Με την παγκόσμια προσοχή να επικεντρώνεται στην κλιμακούμενη σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ, η Τεχεράνη έχει εντείνει την καταστολή κατά των γυναικών στη χώρα, δίνοντας στην αστυνομία διευρυμένες εξουσίες για την επιβολή των συντηρητικών κανόνων ένδυσης.
Το νέο κύμα καταστολής δείχνει να είναι ένα από τα πιο καίρια χτυπήματα στις κατακτήσεις εκ μέρους των γυναικών, στον απόηχο του κινήματος διαμαρτυρίας του 2022. Μερικοί Ιρανοί, σύμφωνα με την Washington Post, υποπτεύονται ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τους φόβους για περιφερειακό πόλεμο ως συγκάλυψη για να σφίξει τα γκέμια στο εσωτερικό. Αλλοι λένε ότι είναι απλώς ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακροχρόνια εκστρατεία που στοχεύει στην εξάλειψη κάθε μορφής διαφωνίας με το θεοκρατικό καθεστώς.
Αλλά αυτή τη φορά η αντίδραση του κοινού είναι πιο δυναμική. Σε πολλές περιπτώσεις, βίντεο με γυναίκες που κρατούνταν βίαια δείχνουν, παράλληλα, πλήθη περαστικών να συγκεντρώνονται για να τις υποστηρίξουν.
Τη Δευτέρα 24 Απριλίου η εθνική αστυνομία του Ιράν έκανε μια σπάνια δήλωση στα τοπικά ΜΜΕ σχετικά με την επιχείρηση Noor, τη νέα εκστρατεία επιβολής του χιτζάμπ. Εκπρόσωπος της αστυνομίας είπε ότι οι αξιωματικοί δεν θα παραπέμψουν υποθέσεις στα δικαστήρια, αίροντας κατ’ ουσίαν την απειλή ποινικών διώξεων για τις γυναίκες που έχουν τεθεί υπό κράτηση.
Ο ίδιος κατηγόρησε «κακόβουλα ρεύματα που επιδιώκουν να διχάσουν και να πολώσουν την κοινωνία», μια προφανής αναφορά σε βίντεο αστυνομικής καταστολής που έχουν γίνει viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα τελευταία βίντεο άρχισαν να εμφανίζονται το ίδιο Σαββατοκύριακο που το Ιράν εκτόξευσε εκατοντάδες drones και πυραύλους εναντίον του Ισραήλ. Η Washington Post μίλησε με Ιρανούς που έγιναν μάρτυρες της καταστολής και επαλήθευσε τέσσερα βίντεο με γυναίκες που συλλαμβάνονταν βίαια. Σε ένα από αυτά, που γυρίστηκε στην Τεχεράνη και δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου, οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποιούν όπλο αναισθητοποίησης σε μια γυναίκα προτού τη σύρουν από έναν δρόμο της πόλης σε ένα βανάκι.
Εκπρόσωπος της αποστολής του Ιράν στα Ηνωμένα Εθνη, αρνήθηκε να σχολιάσει το συμβάν.
Η αστυνομία δεν «υποχωρεί», αλλά μάλλον προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να πραγματοποιήσει την καταστολή με «λιγότερες τριβές», σύμφωνα με την Τάρα Σεπεχρί Φαρ, ιρανή ερευνήτρια στο Human Rights Watch. «Δεν θέλουν άλλο πτώμα στα χέρια τους», πρόσθεσε, μια νύξη στη Μάσα Αμίνι, της οποίας ο θάνατος όσο βρισκόταν υπό κράτηση από την «αστυνομία ηθικής» του Ιράν, το 2022, έγινε αφορμή για πανεθνικές διαδηλώσεις.
Η Ντίνα Γκαλιμπάφ, μια 23χρονη ανεξάρτητη δημοσιογράφος και φοιτήτρια πανεπιστημίου, συνελήφθη από την αστυνομία σε σταθμό του μετρό στην Τεχεράνη στις 15 Απριλίου.
«Οταν επέμενα ότι πληρώνω τους φόρους μου και να έχω το δικαίωμα να χρησιμοποιώ το μετρό, με πήγαν βίαια σε ένα δωμάτιο. Με χτύπησαν με ηλεκτροσόκ», έγραψε στο X. «Ολη την ώρα, μου συγκρατούσαν τα χέρια και ένας από τους αστυνομικούς μού επιτέθηκε σεξουαλικά».
Η ανάρτηση έγινε γρήγορα viral. Οταν επικοινώνησε μαζί της η Post, την ημέρα που αφέθηκε ελεύθερη, η Γκαλιμπάφ επιβεβαίωσε την ιστορία της κράτησής της και συμφώνησε να μιλήσει λεπτομερώς αργότερα εκείνη την ημέρα. Ομως, λίγες ώρες αργότερα, συνελήφθη ξανά. Αυτή τη φορά στάλθηκε στη διαβόητη φυλακή Εβίν και οι λογαριασμοί της στα social media καταργήθηκαν.
Στην οικογένειά της είπαν ότι είχε κατηγορηθεί για «διασπορά παραπληροφόρησης, ανυπακοή στην αστυνομία και ενόχληση του κοινού», σύμφωνα με έναν οικογενειακό φίλο που μίλησε στην Post υπό τον όρο της ανωνυμίας. Οι αρχές πρότειναν να την αφήσουν ελεύθερη με εγγύηση αυτή την εβδομάδα, αλλά της ζήτησαν να υπογράψει πρώτα μια επιστολή με την οποία θα έλεγε ότι οι ισχυρισμοί της για σεξουαλική επίθεση ήταν αναληθείς. Οταν η Γκαλιμπάφ αρνήθηκε, η προσφορά αποσύρθηκε, είπε ο οικογενειακός φίλος.
Η αστυνομία ανακοίνωσε την έναρξη της επιχείρησης Noor σε μια βιντεοσκοπημένη ομιλία στις 12 Απριλίου, δεσμευόμενη ότι «θα αντιμετωπίσει νόμιμα τους παραβάτες» του νόμου για το χιτζάμπ.
Ο νόμος απαιτεί από τις γυναίκες να καλύπτουν τα μαλλιά τους και να φορούν φαρδιά ρούχα που κρύβουν το περίγραμμα του σώματός τους. Πολλές Ιρανές επιλέγουν να φορούν μαντίλα για θρησκευτικούς ή πολιτιστικούς λόγους και ο νόμος που επιβάλλει το χιτζάμπ έχει ισχυρή υποστήριξη από τους συντηρητικούς της χώρας. Ομως, πολλοί Ιρανοί πιστεύουν όλο και περισσότερο ότι η μαντίλα πρέπει να είναι προσωπική επιλογή μιας γυναίκας και όχι κυβερνητική επιταγή.
Ο ανώτατος ηγέτης της χώρας, Αλί Χαμενεΐ, φάνηκε να προμηνύει την καταστολή σε μια ομιλία του στις 3 Απριλίου: «Είμαι σίγουρος ότι οι γυναίκες της χώρας μας, ακόμη και εκείνες που είναι λίγο ανυπάκουες στον τομέα της χιτζάμπ, είναι προσκολλημένες στο Ισλάμ, προσκολλημένες στο καθεστώς», είπε, απευθυνόμενος σε πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους στην Τεχεράνη.
«Πρέπει να τηρούν τον νόμο για το χιτζάμπ. Ολοι πρέπει να τον ακολουθούν», πρόσθεσε.
Ωστόσο, οι ιρανικές αρχές αγωνίζονται να επιβάλουν τον νόμο χωρίς να προκαλέσουν κοινωνική αναταραχή. Οι διαδηλώσεις του 2022 ήταν η πιο σημαντική απειλή για το ιερατείο που κυβερνά το Ιράν εδώ και δεκαετίες. Εκατοντάδες διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας και χιλιάδες συνελήφθησαν.
Πολλές γυναίκες συνέχισαν να εμφανίζονται δημόσια ακάλυπτες και μετά την καταστολή των διαδηλώσεων, μια μικρή αλλά ουσιαστική πράξη περιφρόνησης που κάποτε θα ήταν αδιανόητη. Η αστυνομία ηθικής του Ιράν άρχισε τότε να κρατά πιο χαμηλούς τόνους, κυκλοφορώντας χωρίς στολές και χρησιμοποιώντας οχήματα χωρίς σήμα.
Ωστόσο, στους μήνες που ακολούθησαν, εμφανίστηκε μια «επικρατούσα άποψη» στην ιερατική ηγεσία του Ιράν ότι η χώρα χρειάζεται «ένα ολοκληρωτικό σύστημα επιβολής» του νόμου για το χιτζάμπ, είπε η Φαρ. «Επειδή η παραίτηση από την επιβολή θα θεωρηθεί παραχώρηση εδάφους στην αντιπολίτευση».
Η κυβέρνηση προσπάθησε να ασκήσει οικονομικές πιέσεις: χρησιμοποιώντας κάμερες κυκλοφορίας, επιβάλει πρόστιμα σε γυναίκες χωρίς μαντίλα και αρνείται στις γυναίκες που κατηγορούνται για παραβίαση του νόμου τη δυνατότητα να εργαστούν ή να συνεχίσουν την εκπαίδευση. Οι επιχειρήσεις που κατηγορούνταν ότι εξυπηρετούσαν ή απασχολούσαν γυναίκες που αψηφούσαν τους κώδικες ενδυμασίας έκλεισαν.
Και πάλι, μερικές γυναίκες και κορίτσια παρέμειναν απτόητες.
«Εμείς οι Ιρανές έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η επιλογή είναι είτε θάνατος είτε ελευθερία για εμάς», είπε στην Post μια 40χρονη από την Τεχεράνη. «Θα πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα, αλλά δεν θα επιστρέψουμε σε αυτό που συνέβαινε πριν από την εξέγερση. Αν φοράμε χιτζάμπ, είναι σαν να βρίσκεται στα πόδια μας το αίμα αυτών που σκοτώθηκαν στις διαδηλώσεις», είπε.
Αν και νέες περιπτώσεις αστυνομικής βίας πέρυσι προκάλεσαν οργή στο διαδίκτυο, δεν οδήγησαν σε δημόσιες διαδηλώσεις. Στην επέτειο του θανάτου της Μάσα Αμίνι τον Σεπτέμβριο, οι ιρανικές δυνάμεις ασφαλείας αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα για να αποτρέψουν συγκεντρώσεις. Ωστόσο, η επιχείρηση Noor θα μπορούσε να είναι ένα νέο σημείο καμπής.
Αρκετοί ιρανοί με τους οποίους μίλησε η Post ανέφεραν μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικών στους δρόμους και εμφανώς σκληρότερη μεταχείριση γυναικών και κοριτσιών. Μίλησαν με την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν ανώνυμοι υπό το φόβο αντιποίνων.
«Πριν από αυτό το τρέχον κύμα καταστολής, αν κάποια δεν φορούσε χιτζάμπ ή φορούσε κοντό φόρεμα, θα δεχόταν προφορική επίπληξη. Αλλά, αυτήν τη φορά είναι εντελώς διαφορετικά», είπε ο Πάρσα, ένας 24χρονος άνδρας από την Τεχεράνη, ο οποίος πρόσθεσε ότι είδε αστυνομικούς να επιτίθενται σε μια γυναίκα έξω από το γραφείο του.
Προσπάθησε να επέμβει, είπε, αλλά τον απομάκρυναν από το σημείο άνδρες με πολιτικά ρούχα και τον ξυλοκόπησαν. Οταν άρχισε να συγκεντρώνεται πλήθος, η αστυνομία απελευθέρωσε τον ίδιο και τη γυναίκα που είχε τεθεί υπό κράτηση. Καθώς έφευγαν, ένας από τους αστυνομικούς φώναξε: «Αφήστε τους να φύγουν, απλώς τραβήξτε τις φωτογραφίες τους».
Η αφήγησή του δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί από άλλες πηγές, αλλά ευθυγραμμίζεται με βίντεο και άλλες αναφορές από το Ιράν τις τελευταίες εβδομάδες. «Είναι πολύ πιο αυστηροί και πιο βίαιοι από πριν», είπε. «Είναι σαν να έχουν γυρίσει δέκα χρόνια πίσω».
Η Τζάσμιν Ράμσεϊ, αναπληρώτρια διευθύντρια του Ανεξάρτητου Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Ιράν, με έδρα στην Ουάσιγκτον, είπε ότι οι αναφορές που έρχονται από τη χώρα είναι πιθανότατα μόνο ένα μικρό δείγμα αυτού που φαίνεται να είναι μια εκτεταμένη καταστολή.
«Αυτά τα κορίτσια σπρώχνονται σε φορτηγά χωρίς να κάνουν τίποτα και χωρίς καμία πιθανότητα δίκαιης νομικής αντιμετώπισης», είπε. «Οτιδήποτε μπορεί να τους συμβεί, όπως έχουμε δει να συμβαίνει και στο παρελθόν. Αυτή η ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών που διαιωνίζεται από το κράτος είναι εξαιρετικά επικίνδυνη».
Η Φατμέ, μια 20χρονη φοιτήτρια πανεπιστημίου, είπε στην Post ότι την έπιασε η αστυνομία αυτόν τον μήνα, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει πριν τη σύρουν σε ένα κοντινό βαν. Αυτό, πρόσθεσε, την έκανε πιο αποφασισμένη. «Οταν βλέπεις άλλους ανθρώπους να πολεμούν όπως εσύ, γίνεσαι πιο γενναίος και αποφασιστικός», είπε. «Δεν βλέπω φόβο. Οι άνθρωποι έχουν περισσότερη οργή».