Hταν αναμενόμενο ότι η περιπέτεια της Φώφης Γεννηματά με την υγεία της θα πυροδοτούσε ένα ανθρώπινο κύμα συμπάθειας και ενδιαφέροντος πολιτικών φίλων και αντιπάλων της, όπως πράγματι εκφράστηκε από τα αμέτρητα μηνύματα συμπαράστασης, εξανθρωπίζοντας, έστω για λίγο, τους όρους της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ηταν όμως επίσης αναμενόμενο ότι θα επέφερε ραγδαίες εξελίξεις στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής και θα διαμόρφωνε νέες συνθήκες στην εκλογική μάχη για την ηγεσία. Και μόνο το ότι εκλογές έγιναν αυτόματα, αυτές για την ανάδειξη ενός νέου πολιτικού αρχηγού —ενώ μέχρι πρότινος η πιθανότητα επανεκλογής της κυρίας Γεννηματά ήταν η πιο ισχυρή—, άλλαξε τη φύση της διαδικασίας. Ηταν κάτι σαν σεισμός πολλών Ρίχτερ, που υποχρέωσε τους πάντες να αναθεωρήσουν τη τακτική τους.
Ετσι, έδωσε τη δυνατότητα για την υποβολή νέων υποψηφιοτήτων για την ηγεσία, ανεβάζοντας, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, τον αριθμό των διεκδικητών στους έξι. Παράλληλα, όμως, εκδηλώθηκαν μεταξύ τους εμφανείς και παρασκηνιακές τριβές, ακόμα και προσωπικές αντιπαραθέσεις που έδωσαν στοιχεία παρωδίας, αν όχι ευτελισμού της όλης διαδικασίας.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Προχωρώντας σε μια γενναία πράξη να ανακοινώσει η ίδια το πρόβλημα της υγείας της, η κυρία Γεννηματά ζήτησε από όλες τις «φυλές» του κόμματος να παραμείνει σταθερή η γραμμή της αυτονομίας και να ολοκληρωθεί, όπως είχε προγραμματιστεί, η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη ηγεσίας, χωρίς παράλληλα να δώσει στήριξη σε κάποιο υποψήφιο. Αυτή η επιθυμία της δεν εισακούστηκε από όλους.
Οι προσωπικές στρατηγικές και το άγχος για το πολιτικό μέλλον αρκετών στη Χαριλάου Τρικούπη και την Κοινοβουλευτική Ομάδα κυριάρχησαν.
Η απόσυρση της υποψηφιότητάς της αποσυσπείρωσε το μπλοκ των στελεχών που την υποστήριζαν, με το οποίο από ό,τι φαινόταν θα κέρδιζε την επανεκλογή της. Ακολουθώντας την παραίνεσή της να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες, αρκετοί συνεργάτες της (Μανώλης Οθωνας, Χρήστος Πρωτόπαπας) και μεσαία στελέχη του ΚΙΝΑΛ, έστω και απρόθυμα μερικοί εξ αυτών, άρχισαν συζητήσεις επ’ αυτού με τους άλλους υποψηφίους —και τον Νίκο Ανδρουλάκη, του οποίου η υποψηφιότητα είχε ισχυρή δυναμική επιτυχίας, δυναμική που έγινε ακόμη περισσότερο ισχυρή μετά την απόσυρση της υποψηφιότητας της προέδρου.
Ωστόσο, νεότερα στελέχη αισθάνθηκαν ότι έτσι μένουν μετέωρα, καθώς είχαν στο παρελθόν αντιπαλότητα είτε με τον κ. Ανδρουλάκη είτε με τον Ανδρέα Λοβέρδο (ο έτερος πόλος, με ισχυρή μάλιστα δύναμη στην ΚΟ και εκλεξιμότητα), και έτσι αποφάσισαν να θέσουν υποψηφιότητα (βλέπε Παύλος Χρηστίδης) ή να ακολουθήσουν διαφορετική πολιτική επιλογή, θεσμική ως γραμματέας ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, υποστηρικτής ισχυρής υπερβατικής υποψηφιότητας ο Στέφανος Παραστατίδης.
Ανάλογοι είναι και οι λόγοι της υποψηφιότητας του γραμματέα της ΚΟ του ΚΙΝΑΛ, Βασίλη Κεγκέρογλου, εκ των στενότερων συνεργατών της κυρίας Γεννηματά, από το 2015, ο οποίος με την υποβολή υποψηφιότητας απαντά στην αγωνία των «γεννηματικών» μελών και στελεχών του ΚΙΝΑΛ να βρουν εκφραστή έναντι κυρίως των κ.κ. Ανδρουλάκη και Λοβέρδου.
Λιγότερο ετεροπροσδιοριζόμενη είναι η υποψηφιότητα του Παύλου Γερουλάνου, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός στις κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου και διεκδικώντας τη δημαρχία της Αθήνας το 2019 είχε πάρει ποσοστά υπερδιπλάσια από τη δύναμη του ΚΙΝΑΛ στην Α’ Αθηνών (13,19% ο κ. Γερουλάνος – 6,32% στις ευρωεκλογές και 5,16% στις βουλευτικές το Κίνημα Αλλαγής).
Οσον αφορά το κρίσιμο πεδίο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ο Κώστας Σκανδαλίδης, που έχει εδώ και έναν χρόνο οριστεί από την κυρία Γεννηματά ως πρώτος κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, θεωρείται εγγύηση ομαλής μεταβατικής πορείας στη νέα ηγεσία. Ομως ορισμένοι βουλευτές είναι ενοχλημένοι από το γεγονός ότι δεν ζητείται η γνώμη τους και, φραστικά τουλάχιστον, διατυπώνουν ότι δεν αρέσκονται στις κομματικές ντιρεκτίβες.
Υπό αυτό το πρίσμα και με την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός υποψηφίων διαμορφώνει μια μάλλον αρνητική εικόνα —για πολλούς συζητείται ότι η υποψηφιότητα απλώς είναι το εργαλείο για να εξασφαλίσουν μελλοντικό ρόλο υπό τη νέα ηγεσία, παρά να τη διεκδικήσουν αυτή καθαυτήν—, μερίδα στελεχών προσέτρεξε στον κ. Παπανδρέου, ζητώντας του να θέσει υποψηφιότητα ή να εγγυηθεί τη συντεταγμένη πορεία του κόμματος και της παράταξης. Βασικό επιχείρημά τους είναι ότι πολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια δικαιώνει τον κ. Παπανδρέου για όσα υποστήριζε από το 2009, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία. Εν όψει, δε, των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων που θα απαιτηθούν κατά τις επόμενες εκλογές, θεωρούν ότι είναι ο μόνος που μπορεί να τις διαχειριστεί.
Αλλοι συνομιλητές του, πάντως, τονίζουν ότι ένας πρώην πρωθυπουργός δεν γίνεται κομματάρχης, αλλά είναι εγγυητής της ενότητας της παράταξης και αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος του.
Ο πρώην Πρωθυπουργός, πάντως, απέφευγε έως τώρα να εκδηλωθεί, παρότι το αίτημα γίνεται πιο πιεστικό τα τελευταία εικοσιτετράωρα…