Το «θαύμα» δεν έγινε. Διότι θαύμα θα ήταν, αν η αποδεκατισμένη μας Εθνική νικούσε, τα ξημερώματα, τη… δαιμονισμένη Τσεχία του Τόμας Σατοράνσκι, του Γιάν Βέσελι και του Μπλέικ Σιλμπ, η οποία «μαχαίρωσε» τον οικοδεσπότη Καναδά των NBAers για να του αρπάξει το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Εκτός από εξαιρετική ομάδα, οι αντίπαλοί μας παίζουν μαζί από το Παγκόσμιο του 2019, κι έχουν τον ίδιο κόουτς από το 2013. Εμείς πήγαμε στη Βικτόρια χωρίς επτά σημαντικότατους παίκτες μας, με επτά «πρωτάρηδες» (που δεν είχαν ξαναπαίξει σε μεγάλη διοργάνωση), και με προπονητή… γκεστ-σταρ.
Βεβαίως, αυτό το -25 θα μπορούσαμε να το έχουμε αποφύγει. Δεν άξιζε στην Εθνική που καμαρώσαμε στους προηγούμενους αγώνες της (με τον Καναδά, την Κίνα και την Τουρκία), ούτε λέει την αλήθεια για τη δυναμικότητα των δύο ομάδων. Το πώς συνέβη αυτό το 97-72, το εξήγησε μετά το παιχνίδι ο Ρικ Πιτίνο, χωρίς να ψάξει για φτηνές δικαιολογίες: «Η Τσεχία ήταν πολύ καλύτερη, έπαιξε εξαιρετικά, με ένα στιλ που δεν είχαμε συνηθίσει. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό που είδαμε».
Σε σχέση με το 2016 και το 2012, που μας είχαν κατεβάσει από το τρένο η Κροατία του Μπογκντάνοβιτς και η Νιγηρία του Νταγκουντούρο, προχωρήσαμε έναν σταθμό πιο πέρα. Φτάσαμε 40 λεπτά μακριά από την πρόκριση, πιστεύοντας ότι ο αποκλεισμός του Καναδά θα ήταν η μεγάλη μας ευκαιρία. Αλλά το όνειρο εξελίχθηκε, πάλι, σε εφιάλτη. Δεν μας… θέλουν τα προ-Ολυμπιακά τουρνουά. Στις 12 φορές που έχουμε συμμετάσχει, μόνο μια, το 2008 στην Αθήνα, γέλασε το χειλάκι μας.
Τον Πιτίνο θα τον θυμόμαστε με αγάπη. Επιασε δουλειά (αφιλοκερδώς) στις 21 Μαΐου, συνεισφέροντας στο πρότζεκτ την εμπειρία του, τη θετική του ενέργεια, την αισιοδοξία, και τη δίψα του για επιτυχία, που σπανίως συναντά κανείς σε έναν 69χρονο χορτασμένο από διακρίσεις. Αλλά, μέχρι η Εθνική να αναχωρήσει για τον Καναδά, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε. Μέσα σε λίγες μέρες τραυματίστηκαν, ο Σπανούλης, ο Πρίντεζης και ο Παπαπέτρου. Τρεις εμβληματικοί παίκτες, και σπουδαίες προσωπικότητες, που προορίζονταν για πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Παπανικολάου ήταν η τέταρτη απώλεια. Ο Γιάννης και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο δεν ήρθαν. Ούτε ο Ντόρσεϊ. Στο «Ακρόπολις» απουσίασε ένα βασικό γρανάζι, ο Νικ Καλάθης, και στα δύο τελευταία παιχνίδια ο Παπαγιάννης, ο βασικός μας σέντερ. Κάθε λίγο και λιγάκι, ο αμερικανός κόουτς υποχρεωνόταν να αλλάξει τα σχέδιά του. Τις θέσεις των απόντων έπαιρναν παίκτες που ο Πιτίνο ελάχιστα γνώριζε. Ουδέποτε, όμως, έχασε την πίστη του στην ομάδα.
Μέσα σε 40 μέρες κατάφερε, με αυτούς που είχαν απομείνει, να φτιάξει μια Εθνική γεμάτη αυτοπεποίθηση, φιλοδοξία και ομοψυχία, παρουσιάζοντας, συγχρόνως, μια εντελώς διαφορετική αγωνιστική πρόταση, πολύ διαφορετική από αυτή στην οποία μας είχε συνηθίσει το ελληνικό μπάσκετ. Με ταχύτατες επιθέσεις, πολλές κατοχές, διαρκή κίνηση, άμεσες εκτελέσεις, πολλά τρίποντα, αλέγρο και ελκυστικό στο μάτι παιχνίδι. Μεταμόρφωσε, προς το καλύτερο, τον Παπαγιάννη, ενθάρρυνε τα νέα παιδιά να κάνουν το πρώτο τους βήμα σε μεγάλο event, χάρισε κίνητρα σε όλους, τους «απελευθέρωσε», επιτρέποντάς τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Γιατί το μπάσκετ δεν είναι μόνο ταλέντο και εμπειρία. Είναι και έμπνευση.
Μας αποχαιρέτισε με δύο λόγια στο Twitter: «Ηταν μια υπέροχη διαδρομή, το να προπονήσω τους αθλητές της Ελλάδας. Εχουν μεγάλο πάθος και πάντα θα τους υποστηρίζω από μακριά. Οι αρχές και το στιλ διδάχθηκαν, και το μέλλον θα είναι λαμπρό». Στην ουσία, ο «Hall of Famer» προπονητής άφησε πίσω του ένα «γράμμα», για εκείνους που κυβερνούν την Εθνική μας ομάδα, με το οποίο τους καλεί να φροντίσουν για τον εκσυγχρονισμό του παιχνιδιού της. Το στιλ που την οδήγησε στις μεγάλες της επιτυχίες, έως το 2009 (της αργής ανάπτυξης, των λίγων κατοχών, της άρνησης του αιφνιδιασμού, του «ξύλου» στην άμυνα και του «κλεφτοπόλεμου»), είναι, πλέον, ξεπερασμένο. Δεν έχουν αλλάξει μόνον οι καιροί, αλλά και οι κανονισμοί.
Στο σύντομο πέρασμα του Πιτίνο από το τιμόνι της, η Εθνική -έστω, «μισή»- απέδειξε οτι μπορεί να παίξει πιο σύγχρονο μπάσκετ, γρήγορο και πιο «αθλητικό». Δεν έχει, παρά να βρει έναν προπονητή που μπορεί να της το διδάξει. Θα πρέπει, όμως, να βιαστεί. Τέλη Νοεμβρίου αρχίζει η προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2023. Και το Ευρωμπάσκετ του 2022, στο οποίο έχει ήδη προκριθεί, ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία διάκρισης για μια ολόκληρη γενιά ταλαντούχων παικτών, προτού αποσυρθούν από τη δράση.