Ο Γιούργκεν Κλοπ πανηγυρίζει με την καρδιά του την μεγάλη νίκη της Λίβερπουλ στην Πορτογαλία | Reuters/Matthew Childs
Επικαιρότητα

Το ημιτελές αριστούργημα του Κλοπ

Για να κατακτήσουν τρόπαια, οι σύλλογοι χρειάζονται τους καλύτερους. Αλλά, οι top παίκτες δεν πάνε (ή δεν μένουν) εκεί που δεν μπορούν να τους υποσχεθούν τίτλους. Ο Γιούργκεν Κλοπ βγάζει τη Λίβερπουλ από τον φαύλο κύκλο. Μόνο λίγα κομμάτια λείπουν για να συμπληρωθεί το παζλ
Sportscaster

Το 5-0 της Λίβερπουλ επί της Πόρτο στο «Ντραγκάο», το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ήταν η ευρύτερη -σε σκορ- νίκη αγγλικής ομάδας στα χρονικά του Champions League, στη φάση των «16». Οι «Κόκκινοι» έχουν πετύχει, εφέτος, 28 γκολ – τα περισσότερα από κάθε άλλη ομάδα που συνεχίζει στη διοργάνωση. Ακόμη και από την Παρί Σεν Ζερμέν (26) του Νεϊμάρ, του Καβάνι και του Εμπαπέ.

Πριν από ένα μήνα η Λίβερπουλ είχε υποχρεώσει τη φοβερή Μάντσεστερ Σίτι του Πεπ Γκουαρντιόλα στην πρώτη της ήττα (4-3) έπειτα από 22 αγώνες, σκοράροντας τρεις φορές μέσα σε ένα δεκάλεπτο. Αυτά τα δύο ματς -κι όχι μόνον αυτά- ήταν «στιγμές» από την ένδοξη ομάδα των ’70s και των ’80s που, αργά αλλά σταθερά, επιστρέφει στο top επίπεδο. Το παρατήρησε και ο Γκουαρντιόλα μετά το ντέρμπι του «Ανφιλντ», δηλώνοντας ότι «η σημερινή Λίβερπουλ αγωνίζεται με τον τρόπο που αγωνιζόταν παλιά».

Σαλάχ και Μανέ. Και ποιος προπονητής δεν θα ήθελε αυτούς τους δύο επιθετικούς;

Παρά τις έντονες μεταπτώσεις στην απόδοσή της, ο Γιούργκεν Κλοπ δικαιούται να υπερηφανεύεται πως η ομάδα βιώνει τις καλύτερες μέρες της από τότε που την ανέλαβε, τον Οκτώβριο του 2015. Εάν μια μερίδα των οπαδών δεν μπορεί να αντιληφθεί την τεράστια πρόοδο του δημοφιλούς συλλόγου, αυτό οφείλεται στη (δικαιολογημένη) ανυπομονησία για τρόπαια που γεννούν τα 28 χρόνια χωρίς τίτλο Πρωταθλήματος. Για το ιστορικό μέγεθος της Λίβερπουλ, η αναμονή είναι αβάσταχτη. Αλλά, αν σκεφτεί κανείς ότι ο γερμανός τεχνικός χρειάστηκε να αλλάξει το ρόστερ σε ποσοστό 80%-90%, θα βρει την εξήγηση γι’ αυτή την «καθυστέρηση».

Ολοι στο Νησί μιλούν για το «θαύμα» της Σίτι, που θα πάρει το Πρωτάθλημα περίπατο. Για τα ακριβά ψώνια του Ζοσέ Μουρίνιο, που πάει να δημιουργήσει τους «Γκαλάκτικος του Βορρά». Για την αγνώριστη -σε σχέση με την περυσινή Πρωταθλήτρια- Τσέλσι. Για το project της νεανικής Τότεναμ που επιβραβεύεται (και) στην Ευρώπη. Για την παρακμή της Αρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ. Αλλά, κανένας δεν παραλείπει να παραδεχθεί ότι η Λίβερπουλ παίζει, εφέτος, το πιο ελκυστικό ποδόσφαιρο. Ισως λιγότερο αποτελεσματικό από εκείνο της Σίτι, αλλά πιο ελεύθερο, με μεγαλύτερη φαντασία και ενέργεια, απρόβλεπτο και συναρπαστικό.

Είτε κερδίζει είτε χάνει, η Λίβερπουλ παίζει (ξανά) σαν μεγάλη ομάδα. Για να ικανοποιήσει το κοινό της, να κάνει νέους φίλους, να τιμήσει το παρελθόν της ως ο πιο θεαματικός θίασος που γνώρισαν τα βρετανικά γήπεδα. Ούτε σκοπιμότητες, ούτε «πούλμαν» μπροστά στην εστία της. Αναπτύσσεται ταχύτατα στην επίθεση, με επιθετικούς που αλλάζουν θέσεις διαρκώς, χωρίς τον κλασικό φορ, με χαφ που βγάζουν γρήγορα την ομάδα μπροστά, με αμυντικούς που προσπαθούν να φτάσουν πρώτοι στην μπάλα, προτού ο αντίπαλος επιθετικός πατήσει την περιοχή τους. Ακόμη κι όταν η κατασκευή του βρισκόταν στα θεμέλια, πέρυσι και πρόπερσι, ο Κλοπ είχε χαρίσει στους «Reds» μεγάλες συγκινήσεις και απίθανες ανατροπές.

Ο Φιρμίνιο δεν σταματά να σκοράρει εφέτος

Εφέτος, η εφαρμογή του σχεδίου έχει προχωρήσει αρκετά. Σε 27 ματς στην Premier League η Λίβερπουλ έχει σημειώσει 61 γκολ. Στα έξι παιχνίδια της φάσης των Ομίλων του Champions League 23, και στον πρώτο αγώνα των νοκ-άουτ (με την Πόρτο), άλλα πέντε. Ο Ρομπέρτο Φιρμίνο, ο Μο Σαλάχ και ο Σάντιο Μανέ απαρτίζουν μία μηχανή παραγωγής τερμάτων που θα ζήλευαν οι MSN της Μπαρτσελόνα και οι BBC της Ρεάλ Μαδρίτης (ιδίως αυτοί). Ο Σαλάχ είναι ο μόνος παίκτης του συλλόγου, εδώ και… 122 χρόνια, που κατόρθωσε να σκοράρει 30 φορές προτού μπει ο Μάρτιος (22 στο Πρωτάθλημα, επτά στο Champions League και μια στο Κύπελλο Αγγλίας). Δεν το είχαν καταφέρει «ιερά τέρατα» όπως ο Ιαν Ρας, ο Κένι Νταλγκλίς, ο Φερνάντο Τόρες και ο Λουίς Σουάρες. Ο Κλοπ ξέρει πώς να παίρνει το 100% από τους ποδοσφαιριστές του. Ο Οξλεϊντ – Τσάμπερλεϊν είναι ακόμη μια απόδειξη. Χρειάστηκε μόλις 20 εμφανίσεις με τη Λίβερπουλ για να πετύχει τρία γκολ, όσα είχε σκοράρει στις 80 τελευταίες του συμμετοχές στην Αρσεναλ.

Η Λίβερπουλ έχει αλλάξει τακτική στις μετεγγραφές. Ο ίδιος ο Κλοπ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν δαπανηρές κινήσεις ενίσχυσης. Αλλά, ο Γερμανός δεν βιάζεται. Αρνείται να ξοδέψει όλο το διαθέσιμο μπάτζετ κάθε φορά, όπως κάνει ο Πεπ στη Σίτι και ο Ζοσέ στη Γιουνάιτεντ. Συμπληρώνει το παζλ κομμάτι – κομμάτι, προσεκτικά και μεθοδικά. Διαλέγει πολύ συγκεκριμένους παίκτες και είναι διατεθειμένος να περιμένει όσο χρειαστεί για να τους αποκτήσει – όπως στην περίπτωση του Κεϊτά. Η τιμή τους δεν έχει, γι’ αυτόν, καμία σημασία. Αυτός αγόρασε τον Βίρτζιλ φαν Ντάικ, τον πιο ακριβό στόπερ που κυκλοφορούσε, αυτός και τον Ρόμπερτσον, τον ακραίο αμυντικό των μόλις οκτώ εκατομμυρίων λιρών.

Ο ιδιαίτερος κύριος Κλοπ

Βεβαίως, το αριστούργημά του είναι, ακόμη, ημιτελές. Δεν έχει δεξιό μπακ της προκοπής, δεν έχει αξιόπιστο τερματοφύλακα (ο Κάριους είναι προτιμότερος από τον «γκαφατζή» Μινιολέ, όμως ούτε αυτός εμπνέει εμπιστοσύνη), δεν έχει αξιόλογους αναπληρωματικούς. Παίκτες όπως ο Ντάνι Ινγκς ή ο Σολάνκε, δεν είναι σοβαρές εναλλακτικές λύσεις για έναν σύλλογο με τις φιλοδοξίες της Λίβερπουλ.

Από τη μέση και πίσω, οι «Κόκκινοι» είναι μια άλλη ομάδα, δεύτερης ποιότητας. Και είναι αμφίβολο, εάν αυτό οφείλεται στους ανασταλτικούς ποδοσφαιριστές «κλάσης» που απουσιάζουν ακόμη, ή στην αφέλεια που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τους Γερμανούς (και τον Κλοπ;) σε ό,τι αφορά την αμυντική λειτουργία. Ο ερασιτεχνικός, πολλές φορές, τρόπος με τον οποίον αμύνεται η Λίβερπουλ, είναι και το μεγαλύτερο επιχείρημα των αμφισβητιών του καλού προπονητή.

Εχει δίκιο ο Γκουαρντιόλα. Η Λίβερπουλ έχει αρχίσει να μοιάζει με εκείνη που, κάποτε, σάρωνε τα τρόπαια, στην Αγγλία και στην Ευρώπη. Περισσότερο, όμως, φέρνει στην παρηκμασμένη Μπορούσια Ντόρτμουντ που ο Κλοπ είχε οδηγήσει στον Τελικό του Champions League το 2013. Μπορεί να το κάνει και τώρα; Γιατί όχι; Η ομάδα του διαθέτει «βαριά» φανέλα, μια από τις καλύτερες μεσοεπιθετικές γραμμές στην Ευρώπη, αλλά και το «Ανφιλντ» που της δίνει φτερά. Εχει και τους οιωνούς με το μέρος της. Τις δύο προηγούμενες φορές που νίκησε στην Πορτογαλία, το 1978 και το 1984 (την Μπενφίκα), σήκωσε την Κούπα του Πρωταθλητριών.

Η Λίβερπουλ έχει αποκτήσει μια δυναμική που μπορεί να τη βγάλει από τον φαύλο κύκλο: για να κατακτήσουν τρόπαια, οι σύλλογοι χρειάζονται τους καλύτερους παίκτες, όμως οι top ποδοσφαιριστές δεν πάνε (ή δεν μένουν) εκεί που δεν μπορούν να τους υποσχεθούν τίτλους. Αυτή η προοπτική που τόσα χρόνια έλειπε από το «Ανφιλντ», είναι το πρώτο παράσημο του υπέροχου Κλοπ.