«Μετεγγραφή αεροδρομίου» είχαμε πολύ καιρό να ζήσουμε στην Ελλάδα. Από την εποχή του αλήστου μνήμης Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ (αν και ο βούλγαρος σούπερ-σταρ είχε καταφθάσει στη Θεσσαλονίκη οδικώς, μέσα στην αστραφτερή του Bentley). Ο Ιβάν Σαββίδης είχε πληρώσει -τότε- πολύ ακριβά για να μάθει πως το όνομα ενός ποδοσφαιριστή, όσο βαρύγδουπο κι αν είναι, δεν παρέχει κανενός είδους εγγύηση για τις επιδόσεις του. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, που είναι πιο παλιός, αυτό το γνωρίζει καλά. Γι’ αυτό και πάλεψε επί μήνες να φέρει πίσω, έστω ως δανεικό, έναν παίκτη που την ερυθρόλευκη φανέλα την έχει προβάρει – και του ταιριάζει «γάντι».
Περίπου 1.500 οπαδοί του Ολυμπιακού ξόδεψαν το κυριακάτικο βράδυ τους στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να υποδεχθούν τον Κέβιν Μιραλάς, έναν παίκτη που πρωταγωνιστεί στις καλύτερες αναμνήσεις τους από την τελευταία οκταετία. Ο Βέλγος δεν είναι κάποιος για τον οποίο διάβασαν ή άκουσαν καλά λόγια. Δεν τον έχουν θαυμάσει στην τηλεόραση, σε κάποιο μακρινό τους πρωτάθλημα. Τον έχουν δει από κοντά, στο γήπεδο, να διαλύει τις αντίπαλες άμυνες, να τρέχει σαν αφιονισμένος, να σκοράρει κατά βούληση με το εκπληκτικό του στιλ και να «γουστάρει» που παίζει στον Ολυμπιακό.
Γιατί να μη «γουστάρει»; Το 2010 ήρθε στο «Γ. Καραϊσκάκης», από τη Σεντ Ετιέν, ως ένας ταλαντούχος αλλά άγουρος -ακόμη- ακραίος μεσοεπιθετικός. Και το 2012, στα 25 του, έφυγε για την Εβερτον ως ένας δεινός σκόρερ και εξαιρετικός ντριμπλέρ, αξίας 7,5 εκατομμυρίων ευρώ. Στον Ολυμπιακό ο Μιραλάς έγινε ο παίκτης που ονειρευόταν να γίνει. Πέτυχε 34 γκολ σε 52 εμφανίσεις του στο ελληνικό πρωτάθλημα, έπαιξε στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, έλαμψε σε όλα τα ντέρμπι, αποθεώθηκε από την εξέδρα, κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα και κλήθηκε στην εθνική ομάδα του Βελγίου. Ο Μιραλάς αγαπάει τον Ολυμπιακό, επειδή του οφείλει αυτό που σήμερα είναι.
Οι Ολυμπιακοί, όμως, γιατί… τρελαίνονται με τον συγκεκριμένο παίκτη; Για τον ίδιο λόγο, εάν τον διαβάσουμε ανάποδα. Ναι, ο Βέλγος δεν έμεινε πολύ στον Πειραιά – μόνο δύο σεζόν. Δεν ήταν ακριβή μετεγγραφή όταν ήρθε, ούτε το «πρώτο βιολί» εκείνης της ομάδας (στην οποία έπαιζαν φίρμες όπως ο Μέλμπεργκ, ο Ιμπαγάσα και ο Ριέρα). Δεν πέτυχε τα περισσότερα γκολ απ’ όσους ξένους έχουν περάσει. Ούτε «την έπεσε», ποτέ, σε κάποιον αντίπαλο, για να πουλήσει Ολυμπιακοφροσύνη. Τον λατρεύουν, όμως, επειδή είναι δημιούργημα της ομάδας τους. Ενα «δικό τους παιδί» που μέσα σε δύο χρόνια εκτοξεύτηκε κι έγινε διεθνές «αστέρι». Μπροστά στα μάτια τους.
Στις 19 Αυγούστου 2012, όταν έφυγε για να ζήσει τον μύθο του στην Premier League, δεν είπε «αντίο» αλλά «στο επανιδείν». Στο αγγλικό πρωτάθλημα δεν έγινε σύνθημα στα χείλη των οπαδών, όπως στην Ελλάδα, όμως η πρώτη του τριετία με τη φανέλα της Εβερτον υπήρξε ονειρεμένη. Το 2014-2015 ήταν η πιο παραγωγική του σεζόν από την ημέρα που άφησε τον Πειραιά, με 11 γκολ και τρεις ασίστ σε 36 συμμετοχές. Στο τέλος εκείνης της αγωνιστικής περιόδου υπέγραψε την πρώτη (τριετή) επέκταση του συμβολαίου του με αύξηση των αποδοχών του. Η δεύτερη ήρθε τον Μάιο του 2017 (έως το καλοκαίρι του 2020), αν και οι επόμενοι προπονητές του δεν τον εκτίμησαν όσο οι προηγούμενοι. Το τελευταίο του γκολ σε επίσημο παιχνίδι της Εβερτον το πέτυχε στις 11 Μαρτίου 2017.
Οταν ξύπνησε η νοσταλγία…
Ο Μιραλάς άρχισε να νοσταλγεί τον Ολυμπιακό όταν έχασε το Euro της Γαλλίας, το 2016, λόγω των μέτριων εμφανίσεών του στην Premier League. Το πρώτο του μήνυμα ότι θέλει να επιστρέψει, το έστειλε με μία κίνηση πρωτοφανή: στο ματς του Βελγίου με την Ελλάδα για την προκριματική φάση του Μουντιάλ της Ρωσίας, εμφανίστηκε στο «Γ. Καραϊσκάκης» φορώντας επικαλαμίδες με το έμβλημα του Ολυμπιακού! Στη συνέχεια, δεν έχανε ευκαιρία να διαδηλώνει την επιθυμία του να ξαναπαίξει στον σύλλογο στον οποίο, κάποτε, ήταν «βασιλιάς». Επειτα από πολύμηνες προσπάθειες -και από την πλευρά του Ολυμπιακού- ο Μιραλάς κάθισε, πάλι, στον θρόνο του. Τριαντάρης πια, έχοντας χάσει ελαφρώς σε ταχύτητα και «εκρηκτικότητα», όμως με τη δοκιμασμένη του ποιότητα και με απείρως μεγαλύτερη εμπειρία. Στα πεντέμισι χρόνια που έλειψε, έπαιξε σε 186 top επιπέδου αγώνες με την Εβερτον (με 38 τέρματα και 34 ασίστ), και σε άλλους 59 με το Βέλγιο (δέκα τέρματα).
Στο χαμηλού επιπέδου ελληνικό πρωτάθλημα, ο Μιραλάς είναι ο παίκτης που μπορεί να «κάνει τη διαφορά», χαρίζοντας τον τίτλο στον Ολυμπιακό. Αλλά, και ο Ολυμπιακός μπορεί να του προσφέρει πολλά: μία επανεκκίνηση στην καριέρα του, η οποία θα του εξασφαλίσει τη θέση του στην ομάδα του Βελγίου που θα ταξιδέψει στη Ρωσία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018. Το έχει ανάγκη αυτό το restart. Στο πρώτο μισό της σεζόν δεν έχει πετύχει ούτε ένα γκολ – έχει μόνο δύο ασίστ. Δες σύμπτωση: ακριβώς όπως τότε που είχε έρθει για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 2010, από τη Σεντ Ετιέν…