Φωτογραφία του 1944 από τις εκτοπίσεις των Τατάρων της Κριμαίας. Τα τρένα αναχωρούν για τη Σιβηρία |
Επικαιρότητα

Το φάσμα των εκτοπίσεων: οι Ουκρανοί, σήμερα, όπως οι Τάταροι το 1944;

Σύμφωνα με το Κίεβο, τουλάχιστον δύο φορές, ομάδες αμάχων που κρύβονταν σε καταφύγια στην πολιορκημένη Μαριούπολη, στην Αζοφική Θάλασσα, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα με προορισμό τη Ρωσία. Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, ισχυρίζονται ότι οι μετακινήσεις γίνονται οικειοθελώς
Protagon Team

«Οι Ρώσοι κάνουν σήμερα στους Ουκρανούς ό,τι έκαναν οι Σοβιετικοί στους Τατάρους της Κριμαίας το 1944», αναφέρει σε ανταπόκρισή του από την Ζαπορίζια ο Αντρέα Νικάστρο της Corriere della Sera. Το φάσμα της εκτόπισης πλανάται πάνω από την εμπόλεμη Ουκρανία και το επικαλούνται τόσο οι αρχές της μαρτυρικής Μαριούπολης όσο και η κυβέρνηση του Κιέβου. «Η σταλινική παράδοση του ξεριζωμού ολόκληρων πληθυσμών από τα εδάφη τους και η αποστολή τους στην αχανή ανατολική Ρωσία, στη Σιβηρία ή στις στέπες του Καζακστάν, τρομοκρατεί, και, συγχρόνως, λειτουργεί ως επιπλέον κατηγορία απανθρωπιάς κατά του Κρεμλίνου», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος, υπενθυμίζοντας πως ανά τους αιώνες η Μόσχα μετακίνησε καταναγκαστικά εκατομμύρια Τσετσένους, Τατάρους, Γερμανούς και άλλες μειονότητες.  

Στην περίπτωση των πολιορκημένων της Μαριούπολης δεν υπάρχουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, μόνον υποψίες και κατηγορίες, αλλά στο πλαίσιο αυτού του απάνθρωπου πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, η αγωνία των ανθρώπων να εγκαταλείψουν τα πεδία των μαχών χρησιμοποιείται για προπαγανδιστικούς σκοπούς από αμφότερες τις πλευρές. 

Σύμφωνα με τους Ουκρανούς, τουλάχιστον δύο φορές ομάδες αμάχων που κρύβονταν σε καταφύγια στην πολιορκημένη πόλη στην Αζοφική Θάλασσα, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα με προορισμό τη Ρωσία, άνθρωποι εξαντλημένοι και τρομοκρατημένοι που ευελπιστούσαν να εγκαταλείψουν τα πεδία των μαχών και να φάνε και να κοιμηθούν μακριά από τους βρυχηθμούς των κανονιών.

Φορτώθηκαν σε λεωφορεία και με αντάλλαγμα το διαβατήριο τους, έλαβαν ειδική άδεια παραμονής. Από τότε, σύμφωνα με τον δήμαρχο της Μαριούπολης Βαντίμ Μποϊτσένκο, είναι κρατούμενοι στη Ρωσία, δεν μπορούν να μετακινηθούν μεταξύ των ρωσικών επαρχιών αλλά ούτε και να φύγουν από τη χώρα χωρίς διαβατήριο. Και το Σαββατοκύριακο η αντιπρόεδρος Ιρίνα Βερεστσούκ πρόσθεσε πως «η Ρωσία δεν ανοίγει ανθρωπιστικούς διαδρόμους προς την ουκρανική επικράτεια και εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίζονται στη Ρωσία. Εάν θέλουν να γλιτώσουν δεν έχουν άλλη επιλογή και αυτό αποτελεί ένα άλλο έγκλημα του Πούτιν».  

Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, ισχυρίζονται ότι οι μετακινήσεις γίνονται οικειοθελώς. Το ρωσικό πρακτορείο Ria Novosti μετέδωσε την Κυριακή εικόνες από την άφιξη ενός τρένου με 480 πρόσφυγες από τη Μαριούπολη στο Γιάροσλαβλ της Ρωσίας. Μπροστά στην κάμερα οι τοπικές αρχές επιδεικνύουν την «ίδια, αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα, άνεση» γράφει ο Νικάστρο, που επέδειξε ο ρώσος πρόεδρος κατά την εμφάνισή του σε στάδιο της Μόσχας ενώπιον χιλιάδων ανθρώπων. Για τις υπηρεσίες που θα προσφέρονται δωρεάν στους πρόσφυγες από την Ουκρανία μίλησε η αντιπρόεδρος της περιφερειακής κυβέρνησης Λάρισα Αντρέεβα, τονίζοντας πως θα υποβάλλονται σε διαγνωστικό έλεγχο κορονοϊού, καθώς ενδέχεται να προσβλήθηκαν κατά την πολυήμερη παραμονή τους στα καταφύγια της πόλης που εξακολουθεί να πολιορκείται από τις ρωσικές δυνάμεις.  

Για να γίνει κατανοητό το φαινόμενο, εκτόπιση σύμφωνα με τους Ουκρανούς, παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας κατά τους Ρώσους, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα νούμερα. Μόνον από τη Μαριούπολη την προηγούμενη εβδομάδα προς τα εδάφη που ελέγχονται από το Κίεβο κατέφυγαν σχεδόν σαράντα χιλιάδες άνθρωποι ενώ προς τα εδάφη της Μόσχας μόλις 2.973 ψυχές. Ελάχιστοι από τους πολιορκημένους της πόλης ήταν πρόθυμοι να καταφύγουν στην αγκαλιά αυτών που τους βομβάρδιζαν. Κάποιοι θα μπορούσαν να κρίνουν την πορεία προς τη Ρωσία πιο ασφαλή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν δεν πρόκειται για καταναγκαστικές απελάσεις, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Ρωσία σήμερα, εν καιρώ πολέμου, πρέπει να απασχολεί ιδιαίτερα τη διεθνή κοινότητα.

Η μέθοδος της εθνοκάθαρσης, με τον εκτοπισμό ολόκληρων λαών, ήταν ήδη σε χρήση στην τσαρική αυτοκρατορία, αλλά επεκτάθηκε και συστηματοποιήθηκε από τον Ιωσήφ Στάλιν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πρώτα θύματα, την εποχή της ναζιστικής επίθεσης το 1941, ήταν οι απόγονοι των γερμανών αποίκων που έφτασαν στη Ρωσία την εποχή της Τσαρίνας Αικατερίνης Β’, που κρίθηκαν εχθροί του κράτους, επειδή η χώρα καταγωγής τους επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ. Η Αυτόνομη Γερμανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βόλγα διαλύθηκε και οι κάτοικοι της εξορίστηκαν στη Σιβηρία και το Καζακστάν.

Αργότερα, το 1944, όταν ο Κόκκινος Στρατός ανακατέλαβε σχεδόν όλη τη σοβιετική επικράτεια που κατείχαν οι Ναζί, ήρθε η ώρα μιας σειράς μικρών εθνοτήτων, εγκατεστημένων κυρίως στον Καύκασο, οι οποίες είχαν προσφέρει στον εχθρό, σύμφωνα με τη Μόσχα, μεγάλο αριθμό συνεργατών. Και είναι αλήθεια πως διάφορες εθνότητες που καταπιέζονταν αφόρητα από το σταλινικό καθεστώς, είχαν αρχικά υποδεχτεί τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Το Κρεμλίνο αντέδρασε με βάση τη βάναυση λογική της συλλογικής ευθύνης: Καρατσαΐτες, Καλμίκοι, Τσετσένοι, Ινγκουσέτιοι, Τάταροι της Κριμαίας, άλλες μειονοτικοί πληθυσμοί που βρίσκονταν σε παραμεθόριες περιοχές, περικυκλώθηκαν, φορτώθηκαν σε τρένα και απελάθηκαν μαζικά στην Κεντρική Ασία.

Η μεταφορά τους συνοδεύτηκε από άκρατη βία και πραγματοποιήθηκε υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Ακόμη, στους τόπους προορισμού δεν υπήρχαν κατάλληλες δομές για την υποδοχή των νεοαφιχθέντων, με αποτέλεσμα να την αύξηση της θνησιμότητας. Μόνο το 1956, μετά την καταγγελία των εγκλημάτων του Στάλιν από τον Νικήτα Χρουστσόφ, επιτράπηκε στους εκτοπισμένους πληθυσμούς (αλλά όχι στους Τατάρους, που έπρεπε να περιμένουν μέχρι τη δεκαετία του 1980) να επιστρέψουν για να ζήσουν στα πατρογονικά τους εδάφη.