Το μασκοφορεμένο πρόσωπο της Κίνας φαίνεται να νικά τον κορονοϊό, αλλά αυτό δεν αρκεί στην ηγεσία του Πεκίνου που θέλει να κατισχύσει της Δύσης σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο | REUTERS/Aly Song
Επικαιρότητα

Τώρα το ΚΚ Κίνας θριαμβολογεί πάνω στο… πτώμα του ιού

Το πολιτικό ιερατείο του Πεκίνου επιχειρεί να αναστρέψει υπέρ του τις εντυπώσεις, προβάλλοντας την τιθάσευση της πανδημίας ως νίκη του πολιτικού του συστήματος, σε χρονική στιγμή εξαιρετικά δύσκολη για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ που πλήττονται από τον ιό
Protagon Team

Την αποτελεσματικότητα της δικτατορικής διακυβέρνησης (τύποις κομμουνιστικής αλλά επί της ουσίας κρατικοκαπιταλιστικής) επιχειρεί να προβάλει η Κίνα και να αντιστρέψει το εις βάρος της κλίμα εξαιτίας του… δραπετεύσαντος από τη Γουχάν κορονοϊού.

Με το νέο αφήγημά της πλασάρει τη μείωση των κρουσμάτων στην επικράτειά της σαν επιτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και το πράττει τώρα, σε μία χρονική συγκυρία που ο ιός προσβάλλει με βιαιότητα τη Δύση – και την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το κομματικό ιερατείο του Πεκίνου διατείνεται ότι η εκ μέρους του λήψη δραστικών μέτρων απέδωσε, ενώ η αντίδραση των δυτικών δημοκρατιών όχι.

Το γεγονός ότι η επιδημία του κορονοϊού ξέσπασε ως καταστροφή της κινεζικής προπαγάνδας επισημαίνει ο αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς Γκίντεον Ράχμαν, παρατηρώντας και την τωρινή προσπάθεια αντιστροφής των εντυπώσεων. Γράφει ότι το πλάνο «έχει σχεδιαστεί τόσο για εγχώρια κινεζική όσο και για διεθνή κατανάλωση».

Αν το κόλπο πιάσει, η κατάποση του χαπιού θα είναι εύκολη υπόθεση: «Θα βρει υποστηρικτές η θεωρία ότι η  Κίνα βρίσκεται σε ανοδική πορεία και η Δύση, αντιθέτως, σε πτώση». Τα επιχειρήματα υπέρ του ολοκληρωτισμού θα διατυμπανιστούν με πιο ηχηρό τρόπο. «Και εντός και εκτός».

Ο Ράχμαν σχολιάζει ότι δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος τέτοια κατάληξη όταν η επιδημία ξεσπούσε στην Κίνα. Θυμάται και έναν κινέζο σχολιαστή που τον περασμένο Ιανουάριο είχε πει στον αρθρογράφο ότι η ικανότητα του κινεζικού κράτους και η συλλογική κουλτούρα του λαού είναι ισχυρά όπλα και ότι αυτά θα δώσουν τη νίκη στον πόλεμο κατά της ίωσης.

Κατόπιν ομολογεί ότι όντως οι κινεζικές αρχές κατάφεραν να περιορίσουν 60 εκατομμύρια πολιτών στα σπίτια τους, επιβάλλοντας και ελέγχους στην ελεύθερη κυκλοφορία εκατοντάδων εκατομμυρίων άλλων. Αυτό είναι γεγονός. Μνημονεύει και τον Νικ Χριστάκις, τον καθηγητή του Γιέιλ που επαίνεσε το Πεκίνο για το υγειονομικό κατόρθωμά του.

Από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, όπως θα λέγαμε οι Ελληνες, βγήκαν οι παλαιομαοϊκού τύπου ύμνοι προς τον ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, όπως τους αναφέρει ο Ράχμαν, ότι «έχει καρδιά νεογέννητου» (=είναι αγνός) και τα τοιαύτα, και μέσω του πρακτορείου ειδήσεων Xinhua μάλιστα. Τα υπόλοιπα είναι, επίσης, προπαγάνδα: χειρονομίες υποστήριξης στον υπόλοιπο κόσμο, κινέζοι γιατροί στο Μιλάνο, κινέζοι γιατροί στη Γαλλία, κινέζοι γιατροί στο Ιράν και στο Ιράκ, βοήθεια στις Φιλιππίνες, στην Καμπότζη (βλέπε εδώ και εδώ).

Εντάξει, γράφει ο Ράχμαν, αστειότητες οι ύμνοι. «Αλλά η συμπεριφορά του κινέζου ηγέτη μοιάζει πραγματικά καλή σε σύγκριση με εκείνην του Τραμπ» ο οποίος είχε πει «ότι η ασθένεια θα εξαφανιστεί ως εκ θαύματος». Ο αρθρογράφος επικεντρώνει στις «αδυναμίες του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος» και στις «ευρύτερες ελλείψεις, όπως η άθλια κατάσταση του συστήματος υγείας». Κρίνει ότι «το αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικών δυσλειτουργιών μπορεί να είναι οι περιττοί θάνατοι πολλών χιλιάδων πολιτών».

Και για την Ευρώπη όμως είναι επικριτικός o αρθρογράφος, αφού την κατηγορεί για καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων. Οι αυστηροί έλεγχοι που τώρα επιβάλλονται δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τις δυτικές δημοκρατίες, γράφει.

Ακολούθως εκφράζει την άποψη ότι οι «αυταρχικοί δεν κέρδισαν ακόμη» τη μάχη των πολιτευμάτων στο πεδίο της αντιμετώπισης της πανδημίας. Φέρνει παραδείγματα ασιατικών δημοκρατικών χωρών που τα κατάφεραν με τον κορονοϊό, όπως η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Ταϊβάν, επειδή «βασίστηκαν σε μαζικούς ελέγχους». Ωστόσο επισημαίνει ότι μία κρίση υγειονομικής αφετηρίας εγκυμονεί κινδύνους αναλόγους με εκείνους της προ δωδεκαετίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία, τότε, «προκάλεσε απώλεια της δυτικής αυτοπεποίθησης και μετατόπισε το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό κέντρο βάρους προς την Κίνα».