς από αυτούς του δημάρχου;
Δεν μπορεί και πάλι να μην δει κανένας ότι ο Μπόρις Τζόνσον έχει κάτι που είναι πια κεντρικό χαρακτηριστικό της εποχή μας: πουλά τον εαυτό του με έναν τέτοιο τρόπο που το επάγγελμα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Το προϊόν «Μπόρις» θα μπορούσε να είναι ένας πολιτικός, ένα αστέρι της σόουμπιζ, θρυλικός αθλητής, φιλαράκι ή περσόνα για κάθε γούστο.
Απέναντι σε έναν σαφέστατα πολιτικό, αλλά μάλλον βαρετό τύπο, όπως τον Κάμερον, είναι πιο ελκυστικός και ειδικά σε ψηφοφόρους που είναι απογοητευμένοι από το -κατά κάποιο τρόπο- κλασικό πολιτικό προσωπικό. Αυτό δεν αρκεί για να καλύψει τα κενά του και τις ανεπάρκειες που του καταλογίζουν.
Για τον Τζόνσον το στοίχημα της άτυπης ηγεσίας της εκστρατείας κατά της παραμονής στην ΕΕ έγινε πια προσωπικό. Παίζει την καριέρα του όσο τη ρισκάρει ο Κάμερον σε μια ενδεχόμενη ήττα στις 23 Ιουνίου; Πιθανόν, αν και δεν έχει λόγο να αποχωρήσει από τη δημαρχία (δεν θα είναι υποψήφιος πάντως στις εκλογές του 2016). Από την άλλη, μπορεί μια νίκη στο δημοψήφισμα να φέρει τον Τζόνσον στην Ντάουνινγκ Στριτ; Ναι, είναι πιθανό μεσοπρόθεσμα, αλλά θα μπορούσε να είναι αυτός που θα διαχειριστεί την επιχείρηση απαγκίστρωσης της Βρετανίας από την ΕΕ;
Σε κάθε περίπτωση, μάλλον ήρθε η χρονιά του, για καλό ή όχι.